Οι τελευταίες σκηνές από το έργο των δανειοληπτών, που έχουν λάβει δάνεια από τις τράπεζες σε ελβετικό φράγκο αντί για ευρώ, γυρίζονται στις δικαστικές αίθουσες.
Οι δανειολήπτες λίγο - πολύ, υποστηρίζουν ότι δε γνώριζαν και ότι δεν τους εξηγήθηκε επαρκώς, το τι σημαίνει να δανείζεσαι σε άλλο νόμισμα, από το νόμισμα αναφοράς σου. Και ζητούν να μην αποπληρώσουν τα δάνεια τους, όπως προβλέπεται από τους όρους της δανειακής τους σύμβασης.
Το ανακοινωθέν του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με την υπόθεση C-609/19, που δόθηκε στη δημοσιότητα χθες, και που αφορά ένδικες διαδικασίες δανειοληπτών της BNP Paribas, σε γαλλικά πρωτοδικεία, ήρθε να ρίξει λίγο περισσότερο φως, στο πανευρωπαϊκό αυτό πρόβλημα.
Δεν είμαστε νομικοί για να προσεγγίσουμε την απόφαση με νομικό τρόπο. Ωστόσο παρατηρούμε ότι η απόφαση εστιάζεται στο ακόλουθο σημείο: «Η πληροφόρηση που παρέχει ο δανειστής στον καταναλωτή σχετικά με την ύπαρξη συναλλαγματικού κινδύνου δεν πληροί την απαίτηση διαφάνειας, αν στηρίζεται στην υπόθεση, ότι η ισοτιμία μεταξύ του λογιστικού νομίσματος και του νομίσματος πληρωμής θα παραμείνει σταθερή καθ’ όλη τη διάρκεια ισχύος της σύμβασης.»
Συνεχίζοντας, καταλήγει ότι: «Πράγματι, στο μέτρο που ο επαγγελματίας (τραπεζικός υπάλληλος) δεν τήρησε την απαίτηση διαφάνειας έναντι του καταναλωτή, οι εν λόγω ρήτρες φαίνεται να επιρρίπτουν στον καταναλωτή κίνδυνο δυσανάλογο προς τις παρασχεθείσες υπηρεσίες και το χορηγηθέν ποσό του δανείου, δεδομένου ότι η εφαρμογή των συγκεκριμένων ρητρών συνεπάγεται ότι ο καταναλωτής πρέπει να επωμιστεί το κόστος της εξέλιξης των προθεσμιακών συναλλαγματικών ισοτιμιών».
Δηλαδή, η απόφαση επικεντρώνεται στο κομβικό σημείο του προβλήματος. Στο θέμα της πληροφόρησης, που παρείχε η τράπεζα στους δανειολήπτες, σχετικά με τους δυνητικούς κινδύνους του δανείου σε ελβετικό νόμισμα.
Ως γνωστόν η πλειονότητα των δανειοληπτών υποστήριζε πως νόμιζε, ότι η ισοτιμία θα παρέμενε σταθερή, καθ’ όλη τη διάρκεια της αποπληρωμής του δανείου.
Ας ανατρέξουμε λίγο στην ιστορία. Όλοι θυμόμαστε ότι την περίοδο 2006-2009, ένας όχι ευκαταφρόνητος αριθμός δανειοληπτών είχε στραφεί στη λήψη στεγαστικών δανείων με νόμισμα αναφοράς το Ελβετικό Φράγκο.
Αφορμή αποτελούσε το σημαντικά χαμηλότερο διατραπεζικό επιτόκιο αναφοράς Libor, σε σχέση με το υψηλότερο Euribor. Έτσι περίπου 70.000 πολίτες είχαν επιλέξει να εκμεταλλευτούν αυτήν την «ευκαιρία» και να κερδίσουν από τα χαμηλότοκα αυτά δάνεια.
Επομένως, οι δανειολήπτες γνώριζαν ότι επέλεγαν ένα δάνειο με χαμηλότερο επιτοκιακό κόστος. Δηλαδή, γνώριζαν την φωτεινή πλευρά του φεγγαριού, ενώ υποστηρίζουν ότι δεν γνώριζαν τη σκοτεινή πλευρά, που ήταν η μεταβαλλόμενη συναλλαγματική ισοτιμία. Με δυο λόγια οι δανειολήπτες υποστηρίζουν, ότι κάποιος τους χάριζε χρήματα.
Οι τράπεζες παρείχαν στον δανειολήπτη μαζί με το δάνειο, δυο σημαντικότατα εργαλεία, με σκοπό να προφυλαχθεί από την απότομη μεταβολή της ισοτιμίας του ελβετικού φράγκου έναντι του ευρώ, που θα επιβάρυνε ιδιαίτερα την αποπληρωμή του δανείου του.
Το πρώτο εργαλείο ήταν η προσφορά της δυνατότητας να κλειδώσει ο δανειολήπτης την ισοτιμία στο 1,61, μέσω ενός ασφαλίστρου χαμηλού κόστους. Με τη χρήση ενός απλού option, που αποτελεί μια πάγια τραπεζική πρακτική, παρέχονταν η σχετική εξασφάλιση στον δανειολήπτη.
Το δεύτερο εργαλείο αποτελούσε η δυνατότητα της μετατροπής του νομίσματος του δανείου σε ευρώ ανά πάσα στιγμή, με την τρέχουσα ισοτιμία, αλλά και με τα τρέχοντα επιτόκια, που θα ήταν συνδεδεμένα με το Euribor.
Η πλειοψηφία των δανειοληπτών δεν έκανε χρήση αυτών των εργαλείων εξασφάλισης και μέσω των κλασσικών επιχειρημάτων του τύπου «δεν γνώριζα», «δεν κατάλαβα», «δεν μου είχαν εξηγήσει», «ήταν ψιλά γράμματα» και καθοδηγούμενη από δικηγορικά γραφεία που αναλαμβάνουν τέτοιες μαζικές και ηχηρές υποθέσεις, στράφηκαν προς τη νομική οδό.
Στις αρχές του 2021, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου είχε κρίνει ομόφωνα αβάσιμη την προσφυγή μιας Ελληνίδας δανειολήπτριας, με αποτέλεσμα αυτή να απορριφθεί, με το σκεπτικό ότι «το Εθνικό Δίκαιο προσέφερε στην προσφεύγουσα, επαρκή μέσα για να διεκδικήσει τα δικαιώματά της, ενώ αντίστοιχες δυνατότητες της προσέφερε η ίδια η δανειακή σύμβαση, που προέβλεπε τη δυνατότητα να ζητήσει ανά πάσα στιγμή τη μετατροπή του νομίσματος του δανείου σε ευρώ, κάτι που δεν έκανε».
Η απόφαση αυτή, είχε κινηθεί στο ίδιο πλαίσιο λογικής με την Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, που το 2019 είχε δικαιώσει τις τράπεζες.
Και το ερώτημα που τίθεται από πολλούς σήμερα, είναι κατά πόσον η απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την υπόθεση της Γαλλικής Τράπεζας BNP Paribas, ανοίγει και πάλι στον ασκό του Αιόλου;
Όπως σημειώνεται στο υπόμνημα της απόφασης της υπόθεση C-609/19, «η προδικαστική παραπομπή παρέχει στα δικαστήρια των κρατών μελών τη δυνατότητα, στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς της οποίας έχουν επιληφθεί, να υποβάλουν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ή με το κύρος πράξεως οργάνου της Ένωσης.
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να επιλύσει τη διαφορά σύμφωνα με την απόφαση του Δικαστηρίου».