Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Επιστροφή καταθέσεων της τάξης των 22 δισ. ευρώ και μικρή μείωση του ποσοστού των μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPLs) κατά 3% μέσα στην επόμενη τριετία προβλέπουν οι αναλυτές για τον εγχώριο τραπεζικό κλάδο.
Αν επαληθευτούν οι συγκεκριμένες εκτιμήσεις, τότε στο τέλος του 2018 θα έχουν επιστρέψει στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα καταθέσεις που θα αναλογούν στο 62% των εκροών που σημειώθηκαν μέσα στο 2015, ενώ το ποσοστό των «κόκκινων» δανείων θα υποχωρήσει σε επίπεδο ελαφρώς χαμηλότερο από το αντίστοιχο στο τέλος του 2014.
Μία τέτοια εξέλιξη δεν συνάδει με τους στόχους των τραπεζών κυρίως στο μέτωπο των NPLs, όπου οι τραπεζικές διοικήσεις έχουν εκφράσει την αισιοδοξία τους ότι μπορούν – υπό φυσιολογικές συνθήκες – να αντιμετωπίσουν με επιτυχία το φαινόμενο μέσα στην επόμενη πενταετία και να μειώσουν το ποσοστό τους σε βιώσιμο επίπεδο, ίσως και χαμηλότερα από το 20%.
Όπως προκύπτει από τις προβλέψεις αναλυτών ξένων οίκων μετά την ανάλυση των αποτελεσμάτων του 2015, οι τράπεζες έχουν τη δυνατότητα να βελτιώσουν αισθητά τα αποτελέσματά τους, υπό την προϋπόθεση ότι θα υπάρξει πολιτική σταθερότητα και οι εξελίξεις θα επιτρέψουν την αποτελεσματική διαχείριση των NPLs, τη σταδιακή χαλάρωση των capital controls και την ουσιαστική βελτίωση των χρηματοδοτικών συνθηκών.
Καταθέσεις
Σήμερα, η επιστροφή των 115 δισ. ευρώ που έχουν... κάνει φτερά από τις τράπεζες μεταξύ του ιστορικού υψηλού των 237,82 δισ. ευρώ τον Σεπτέμβριο του 2009 και των 122,23 δισ. ευρώ τον Ιανουάριο του 2016, μοιάζει... όνειρο θερινής νυκτός.
Όχι μόνο λόγω των υφιστάμενων συνθηκών αλλά και εξαιτίας του γεγονότος ότι για να ανακτηθεί η εμπιστοσύνη στις τράπεζες μετά τα capital controls χρειάζεται αρκετός χρόνος. Βέβαια, οι εκτιμήσεις θέλουν το μεγαλύτερο μέρος των εκροών του 2015 να βρίσκεται μέσα στη χώρα, συνεπώς το ρίσκο του να διατηρούνται οι καταθέσεις στα... σεντούκια, ενδέχεται να οδηγήσει τους πολίτες σε σταδιακές επιστροφές όσο θα ανακτάται η εμπιστοσύνη.
Χαρακτηριστική είναι η δήλωση της προέδρου της Εθνικής Τράπεζας κ. Λούκας Κατσέλη, σύμφωνα με την οποία για να επανέλθει η ελληνική τραπεζική αγορά στην κανονικότητα και να δούμε ουσιαστική επιστροφή καταθέσεων θα χρειαστούν 2-3 χρόνια.
Ανάλογες είναι και οι εκτιμήσεις των αναλυτών. Σύμφωνα με αναλυτές της Citi, οι καταθέσεις των τεσσάρων συστημικών τραπεζών θα διαμορφωθούν στα 166 δισ. ευρώ (σε επίπεδο ομίλων) στο τέλος του 2018, έναντι 144 δισ. ευρώ τον Δεκέμβριο του 2015. Για το τρέχον έτος η Citi «βλέπει» περαιτέρω μείωση των καταθέσεων στα 141 δισ. ευρώ.
Από την πλευρά της, η HSBC κάνει λόγο για επιστροφή καταθέσεων της τάξης των 18,5 δισ. ευρώ έως το τέλος του 2017 στην Ελλάδα. Το μεγαλύτερο μέρος των επιστροφών εκτιμάται ότι θα σημειωθεί από νοικοκυριά, ενώ τα 17 δισ. ευρώ που προβλέπεται να επιστρέψουν στο σύστημα αντιστοιχούν σχεδόν στο 50% των εκροών που σημειώθηκαν από το Νοέμβριο του 2014 έως το Δεκέμβριο του 2015 και περίπου 18% των εκροών από το υψηλό του Σεπτεμβρίου του 2009. Τα 1,5 δισ. ευρώ που αναμένεται να επιστρέψουν οι επιχειρήσεις αντιστοιχούν στο 33% των εκροών του 2015 και μόλις στο 8% των εκροών από τα υψηλά του 2009.
Σημαντικός παράγοντας που θα καθορίσει το βαθμό στον οποίο θα επιτευχθεί η ταχύτερη δυνατή επιστροφή των καταθέσεων είναι η βελτίωση του κλίματος και φυσικά η άρση των capital controls.
Οι προβλέψεις για την πλήρη άρση των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων δεν είναι ευοίωνες. Πρόσφατα, η Moody''s εκτίμησε ότι τα capital controls θα διατηρηθούν τουλάχιστον για διάστημα 12-18 μηνών, ενώ ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος κ. Γιάννης Στουρνάρας έχει δηλώσει πως δεν υπάρχει σαφές χρονοδιάγραμμα.
«Κόκκινα» δάνεια και πιστωτική επέκταση
Αμφιβολίες αναφορικά με την ταχύτητα που μπορούν οι τράπεζες να διαχειριστούν αποτελεσματικά τα «κόκκινα» δάνεια διατυπώνουν οι αναλυτές, εστιάζοντας την προσοχή σε μία σειρά παραγόντων, όπως η πολιτική σταθερότητα και οι κίνδυνοι που σχετίζονται με τη διαχείρισή τους.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Citi, η ΕΤΕ θα μειώσει το ποσοστό των NPLs στο 29,3% το 2018, έναντι 33,1% το 2015 και 31,3% το 2014. Η Eurobank αναμένεται να καταφέρει μείωση στο 32,4% το 2018 από 35,2% το 2015 και 33,4% το 2014, η Alpha Bank στο 31% το 2018, από 37% το 2015 και 33% το 2014 και η Τρ. Πειραιώς στο 37% το 2018, έναντι 40% το 2015 και 39,6% το 2014.
Αυτό σημαίνει ότι η διαχείριση θα φέρει περιορισμένα αποτελέσματα στην πρώτη τριετία, καθώς τα NPLs θα υποχωρήσουν σε επίπεδα 2014.
Στόχος των τραπεζών είναι να μειώσουν σε βιώσιμο επίπεδο, ήτοι κάτω από 15% τα NPLs σε βάθος επταετίας, με τον μεγαλύτερο όγκο της διαχείρισης να τοποθετείται μετά το 2018, ανάλογα πάντα με τις συνθήκες. Οι επενδυτικοί οίκοι περιμένουν να δουν την στρατηγική που θα ακολουθήσουν οι τράπεζες και τους στόχους που θα θέσει η ΤτΕ. Σε αυτό το πλαίσιο, η ανησυχία των αναλυτών αφορά στο κατά πόσο οι τράπεζες θα έχουν τη δυνατότητα να «επιλέξουν» τα NPLs που θα ρυθμίσουν ή θα αναγκαστούν, λόγω των στόχων της ΤτΕ, να κινηθούν πιο επιθετικά με αμφίβολα αποτελέσματα. Επίσης, άγνωστο παραμένει το αν οι ανωτέρω παράγοντες θα οδηγήσουν σε κέρδη ή σε ζημίες.
Ωστόσο, ειδικά σε ότι αφορά τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, οι τραπεζικές διοικήσεις έχουν... .διαφορετική άποψη, εκτιμώντας ότι με δεδομένο ότι η ελληνική οικονομία θα επανέλθει σε τροχιά ανάκαμψης στο δεύτερο εξάμηνο του 2016, ο ρυθμός μείωσης των NPLs θα είναι πολύ μεγαλύτερος. Οι τράπεζες υποστηρίζουν ότι έχουν τη δυνατότητα να μειώσουν το ποσοστό των «κόκκινων» δανείων κάτω από 20% μέσα στην επόμενη πενταετία.
Από τα ιστορικά υψηλά επίπεδα, η πιστωτική συρρίκνωση των τελευταίων ετών οδήγησε τα δανειακά υπόλοιπα των τραπεζών σε μείωση της τάξης των 55 δισ. ευρώ. Οι εκτιμήσεις της HSBC αναφέρουν ότι η πιστωτική επέκταση δεν θα... πάρει μπροστά πριν από το 2018. Όπως προβλέπει ο οίκος, τα επιχειρηματικά δάνεια θα αρχίσουν να αυξάνονται προς τα τέλη του 2017, ωστόσο τα στεγαστικά θα κινηθούν πτωτικά ακόμα και μέσα στο 2018. Πιέσεις στην πιστωτική επέκταση εκτιμάται ότι θα ασκηθούν και από τις διεθνείς δραστηριότητες των ελληνικών τραπεζών.