Η επιχειρηματική κοινότητα χτυπά δυνατά και σταθερά την καμπάνα του συναγερμού για την χαμένη χρονιά που προδιαγράφεται στην οικονομία, αλλά οι προειδοποιήσεις της βρίσκουν σε τοίχο.
Χθες ήταν η ΓΣΕΒΕΕ που μίλησε για επιστροφή στις χειρότερες μέρες της κρίσης με 20.000 επικείμενα λουκέτα μικρομεσαίων και 55.000 θέσεις εργασίας σε κίνδυνο. Τις προάλλες ο ΣΕΒ που εμφατικά επιμένει να διεκδικεί φιλικότερο περιβάλλον για επενδύσεις με συγκεκριμένα μέτρα και κίνητρα. Μόλις τον Δεκέμβριο ο ΙΟΒΕ που υπογράμμισε την ανάγκη να δημιουργηθεί το περιβάλλον ώστε να έρθουν έστω και 25 μεγάλες επενδύσεις στη χώρα με 1000 θέσεις εργασίας η κάθε μία για να αλλάξει το κλίμα.
Τις ανάγκες τις ξέρουμε, ηχούν κάθε φορά σαν αναμασήματα, όμως το πρόβλημα είναι πως κανείς στην κυβέρνηση δεν θέλει να δώσει λύσεις. Είναι ίσως η πρώτη κυβέρνηση στην Ιστορία που έχει πέντε υπουργούς και δύο υφυπουργούς μαζί με τα επιτελεία τους, αρμόδιους για την προσέλκυση επενδύσεων (Τσακαλώτος, Σταθάκης, Δραγασάκης, Παππάς, Σκουρλέτης, Τζάκρη, Χαρίτσης), και παρ' όλα αυτά στον τομέα των επενδύσεων δεν κινείται σχεδόν τίποτα. Αν εξαιρέσει κανείς δύο-τρεις εμβληματικές ιδιωτικοποιήσεις όπως ο ΟΛΠ και τα αεροδρόμια που προχώρησαν λόγω μνημονίου, και την μεγάλη επένδυση για τον αγωγό του TAP, κατά τα άλλα δεν κινείται φύλλο σε μια οικονομία που υποτίθεται πως έχει φτηνά assets και εργατικά χέρια για επενδύσεις.
Σαφώς και φταίει η κρίση, το ρίσκο της χώρας, τα capital controls, η προβληματική τραπεζική χρηματοδότηση, τα χρέη, τα φορολογικά μέτρα και η αξιολόγηση που σέρνεται εδώ και έξι μήνες με ευθύνη και των δανειστών της χώρας. Αλλά αυτές ακριβώς είναι οι αδυναμίες που θα έπρεπε από την πρώτη στιγμή να έχει κινήσει γη και ουρανό για να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά η κυβέρνηση οικοδομώντας ένα περιβάλλον πιο φιλικό για να επενδυθούν χρήματα στη χώρα.
Αντ' αυτού διαπιστώνεται μια αδικαιολόγητη βραδύτητα ακόμη και στα βασικά από όλα τα αρμόδια υπουργεία. Η νέα γενιά των επιχειρηματιών που είναι ακόμη ζωντανοί στην Ελλάδα, δεν ζητούν επιδοτήσεις και ζεστό χρήμα στην τσέπη γιατί ξέρουν ότι δεν θα τα πάρουν. Ζητούν όμως κίνητρα και ευκαιρίες που δεν θα έχουν δημοσιονομικό κόστος αλλά θα κάνουν την καθημερινότητά τους ευκολότερη. Κίνητρα φορολογικά, κίνητρα χρηματοδοτικά, κίνητρα για τη διευκόλυνση της λειτουργίας τους, κίνητρα για την ταχύτητα απονομής της δικαιοσύνης. Κίνητρα τέλος πάντως που δεν θα επιβαρύνουν κανέναν άλλο γύρω τους, αλλά θα τους δώσουν λόγους να μείνουν και να επενδύσουν στη χώρα.
Σε μια οικονομία όπου το μεγαλύτερο της πρόβλημα είναι η υποχρηματοδότηση και η ύφεση, αυτή της στιγμή «εκεί έξω» δεν υπάρχει κανένα άλλο χρηματοδοτικό εργαλείο εκτός από το ΕΣΠΑ που ξεκίνησε μετά κόπων και βασάνων τον προηγούμενο μήνα, το οποίο να παροτρύνει κάποιον να κάνει μια επένδυση.
Ο Επενδυτικός Νόμος που θα έπρεπε να είναι διαθέσιμος ως βασικό εργαλείο για την ανάπτυξη εδώ και τουλάχιστον δύο χρόνια, ακόμη γράφεται και σβήνεται από την κυβέρνηση και την Κομισιόν χωρίς να υπάρχει η παραμικρή ένδειξη αν και πότε θα δοθεί σε διαβούλευση, πότε θα έρθει στη Βουλή, πότε θα ψηφιστεί και πότε θα τεθεί έστω και για τα μάτια του κόσμου σε ισχύ. Καλό 2017 δηλαδή.
Η τύχη του περιβόητου επενδυτικού πακέτου «Γιουνκέρ» ύψους 300 δισ. ευρώ για την χρηματοδότηση έργων υποδομής στην Ευρωπαϊκή Ένωση μέσω του Ευρωπαϊκού Ταμείου Στρατηγικών Επενδύσεων, αγνοείται για την Ελλάδα. Τα σχέδια που είχαν γίνει από τους προηγούμενους πετάχτηκαν στον κάλαθο των αχρήστων ως μη αποδεκτά, αλλά καινούρια δεν έχουν καταρτιστεί ακόμη από το αρμόδιο υπουργείο Ανάπτυξης και ας πανηγυρίζαμε το καλοκαίρι ότι μπορούμε να πάρουμε 35-40 δις. ευρώ. «Σε κάποιες χώρες, υπάρχει, ας το πούμε, έλλειψη έμπνευσης ή θέλησης για να παραχθούν ιδέες για έργα» ήταν το δηκτικό σχόλιο του αντιπροέδρου της Κομισιόν Γιούρκι Κατάϊνεν σε σχετική ερώτηση της ευρωβουλευτού Μαρίας Σπυράκη. Την ίδια ώρα σε 22 χώρες από τις 28 της Ε.Ε έχουν κινητοποιηθεί συνολικά 71,1 δισ. ευρώ από το χρηματοδοτικό πακέτο, όταν η Ελλάδα δεν έχει στείλει καν ακόμη κατάλογο προτεινόμενων έργων.
Και τα ερωτήματα δεν σταματούν εδώ. Το περιβόητο «αναπτυξιακό σχέδιο» της χώρας (Greek Development Plan) είναι η μόνη μνημονιακή υποχρέωση για την «ανάπτυξη» που συμπεριελήφθη όλη κι όλη στο τρίτο πρόγραμμα. Έπρεπε βάσει προγράμματος να είναι έτοιμο για να παρουσιαστεί τον Μάρτιο, μετατέθηκε για τον Απρίλιο, κι ακόμη δεν έχουμε μάθει τίποτα για το πώς οραματίζεται η κυβέρνηση και οι φορείς που θα συνεργαστούν μαζί της, την Ελλάδα του 2021. Το αναπτυξιακό σχέδιο έχει γίνει ένα τενεκεδάκι στα πόδια των αρμοδίων που το κλοτσούν όλο και πιο μακριά παρότι ακόμη και ως έκθεση ιδεών θα ήταν πολύ χρήσιμη για να μπουν οι βάσεις των αυριανών επενδύσεων στον ενεργειακό τομέα, τα logistics, τον αγροδιατροφικό κλάδο, ή όπου αλλού θεωρείται ότι αυτή η χώρα έχει συγκριτικά πλεονεκτήματα και μπορεί να κινητοποιήσει τις απαιτούμενες επενδύσεις των 110 δισ. ευρώ την επόμενη πενταετία για να δημιουργήσει ως και 640.000 θέσεις εργασίας όπως προέβλεπαν οι καλοπληρωμένοι σύμβουλοι της McKinsey.
Μέσα στο πρώτο τρίμηνο του 2016 η κυβέρνηση είχε «υποσχεθεί» και την ίδρυση της περιβόητης Αναπτυξιακής Τράπεζας ως επιπρόσθετο εργαλείο κινητοποίησης κεφαλαίων για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Ούτε σε αυτό τον τομέα το οικονομικό επιτελείο έχει κινητοποιηθεί, παρά τις εξαγγελίες για αξιοποίηση του Εθνικού Ταμείου Επιχειρηματικότητας και Ανάπτυξης και του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων.
Δεν είναι μόνο η Αναπτυξιακή Τράπεζα που έχει μείνει πίσω, αλλά συνολικά το σχέδιο που πολλάκις εξαγγέλθηκε από την κυβέρνηση δια στόματος του αντιπροέδρου της Γιάννη Δραγασάκη. Σχέδιο που αφορά στη δημιουργία ενός «παράλληλου τραπεζικού συστήματος» μέσω της στήριξης των συνεταιριστικών τραπεζών και της ίδρυσης τοπικών ή κλαδικών αναπτυξιακών τραπεζών, οι οποίες θα μπορούσαν να υποστηρίξουν χρηματοδοτικά μικρότερες εταιρείες και τοπικές οικονομίες.