Στοχευμένες σε όσους ελεύθερους επαγγελματίες εμφανίζουν συστηματικά εξαιρετικά χαμηλά εισοδήματα, μετακυλίοντας με αυτόν τον τρόπο τα βάρη στους λοιπούς συνεπείς φορολογούμενους, είναι οι ρυθμίσεις που περιλαμβάνονται στο φορολογικό νομοσχέδιο το οποίο παρουσίασε την Τρίτη ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Κωστής Χατζηδάκης.
Με το νέο νομοσχέδιο, κάθε ελεύθερος επαγγελματίας θα πρέπει για τα φετινά εισοδήματα να δηλώσει από το 2024, ελάχιστο φορολογητέο εισόδημα 10.920 ευρώ, όσο ακριβώς το εισόδημα μισθωτού του ιδιωτικού τομέα που αμείβεται με τον κατώτατο μισθό.
Όπως τονίζεται από το υπουργείο, σε σύνολο 735.320 ελεύθερων επαγγελματιών, οι 138.000 θα έχουν μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης κατά 560 ευρώ κατά μέσο όρο ο καθένας, οι 124.000 δεν θα έχουν επιβάρυνση ή ελάφρυνση και οι 473.000 θα πληρώσουν μεγαλύτερο φόρο, κατά μέσο όρο 1.444 ευρώ ο καθένας.
Τι όμως γίνεται σε άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης; Το Liberal παρουσιάζει τι ακριβώς ισχύει για τη φορολόγηση των ελεύθερων επαγγελματιών στο Βέλγιο, την Ιταλία και την Γαλλία.
Βέλγιο
Οι αυτοαπασχολούμενοι κλπ υπάγονται σε φορολόγηση με βάση την αρχική εμπρόθεσμη ετήσια δήλωση που υποβάλλουν και τα κέρδη (ή ζημία) που δηλώνονται.
Σε περίπτωση εκπρόθεσμης ή μη υποβολής δήλωσης, η φορολογική αρχή προβαίνει σε οίκοθεν προσδιορισμό φορολογητέου εισοδήματος με αντικειμενικό (τεκμαρτό τρόπο) υιοθετώντας μία από τις παρακάτω προσεγγίσεις που προβλέπονται στο Βέλγικο ΚΦΕ:
(α) Προσδιορισμός φορολογητέων κερδών με βάση συγκριτικά δεδομένα άλλων φορολογουμένων (τουλάχιστων τριών) με ομοειδές αντικείμενο, ή,
(β) Για ορισμένες κατηγορίες επαγγελμάτων/ΚΑΔ ο προσδιορισμός φορολογητέων κερδών δύναται να γίνει με βάση τεκμαρτό συντελεστή καθαρού κέρδους που συμφωνείται ετησίως μεταξύ της οικείας επαγγελματικής ένωσης και της Βελγικής φορολογικής διοίκησης ή με βάση πρόταση της οικείας επαγγελματικής ένωσης για τον τεκμαρτό προσδιορισμό του φορολογητέου εισοδήματος του φορολογουμένου.
(γ) Σε κάθε περίπτωση το ελάχιστο ετήσιο φορολογητέο εισόδημα με βάση (α) και (β) ορίζεται σε € 19.000, δυνάμενο να αναθεωρηθεί αυξητικά για ορισμένες κατηγορίες επαγγελμάτων/ΚΑΔ
(δ) Μετά την υποβολή δήλωσης με πραγματικά εισοδήματα ή αντικειμενικό προσδιορισμό βάση (α), (β) και (γ) η φορολογική αρχή δύναται να προβεί σε προσαύξηση εισοδήματος βάσει (τεκμηρίων) λόγω δαπανών διαβίωσης ή περιουσιακών κριτηρίων.
Ιταλία
Η Ιταλική φορολογική νομοθεσία προβλέπει τα ακόλουθα καθεστώτα φορολόγησης αυτοαπασχολουμένων κλπ.
Kανονικό καθεστώς με προοδευτικό συντελεστή 23%- 43%.
Το φορολογητέο κέρδος (ή ζημία) που δηλώνεται ετησίως προκύπτει λογιστικά και φορολογείται με την προοδευτική κλίμακα 23-43% που ισχύει για όλα τα εισοδήματα φυσικών προσώπων.
Eνιαίος συντελεστής 15% (καθεστώς κατ’ αποκοπή φορολόγησης – “regime forfettario”).
Με βάση το καθεστώς της κατ’ αποκοπή φορολόγησης, τα μικτά έσοδα από ελευθέριο επάγγελμα, αυτοαπασχόληση ή ατομική επιχείρηση, δηλ. τα τιμολογηθέντα έσοδα, πολλαπλασιάζονται με έναν συντελεστή αποδοτικότητας, o oποίος ουσιαστικά αποτελεί τεκμαρτό συντελεστή κερδοφορίας.
Ο συντελεστής αποδοτικότητας προσδιορίζεται με βάση τον Κωδικό Αριθμό Δραστηριότητας (KAΔ – “ATECO”).
Ο πολλαπλασιασμός μικτών εσόδων με τον τεκμαρτό, κατά δραστηριότητα, συντελεστή κερδοφορίας, μετά την αφαίρεση των ασφαλιστικών εισφορών δίνει το φορολογητέο εισόδημα, προς περαιτέρω εφαρμογή του ενιαίου συντελεστη 15% (ή 5% για νέους επιτηδευματίες κατά τα 5 πρώτα έτη από την έναρξη).
Το καθεστώς της κατ’ αποκοπή φορολόγησης εφαρμόζεται για ακαθάριστα έσοδα μέχρι € 65.000 ετησίως. Υπέρβαση του ορίου οδηγεί σε εφαρμογή του κανονικού καθεστώτος.
Στην Ιταλία δύνανται να εφαρμοστούν (μετά την υποβολή της δήλωσης) τεκμήρια διαβίωσης/περιουσίας για προσδιορισμό τυχόν προσαύξησης εισοδήματος.
Γαλλία
Για αυτοαπασχολούμενους κλπ. με κύκλο εργασιών άνω των € 77.700 (€ 188.700 για εστίαση, παροχή καταλύματος κλπ) το φορολογητέο εισόδημα που δηλώνεται προσδιορίζεται αποκλειστικά με λογιστικό τρόπο και μετά εμπίπτει κατά περίπτωση στην οικεία κλίμακα με βάση το αν η δραστηριότητα του φορολογούμενου είναι Βιομηχανική/Εμπορική(BIC), μη Εμπορική (ΒΝC – όπως πχ. οι δικηγόροι και άλλα ρυθμιζόμενα επαγγέλματα), αγροτική (ΒΑ) ή από ακίνητη περιουσία.
Για δηλούμενο κύκλο εργασιών μέχρι τα παραπάνω όρια προσδιορίζεται τεκμαρτός (κατά κατηγορία δραστηριότητας) συντελεστής δαπανών (μεταξύ 50% και 87%) που εφαρμόζεται στον κύκλο εργασιών μετά την αφαίρεση του οποίου το προκύπτον κέρδος φορολογείται με την οικεία κλίμακα.
Mειωμένοι κατά 50% συντελεστές φόρου και εισφορών κοινωνικής ασφάλισης δύνανται να ισχύουν για εισοδήματα μέχρι € 26.000.