Τι σημαίνουν για την Ελλάδα οι αποφάσεις του Draghi

Τι σημαίνουν για την Ελλάδα οι αποφάσεις του Draghi

Των Κωνσταντίνου Μαριόλη, Βασίλη Γεώργα

Η χρονική και ποσοτική επέκταση του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης (QE) αποτελεί μία μεγάλη ευκαιρία για την ελληνική οικονομία, αν και η χθεσινή απόφαση της ΕΚΤ, έχει σύμφωνα με αναλυτές, περισσότερο… ιταλικό άρωμα.

Η Ελλάδα έχει πλέον περιθώριο ένταξης στο QE τουλάχιστον μέχρι τον ερχόμενο Δεκέμβριο, γεγονός που ενώ από τη μια εξασφαλίζει περισσότερο χρόνο για να συνεχιστούν οι διαπραγματεύσεις με τους δανειστές, από την άλλη καθιστά επιτακτική την ανάγκη ταχείας ολοκλήρωσης της δεύτερης αξιολόγησης ώστε η ένταξη στην ποσοτική χαλάρωση να γίνει γρήγορα και να αποδώσει τα μεγαλύτερα δυνατά οφέλη.

Κάθε ημέρα που περνάει χωρίς συμφωνία και οποιαδήποτε νέα καθυστέρηση, εμποδίζει την επιστροφή στην ομαλότητα. Διότι στην περίπτωση που ο Mario Draghi δώσει το πράσινο φως για αγορά ελληνικών τίτλων στο πλαίσιο του QE, ανοίγει διάπλατα ο δρόμος για να εξομαλυνθούν σταδιακά οι συνθήκες. Και μόνο το γεγονός ότι το QE μπορεί να οδηγήσει σε άνοδο των περιουσιακών στοιχείων των τραπεζών και των επιχειρήσεων και παράλληλα σε μείωση του κόστους δανεισμού τους από τις αγορές ενώ αποτελεί προϋπόθεση για να αρχίσει το Δημόσιο την προετοιμασία δοκιμαστικής έκδοσης ομολόγων προς τα τέλη του 2017, αρκεί για να γίνει κατανοητή η σημασία αποφυγής νέων καθυστερήσεων.

Τρία είναι τα βασικά σημεία που καταδεικνύουν ότι οι χθεσινές αποφάσεις του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ διαμορφώνουν ένα παράθυρο ευκαιρίας για τις τράπεζες, τις επιχειρήσεις  και το σύνολο της οικονομίας:

α) η χρονική επέκταση του προγράμματος,

β) η αύξηση του συνολικού όγκου αγορών, και

γ) η χαλάρωση των κριτηρίων επιλεξιμότητας.

Το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της ΕΚΤ έληγε βάσει του προηγούμενου σχεδιασμού τον ερχόμενο Μάρτιο. Έτσι, ακόμη και στην περίπτωση που η κυβέρνηση κατέληγε σε συμφωνία με τους εκπροσώπους των δανειστών για την ολοκλήρωση της αξιολόγησης μέσα στον Ιανουάριο, το… παράθυρο ευκαιρίας θα ήταν τόσο στενό που θα περιόριζε σημαντικά το ποσοτικό όφελος. Είναι ενδεικτικό, ότι το όφελος για τις ελληνικές τράπεζες υπολογιζόταν χαμηλότερα των 500 εκατ. ευρώ αν η αξιολόγηση έκλεινε άμεσα.

Με την απόφαση παράτασης του προγράμματος έως τον Δεκέμβριο του 2017, η ΕΚΤ διευρύνει τον ισολογισμό της κατά 540 δισ. ευρώ, από τη στιγμή που θα αγοράζει μηνιαίως έως και 60 δισ. ευρώ για 9 μήνες. Παρότι οι μηνιαίες αγορές μειώνονται από τον Απρίλιο του 2017 και έπειτα στα 60 από 80 δις. ευρώ, η ΕΚΤ διοχετεύει στην ουσία περισσότερη ρευστότητα. Αναλυτές σημειώνουν πως όσο μεγαλύτερο είναι το διάστημα που η χώρα μας θα βρίσκεται στο QE τόσο μεγαλύτερα θα είναι και τα οφέλη, κυρίως σε επίπεδο ψυχολογίας και βελτίωσης των συνθηκών.

Ο ορατός κίνδυνος όσο καθυστερεί η ένταξη στο QE είναι να αποδώσουν οι αφόρητες πιέσεις που δέχεται η ΕΚΤ από το Βερολίνο ώστε να περιορίσει την ένταση του προγράμματος. Αν κάτι τέτοιο λ.χ συμβεί το ερχόμενο Φθινόπωρο  όπως εκτιμούν πολλοί αναλυτές, το όφελος για την Ελλάδα θα είναι περιορισμένο.

Επιπλέον απόφαση της ΕΚΤ να κάνει δεκτά τα ομόλογα διάρκειας χαμηλότερης των δύο ετών μεγαλώνει τη δεξαμενή των επιλέξιμων τίτλων, με αποτέλεσμα να αυξάνεται ακόμη περισσότερο το όφελος της συμμετοχής για τους εναπομείναντες μήνες εφαρμογής του προγράμματος.

Το όφελος μπορεί να είναι ακόμη μεγαλύτερο στην περίπτωση που ο Ιταλός κεντρικός τραπεζίτης αποφασίσει νέα επέκταση του QE ανάλογα με τις εξελίξεις, ένα ενδεχόμενο που άφησε… ορθάνοιχτο κατά τη χθεσινή συνέντευξη τύπου, επιχειρώντας να διαψεύσει τις εκτιμήσεις ότι με τις αποφάσεις του ξεκίνησε κάποιου είδους «tapering».

Με βάση τις εκτιμήσεις έχουν διατυπώσει μέχρι σήμερα αναλυτές, το ποσό της συνολικής εξαγοράς ελληνικών τίτλων στο πλαίσιο του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης υπολογίζονταν ότι θα έφτανε τα 4,2 δισ. ευρώ. Η επέκταση του προγράμματος πέραν του Μαρτίου 2017 ανεβάζει αυτό το ποσό σε 5 δισ. ευρώ, πάντα σε συνάρτηση με το χρόνο που θα ξεκινήσει να συμπεριλαμβάνει την Ελλάδα.

Υπό την προϋπόθεση ότι η αξιολόγηση θα ολοκληρωθεί μέχρι τον Φεβρουάριο και θα συνοδευτεί από θετική ανάλυση της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους από την ΕΚΤ, το δημόσιο θα μπορούσε να δει πιο ξεκάθαρα την προετοιμασία για μια προσπάθεια δανεισμού απευθείας από τις αγορές. Έστω και μέσω μιας ή περισσότερων «δοκιμαστικών» εκδόσεων, που με βάση ορισμένες εκτιμήσεις τοποθετείται προς το τέλος του α' εξαμήνου του 2017 και λίγο πριν της γερμανικές εκλογές. Με τον τρόπο αυτό σχεδιάζεται να παρουσιαστεί ως «επιτυχία» του προγράμματος προσαρμογής για να δώσει έτσι πόντους  στην κυβέρνηση Μέρκελ η οποία αυτή την περίοδο επιχειρεί να δεσμεύσει την Ελλάδα σε μακροχρόνια πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ.

Από την πλευρά τους, οι τράπεζες αναμένεται να δουν σημαντική βελτίωση στις συνθήκες χρηματοδότησης, εφόσον οι θετικές εξελίξεις οδηγήσουν σε αναβάθμιση της αξιολόγησης τόσο της χώρας όσο και των τραπεζών. Αυτό με τη σειρά του θα πιέσει περισσότερο τις αποδόσεις των ομολόγων αυξάνοντας έτσι την αξία των χαρτοφυλακίων των τραπεζών και δίνοντάς τους τη δυνατότητα να δανειστούν κεφάλαια από τους διεθνείς επενδυτές όπως έγινε το 2014.

Εν συνεχεία, η βελτίωση του κλίματος και ο περιορισμός του ρίσκου για την ελληνική οικονομία,  θα έχει άμεσο αντίκτυπο και στις επιχειρήσεις, αλλάζοντας το σκηνικό σε ότι αφορά τη ρευστότητα και στο κόστος κεφαλαίου.

  Όλα αυτά συνεπάγονται βελτίωση των προοπτικών για την οικονομία και σταδιακή… επανένταξη της Ελλάδας στα ραντάρ των διεθνών επενδυτών, όταν σήμερα η έλλειψη επενδυτικού ενδιαφέροντος προκαλεί ασφυξία.

Διαβάστε ακόμη:

- ΕΚΤ: Επέκταση του QE ακόμη και μετά το Δεκέμβριο του 2017 αν χρειαστεί