Την Παρασκευή 21 Απριλίου, ο μεγαλύτερος οίκος αξιολόγησης Standard & Poor’s έχει προγραμματίσει να αξιολογήσει το ελληνικό αξιόχρεο. Δίνοντας από πέρσι τον Απρίλιο βαθμολογία «ΒΒ+», αρκεί η αναβάθμιση κατά ένα σκαλοπάτι για να ανακτήσει η χώρα μας την πολυπόθητη επενδυτική βαθμίδα. Μία τέτοια εξέλιξη – αν και δεν αποτελεί το πιθανότερο σενάριο – θα επανέφερε στην ουσία την ελληνική οικονομία στο status που διέθετε πριν τη χρεοκοπία του 2010 και την προσφυγή στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Τι συνεπάγεται αυτό; Μεγαλύτερες εισροές ξένων επενδυτικών κεφαλαίων και καλύτερες συνθήκες χρηματοδότησης για το ελληνικό δημόσιο, τις επιχειρήσεις αλλά και τα νοικοκυριά. Σε μία συγκυρία, μάλιστα, που το χρήμα γίνεται ολοένα πιο ακριβό, η επιστροφή στα επενδυτικά «σαλόνια» είναι επιβεβλημένη. Σε μία εποχή, επίσης, που τα κρατικά χρέη αυξάνονται και οι ειδικοί κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για μπαράζ υποβαθμίσεων και κρατικών χρεοκοπιών, η αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας αποκτά ακόμη μεγαλύτερη σημασία.
Με άλλα λόγια, η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας θα σημάνει το τέλος της απαξίωσης για την Ελλάδα και τα ελληνικά assets. Οφέλη θα έχουν όλοι, από το χρηματιστήριο, μέχρι τα κρατικά και εταιρικά ομόλογα, αλλά και τα νοικοκυριά. Για το Χρηματιστήριο της Αθήνας, το σημαντικό είναι ότι όσο η Ελλάδα αξιολογείται σε «junk», τόσο ως αγορά βρίσκεται έξω από τα ραντάρ των περισσότερων μακροπρόθεσμων επενδυτών, οι οποίοι δεσμεύουν τα χρήματά τους για πολλά χρόνια και μόνο σε assets που βρίσκονται στην επενδυτική βαθμίδα.
Για το ελληνικό δημόσιο, η πρώτη και βασική εξέλιξη είναι θα μπορεί να δανείζεται από τις αγορές με καλύτερους όρους αλλά και να προσελκύει καλύτερης ποιότητας επενδυτές. Μπορεί τα επιτόκια να αυξάνονται αλλά πρώτον αυτό δεν θα συμβαίνει για πάντα και δεύτερον, αυτό που έχει σημασία είναι ότι θα μειωθεί το spread με τα γερμανικά ομόλογα. Αρκεί να σκεφτούμε ότι κατά τη διάρκεια της περασμένης δεκαετίας, η μεγάλη πλειονότητα των επενδυτών που «έβλεπαν» Ελλάδα ήταν hedge funds που κυνηγούσαν προβληματικά assets.
Το πιθανότερο, βέβαια, είναι η αναβάθμιση να έρθει μετά τις εκλογές, κάτι που έχει επανειλημμένα τονίσει το Liberal, αλλά και μας υπενθύμισε προχθές η JPMorgan σε έκθεσή της. Οι αναλυτές της αμερικανικής τράπεζας σημειώνουν το σχεδόν αυτονόητο, ότι η πολιτική αβεβαιότητα που συνοδεύει την εκλογική αναμέτρηση της 21ης Μαΐου είναι αρκετή για να μεταφερθεί χρονικά η αναβάθμιση του ελληνικού αξιόχρεου από την S&P. Σύμφωνα με την JPMorgan, πρώτα θα ξεκαθαρίσει το τοπίο αναφορικά με τη σύνθεση της επόμενης κυβέρνησης και μετά οι οίκοι αξιολόγησης θα κρίνουν αν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την ύπαρξη μιας σταθερής κυβέρνησης και ταυτόχρονα για τη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων, της δημοσιονομικής σύνεσης και των πολιτικών που προσελκύουν επενδύσεις.
Στη διεθνή επενδυτική κοινότητα κυριαρχεί η άποψη ότι η Ελλάδα θα είχε ανακτήσει την επενδυτική βαθμίδα αν δεν είχε ξεσπάσει η πανδημία, που σημαίνει ότι πληρούσε τις περισσότερες προϋποθέσεις. Υπήρχαν βέβαια ορισμένα ανοιχτά ζητήματα ενώ η πανδημία επιδείνωσε στη συνέχεια τη δημοσιονομική θέση της χώρας. Παρ’ όλα αυτά, την τελευταία διετία η ελληνική οικονομία έχει ξεπεράσει με τις επιδόσεις της κάθε προσδοκία, το 2022 αναμένεται να κλείσει με μηδενικό έλλειμμα, το 2023 το πρωτογενές πλεόνασμα θεωρείται δεδομένο, την ώρα που οι τράπεζες έχουν μειώσει σημαντικά τους δείκτες κόκκινων δανείων και η υλοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης προχωρά με ταχύτατους ρυθμούς.
Επομένως τι μένει; Η πολιτική σταθερότητα που θα διασφαλίσει ότι όλα αυτά θα συνεχιστούν. «Αν έπρεπε να μαντέψω το πότε θα ανακτήσει η Ελλάδα την επενδυτική βαθμίδα θα έλεγα στις 4 Αυγούστου από τον γερμανικό οίκο Scope, υπό την προϋπόθεση ότι θα έχει σχηματιστεί ισχυρή κυβέρνηση που θα δεσμεύεται να συνεχίσει τις μεταρρυθμίσεις», σχολιάζει στο liberal, ξένος αναλυτής. Όμως η Scope δεν συγκαταλέγεται ακόμη στους οίκους που λαμβάνει υπόψη η ΕΚΤ για τη συμμετοχή της Ελλάδας στα διάφορα προγράμματα χρηματοδότησης.
Γι’ αυτό και η JPMorgan τοποθέτησε την «επίσημη» ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας προς τα τέλη του 2023 (στις 20/10 η επόμενη αξιολόγηση της S&P) ή στις αρχές του 2024.