Για πέμπτη φορά από τον προηγούμενο Ιούνιο και τέταρτη διαδοχική, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα προχωρήσει στη μείωση των επιτοκίων την Πέμπτη 5/3, με το επιτόκιο αναφοράς να υποχωρεί στο 2,50%. Η απόφαση του διοικητικού συμβουλίου των κεντρικών τραπεζιτών της Ευρωζώνης θεωρείται δεδομένη.
Αυτό που δεν μπορεί να προβλεφθεί είναι η πορεία των επιτοκίων κατά τη διάρκεια του 2025. Διότι η αβεβαιότητα έχει εκτιναχθεί τελευταία σε παγκόσμιο επίπεδο, με τον εμπορικό πόλεμο να βρίσκεται στα πρώτα του στάδια, τους δασμούς να απειλούν με αναθέρμανση του πληθωρισμού και τις ισορροπίες στις χρηματαγορές να είναι εξαιρετικά εύθραυστες.
Τα δεδομένα έχουν ως εξής. Τα στελέχη της ΕΚΤ είχαν αποφασίσει να μειώσουν τα επιτόκια κοντά στο επίπεδο που το επιτόκιο αναφοράς, ήτοι το επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων, θεωρείται «ουδέτερο». Οι αναλυτές της ΕΚΤ έχουν υπολογίσει το εν λόγω επίπεδο μεταξύ 1,75% και 3%, δίνοντας ουσιαστικά μεγάλο περιθώριο ευελιξίας στην Κριστίν Λαγκάρντ.
Όμως είναι ευρύτερα αποδεκτό ότι αφενός το πραγματικό ουδέτερο επιτόκιο βρίσκεται γύρω στο 2% και αφετέρου η οικονομία της Ευρωζώνης χρειάζεται επειγόντως ώθηση καθώς η ζήτηση αδυνατεί να ανακάμψει και οι μεγαλύτερες οικονομίες παλεύουν με την ύφεση.
Σε αυτό το πλαίσιο, η Λαγκάρντ αναμένεται στη συνέντευξη τύπου, που παραδοσιακά ακολουθεί την ανακοίνωση για τα επιτόκια, να αφήσει ανοικτή την πόρτα για ακόμα μεγαλύτερη χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής, χωρίς ωστόσο να δεσμεύεται για τις επόμενες κινήσεις.
Η επικεφαλής της ΕΚΤ θα τονίσει πιθανότατα ότι το μεγαλύτερο μέρος της χαλάρωσης έχει γίνει και ότι τα επιτόκια πλησιάζουν στο ουδέτερο επίπεδο, αναγνωρίζοντας ταυτόχρονα τους κινδύνους για την ανάκαμψη της ευρωπαϊκής οικονομίας και τις πολλαπλές εστίες αβεβαιότητας διεθνώς.
Μια νέα μείωση στο 2,25% τον Απρίλιο και μία ακόμα στο 2% τον Ιούνιο είναι πολύ πιθανό σενάριο αλλά η συνέχεια θα κριθεί από τις οικονομικές – και όχι μόνο – εξελίξεις. Ένα άλλο σενάριο είναι να πατήσει «παύση» η Λαγκάρντ τον Απρίλιο, καθώς η επόμενη απόφαση για τα επιτόκια είναι τον Ιούνιο και τα στελέχη της ΕΚΤ θα έχουν τρεις μήνες να αξιολογήσουν την κατάσταση.
Το μεγάλο ερώτημα είναι αν οι μειώσεις επιτοκίων, που έχουν ήδη γίνει σε διάστημα έξι μηνών, είναι αρκετές για να τονωθεί η ζήτηση και να αντισταθμιστεί η αβεβαιότητα. Κάτι που έως ένα βαθμό θα φανεί στα στοιχεία για τους πρόδρομους οικονομικούς δείκτες της περιόδου Ιανουαρίου-Φεβρουαρίου.
Υπό τις παρούσες συνθήκες, πάντως, δεν θα ήταν παράλογο να εκτιμηθεί ότι τα επιτόκια θα υποχωρήσουν χαμηλότερα ίσως και κάτω από το 2%, προκειμένου η οικονομία της Ευρωζώνης να δεχθεί την πολυπόθητη ώθηση και να αποφευχθούν τα χειρότερα. Μόνο που σε πολιτικό επίπεδο μία τέτοια απόφαση δεν θα είναι εύκολη γιατί απαιτείται η συναίνεση των χωρών του πυρήνα, οι οποίες μέχρι στιγμής δέχονται με δυσκολία τις διαδοχικές μειώσεις.
Είναι αλήθεια ότι όσο τα επιτόκια πλησιάζουν προς το επίπεδο στο οποίο θεωρούνται «ουδέτερα», τόσο διαιρείται το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ και μία ομόφωνη απόφαση θα είναι ακόμα πιο δύσκολο να επιτευχθεί μετά την αυριανή συνεδρίαση. Το υποδηλώνουν πρόσφατα σχόλια του προέδρου της Bundesbank, Γιόακιμ Νάγκελ, του Βέλγου Πιερ Βουνς και της Γερμανίδας Ίζαμπελ Σνάμπελ.
Ενδεχομένως, λοιπόν, η αυριανή να είναι η τελευταία συνεδρίαση της ΕΚΤ που οι δεδομένες διαφωνίες δεν θα μετουσιωθούν σε ψήφους αντίδρασης. Τα πράγματα θα γίνουν πιο εύκολα για την Λαγκάρντ στην περίπτωση που τα στοιχεία δείξουν περαιτέρω εξασθένηση της οικονομικής δραστηριότητας, κάτι που ήδη έχει αρχίσει να συμβαίνει στις ΗΠΑ.
Η παγκόσμια γεωπολιτική αβεβαιότητα και η απειλή των δασμών πυροδοτούν εντάσεις που επιβαρύνουν το οικονομικό και επενδυτικό κλίμα και εντέλει «σκοτώνουν» την ανάπτυξη. Αν οι συνθήκες συνεχίσουν να επιδεινώνονται, τότε θα καταστεί επιτακτική η ανάγκη νέων μειώσεων.
Σημειώνεται ότι τα στοιχεία για τον πληθωρισμό Φεβρουαρίου, που δημοσιεύτηκαν την περασμένη Δευτέρα, έδειξαν ότι τόσο ο γενικός, όσο και ο δομικός πληθωρισμός υποχώρησαν ελαφρώς κατά 0,1 ποσοστιαία μονάδα έναντι του Ιανουαρίου στο 2,4% και 2,6% αντίστοιχα. Την ίδια ώρα, ο πληθωρισμός των υπηρεσιών εξασθένησε στο 3,7% που είναι χαμηλό δυόμιση ετών. Παρ’ όλα αυτά, για το πρώτο δίμηνο του έτους, η ΕΚΤ προέβλεπε μέσο πληθωρισμό της τάξης του 2,3% και διαμορφώθηκε στο 2,43%, που συνεπάγεται ότι ο στόχος δεν έχει επιτευχθεί.