Σημαντικό προβάδισμα κερδοφορίας έχουν έναντι του διεθνούς ανταγωνισμού οι ελληνικές συστημικές τράπεζες που διατηρούν διψήφιο ποσοστό απόδοσης στο δεύτερο τρίμηνο με βάση τις διαθέσιμες πληροφορίες και εκθέσεις ξένων οίκων, έναντι των ευρωπαϊκών τραπεζών. Μάλιστα στα στοιχεία που αφορούν την απόδοση κεφαλαίων (ROTE) ή και τα έσοδα από τόκους (NII), οι τελευταίες εκθέσεις διεθνών οίκων και ειδικά της Morgan Stanley, ενόψει αποτελεσμάτων δευτέρου τριμήνου, υπαινίσσονται την πιθανότητα θετικών αναθεωρήσεων των μεγεθών τουλάχιστον για κάποιες ελληνικές τράπεζες.
Φαίνεται όμως ότι το υπόλοιπο της χρονιάς μπορεί να είναι πολύ ισχυρότερο από το δεύτερο τρίμηνο, εφόσον προχωρήσει ο νέος δανεισμός επιχειρήσεων μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης και των ευρωπαϊκών προγραμμάτων σε συνδυασμό και με τον επενδυτικό νόμο.
Πρέπει να σημειωθεί, ότι ήδη από το πρώτο τρίμηνο, οι ελληνικές συστημικές τράπεζες, συνέχισαν να ανοίγουν βηματισμό σε σχέση με τις ευρωπαϊκές, στις αποδόσεις των κεφαλαίων τους. Ο μέσος όρος στο τρίμηνο, διαμορφώθηκε περίπου δύο ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερα από το μέσο ευρωπαϊκό μέσο όρο, που σύμφωνα με την ΕΚΤ ήταν στο 9,68% (και αυξημένος από το 7,68% πέρυσι), ενώ το μέσο περιθώριο των επιτοκίων στην Ευρώπη ήταν στο 1,48% στο πρώτο τρίμηνο. Στο δεύτερο τρίμηνο αναμένονται αποδόσεις ROTE κοντά στο 12%.
Με βάση τα στοιχεία της ΕΚΤ και της Ένωσης Ελληνικών Τραπεζών προκύπτει ότι το περιθώριο συνολικού κόστους νέου δανεισμού για ιδιώτες είχε υποχωρήσει στην Ελλάδα (χάρη στα ευρωπαϊκά προγράμματα χρηματοδότησης), από το 3,34% τον Οκτώβριο του 2022 στο 1,96% το Μάρτιο. Αλλά καθώς στην Ευρώπη το μέσο συνολικό κόστος δανεισμού ήταν στο 1,21% οι ελληνικές τράπεζες ξεκινούσαν από υψηλότερη βάση.
Τον Μάρτιο, το μέσο επιτόκιο στα δάνεια νοικοκυριών στην Ελλάδα ήταν 3,79% και στην Ευρώπη στο 3,37% σύμφωνα με την ΕΕΤ. Η εικόνα αυτή όμως επεκτάθηκε τουλάχιστον μέχρι και τον Μάιο, όπου για παράδειγμα το spread επιτοκίων καταθέσεων και δανεισμού στην Ελλάδα ήταν 2,21% έναντι 1,18 της Ευρωζώνης.
Οι αυξήσεις της ΕΚΤ
Με βάση τις παραπάνω ενδείξεις λοιπόν θα πρέπει να αναμένεται υψηλότερο περιθώριο κερδοφορίας και margin (ΝΙΜ), από τις ελληνικές τράπεζες που διατηρούν τη δυναμική τους έχοντας μάλιστα υπολογίσει πολύ χαμηλά και φέτος τις εκτιμήσεις τους σε σχέση με τα επιτόκια της ΕΚΤ που έτρεξαν και κατά τη διάρκεια του δεύτερου τριμήνου.
Η Goldman Sachs υπολογίζει ότι στα επιχειρηματικά δάνεια τα επιτόκια αυξήθηκαν 110 μονάδες βάσης το Μάιο, και 50 μονάδες βάσης για ενυπόθηκα και καταναλωτικά δάνεια.
Να σημειωθεί ότι εντός του τριμήνου στις 10 Μαίου και στις 21 Ιουνίου, οι τράπεζες εφάρμοσαν τα επιτόκια από δύο νέες αυξήσεις της ΕΚΤ κατά 0,25% η κάθε μία. Η πρώτη αύξηση των 25 μονάδων βάσης εφαρμόστηκε για μεγαλύτερο από το μισό διάστημα του τριμήνου με θετική επίπτωση στα έσοδα.
Καθώς στις 31 Ιουλίου ξεκινούν οι ανακοινώσεις αποτελεσμάτων των ελληνικών τραπεζών στο δεύτερο τρίμηνο της χρονιάς, είναι σημαντικό να λάβουμε υπόψη όμως, ότι εμπεριείχε εκτός από τα θετικά στοιχεία και ένα μεγάλο εμπόδιο για εκείνες τις τραπεζικές εργασίες που δημιουργούν ανάπτυξη και μεγάλη κερδοφορία. Το εμπόδιο ήταν οι διπλές εκλογές, οι οποίες αν και επί της ουσίας εξελίχθηκαν και ολοκληρώθηκαν πολύ γρήγορα με πολιτικούς όρους, «κατανάλωσαν» ωστόσο, όλο το δεύτερο τρίμηνο, με τον «προεκλογικό» Απρίλιο και την αβεβαιότητα, την έκπληξη το Μάιο, αλλά και την ανάγκη για νέα προσφυγή στις κάλπες τον Ιούνιο, που παρέτεινε τη σχετική αβεβαιότητα για την πιθανότητα δημιουργίας σταθερής κυβέρνησης.
Τα παραπάνω ενδέχεται να έχουν επηρεάσει για δεύτερο τρίμηνο τα στοιχεία της πιστωτικής επέκτασης των τραπεζών, παρά τη δεδομένη «ουρά» μεγάλων εταιριών, αλλά και ΜμΕ στις τράπεζες, σε αναμονή για τη λήψη δανείων που εμπίπτουν στις ευεργετικές διατάξεις του Ταμείου Ανάκαμψης και του επενδυτικού νόμου σε συνδυασμό με τα ευρωπαϊκά χρηματοδοτικά προγράμματα, στα οποία συμμετέχουν οι τράπεζες παρέχοντας δάνεια σε μικρότερες επιχειρήσεις.
Από την άλλη οι τράπεζες αντιμετώπισαν εξοφλήσεις 1,3 δισ. ευρώ υγιών εταιρικών δανείων έως τον Μάρτιο, που φρενάρισαν την πιστωτική επέκταση και μέρος από τα μελλοντικά έσοδα. Ο όγκος των πιστώσεων έμεινε στο 1,7 δισ. ευρώ λέει η Goldman Sachs.
Κέρδη προκύπτουν βεβαίως και από τη μείωση του κόστους, καθώς τα μειωμένα κόκκινα δάνεια έχουν μειώσει τις απαιτήσεις για προβλέψεις και αποδέσμευσαν κεφάλαια. Ειδικά στο σημείο αυτό να σημειωθεί ότι προβλέπεται από τους οίκους μικρή αύξηση νέων κόκκινων δανείων που συνολικά δεν περιμένουν να ξεπεράσουν τα 50-100 εκατ. ευρώ και δεν έχουν επίπτωση στα αποτελέσματα, όπου η πρόβλεψη των τραπεζών είναι μεγαλύτερη για λόγους ασφαλείας.
Τέλος οι τράπεζες έχουν αυξημένες αποτιμήσεις και πιθανόν κέρδη από τίτλους, με την αύξηση τόσο στις αποτιμήσεις των ομολόγων, όσο και σε αυτές των μετοχών, ενώ η ανάγκη των συντηρητικών κεφαλαίων για εναλλακτικές αποδόσεις έναντι των προθεσμιακών καταθέσεων με τοποθετήσεις σε Αμοιβαία Κεφάλαια και τίτλους του δημοσίου, φέρνει έσοδα από προμήθειες και αμοιβές.