Οι περισσότεροι χρηματιστηριακοί αναλυτές, τόσο από το εσωτερικό όσο και από το εξωτερικό, ελπίζουν, εύχονται και εκτιμούν ότι το 2022 θα είναι η χρονιά των τραπεζικών μετοχών. Μια χρονιά κατά τη διάρκεια της οποίας οι τραπεζικές μετοχές «θα πάρουν το αίμα τους πίσω», θα πρωταγωνιστήσουν και θα αποτελέσουν και πάλι μετά από πολλά - πολλά χρόνια τη λοκομοτίβα του Χρηματιστηρίου Αθηνών.
O πρώτος βασικός παράγοντας για το θετικό αυτό σενάριο, είναι σύμφωνα με τις αναλύσεις, η επίτευξη του στόχου των μονοψήφιων ποσοστών των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, σε σχέση με το σύνολο των τραπεζικών δανείων. Ποιοι είναι αυτοί οι στόχοι; Για την Εθνική Τράπεζα το 8%, για την Alpha Βank το 8%, για την Eurobank το 6% και για την Τράπεζα Πειραιώς το 3%.
Ο δεύτερος βασικός παράγοντας για το θετικό αυτό σενάριο, είναι η αύξηση των καθαρών εσόδων από τόκους, όχι απλά σαν νέα απλό μέγεθος αλλά περισσότερο σαν πιστοποίηση ότι οι τράπεζες επιστρέφουν στο core business τους, στην κυρίαρχη δραστηριότητά τους, που δεν είναι άλλη από τη χρηματοδότηση της οικονομίας.
Ο πρώτος παράγοντας φαίνεται ότι επιτυγχάνεται, παρ’ όλο που αυτό ολοκληρώνεται μέσα από το αμφιλεγόμενο μοντέλο του σχεδίου «Ηρακλής Ι» και «Ηρακλής ΙΙ», που περιλαμβάνει και εγγυήσεις του Ελληνικού Δημοσίου, που θα υπερβούν τα 20 δισ. ευρώ.
Ο δεύτερος παράγοντας προς το παρόν, δείχνει να αγκομαχά, αφού η πιστωτική επέκταση, δηλαδή η χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας δείχνει να χωλαίνει. Πριν από καιρό στο άρθρο με τίτλο «Επιχειρήσεις – Τράπεζες: Ένα δύσκολο tango για δύο», είχαμε αναφέρει ότι παρακολουθούμε ένα διαρκές blame game, δηλαδή ένα διαρκές παιχνίδι επίρριψης και μεταφοράς ευθυνών, ανάμεσα στις επιχειρήσεις και στις τράπεζες.
Με τις επιχειρήσεις να κατηγορούν τις τράπεζες ότι αρνούνται να τις χρηματοδοτήσουν και τις τράπεζες να υποστηρίζουν ότι οι επιχειρήσεις δεν πληρούν τα απαιτούμενα τραπεζικά κριτήρια χρηματοδότησης.
Η ωμή αλήθεια είναι ότι το πρόβλημα έχει ένα όνομα. Και αυτό είναι η ποιότητα των κεφαλαίων των τραπεζών, η πλειονότητα των οποίων δεν είναι πραγματικά κεφάλαια, αλλά λογιστικές εγγραφές που αφορούν μελλοντικούς συμψηφισμούς φορολογικών υποχρεώσεων. Οι τράπεζες οφείλουν να βγάζουν κάθε χρόνο κέρδη ώστε να «συμψηφίζουν» τον φόρο που αντιστοιχεί στα κέρδη.
Και όταν δεν το επιτυγχάνουν, αλλά βγάζουν ζημίες, τότε αντί να συμψηφίζεται ο φόρος, η ζημία μεταφέρεται σε βάθος χρόνου σε μια άλλη οικονομική χρήση, που θα είναι κερδοφόρα. Γι’ αυτόν τον λόγο οι τράπεζες προτιμούν να επενδύουν με ασφάλεια σε τίτλους σταθερού εισοδήματος, δηλαδή σε Ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου, παρά να χορηγούν δάνεια που ενέχουν ένα βαθμό ρίσκου.
Το πρόβλημα αυτό μοιάζει με τον σκύλο που κυνηγάει την ουρά του. Οι τράπεζες προβαίνουν σε οριακές αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου (ΑΜΚ) για να καλύπτουν τους δείκτες που θέτουν οι εποπτικές αρχές. Δεν πραγματοποιούν μεγάλες ΑΜΚ, ώστε να χρηματοδοτήσουν απρόσκοπτα την οικονομία και να οδηγηθούν σε γενναίες κερδοφορίες. Και αυτό διότι δεν έχουν να παρουσιάσουν ισχυρούς δείκτες κερδοφορίας, που να προσελκύουν ισχυρά και μακροπρόθεσμα κεφάλαια.
Έτσι οι τράπεζες δεν μπορούν να παρουσιάσουν κέρδη, διότι δεν έχουν επαρκή και ποιοτικά κεφάλαια, αλλά ταυτόχρονα δεν μπορούν να βρουν κεφάλαια, διότι έχουν το βάρος από την αναβαλλόμενη φορολογία. Όσο δεν λύνεται αυτό το πρόβλημα, η ισχυρή κερδοφορία των ελληνικών τραπεζών θα παραμένει όχι μόνο το μεγάλο ζητούμενο, αλλά και το μεγάλο ερωτηματικό.