Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Μετά την άρνηση των Ιταλών πολιτών να δανείσουν το ιταλικό δημόσιο, οι Ματέο Σαλβίνι και Λουίτζι Ντι Μάιο, βρίσκονται αντιμέτωποι με μία εξέλιξη που μπορεί να αποτελέσει την αφετηρία της «πραγματικής» κρίσης στην Ιταλία. Η αδυναμία της μεγαλύτερης τράπεζας της Ιταλίας να κλείσει κεφαλαιακή τρύπα με «βιώσιμο» επιτόκιο... στριμώχνει την ιταλική κυβέρνηση ενώ συνεχίζονται οι πυρετώδεις διαπραγματεύσεις με την Κομισιόν για την εξεύρεση της χρυσής τομής που θα αποτρέψει μια γενικευμένη κρίση.
Σε μία πρωτοφανή συναλλαγή για μία «παγκοσμίως συστημικά σημαντική» τράπεζα, η UniCredit αναγκάστηκε χθες να πληρώσει επιτόκιο της τάξης του 8% για να δανειστεί 3 δισ. ευρώ. Την έκδοση του 3ετούς ομολόγου κάλυψε εξολοκλήρου το μεγαλύτερο fund ομολόγων στον κόσμο, Pimco, η οποία διαχειρίζεται κεφάλαια άνω του 1 τρισ. δολαρίων. Το «διαστημικό» επιτόκιο έδωσε τροφή στους αναλυτές για αρνητικά σχόλια και ζοφερές προβλέψεις, καθώς βλέπουν τις ιταλικές τράπεζες να δέχονται αλλεπάλληλα χτυπήματα από την άνοδο των spreads.
Τον περασμένο Ιανουάριο, η UniCredit πλήρωσε για για την έκδοση 5ετούς ομολόγου ύψους 1,5 δισ. ευρώ, επιτόκιο 70 μονάδες βάσεις πάνω από το swap rate του ευρώ. Προχθές, η ίδια τράπεζα πλήρωσε επιτόκιο 420 μονάδες βάσης υψηλότερο από το swap rate. Η τράπεζα ήταν υποχρεωμένη να αντλήσει 3 δισ. ευρώ, βάσει του κανόνα που απαιτεί από τις τράπεζες να εκδίδουν τίτλους που μπορούν να χρησιμοποιηθούν στην απευκταία περίπτωση του bail-in.
Ο προβληματισμός είναι έντονος στη Ρώμη καθώς η UniCredit καλείται να «σηκώσει» από τις αγορές 2,4 δισ. ευρώ μέσα στους επόμενους 4 μήνες, με τον κίνδυνο περαιτέρω κλιμάκωσης της έντασης με τις Βρυξέλλες να είναι κάτι παραπάνω από ορατός. Οι ανησυχίες των αναλυτών σχετίζονται με το τρομακτικό πλέον κόστος.
Οι Ιταλοί τεχνοκράτες, όπως ο πρόεδρος της ΕΚΤ, Μάριο Ντράγκι, ο υπουργός Οικονομικών, Τζοβάνι Τρία, και ο στενός σύμβουλος του Σαλβίνι, Τζανκάρλο Τζορτζέτι, γνωρίζουν πολύ καλά ότι το επιτόκιο με το οποίο δανείστηκε η UniCredit δεν πολλαπλασιάστηκε μέσα σε 11 μήνες επειδή η τράπεζα καταστρέφεται αλλά γιατί οι αγορές θεωρούν πλέον την ιταλική αγορά ως αγορά υψηλού κινδύνου.
Ανώτεροι παράγοντες του ιταλικού τραπεζικού κλάδου, όπως ο CEO της Banca BPM, Τζουζέπε Καστάνια, και ο επικεφαλής της Credit Agricole στην Ιταλία, Τζαμπιέρο Μαιόλι, χαρακτηρίζουν το επιτόκιο «εντυπωσιακό», προσθέτοντας παράλληλα ότι σε αυτά τα επίπεδα οι εν λόγω συναλλαγές είναι απαγορευτικές. Αν, λοιπόν, το επιτόκιο είναι απαγορευτικό και η κόντρα Ρώμης-Βρυξελλών συνεχιστεί ή κλιμακωθεί περαιτέρω, τότε οι ιταλικές τράπεζες θα έχουν ένα πολύ δύσκολο έτος μπροστά τους.
Σύμφωνα με την Deutsche Bank, οι επτά μεγαλύτερες ιταλικές τράπεζες είναι υποχρεωμένες να αντλήσουν από τις αγορές κεφάλαια ύψους 45 δισ. ευρώ μέσα στο 2019 για να ανανεώσουν υφιστάμενο χρέος. Αν σε αυτά προστεθούν και τα κεφάλαια που πρέπει να αντικαταστήσουν τα δάνεια των TLTRO, τα συνολικά κεφάλαια ανέρχονται σε 108 δισ. ευρώ.
Η ιταλική κυβέρνηση δεν επιθυμεί να φτάσει στις ευρωεκλογές με οικονομική κρίση και θέλει να αποφύγει ένα τραπεζικό ατύχημα που θα έβλαπτε σοβαρά το προφίλ των λαϊκιστών. Την ίδια ώρα, ωστόσο, οι Σαλβίνι και Ντι Μάιο, επιμένουν ότι δεν πρόκειται να αλλάξουν τον προϋπολογισμό, αν και έχουν ήδη αφήσει ένα παράθυρο ανοιχτό για μικρή υποχώρηση.
Σε απόλυτη συνάρτηση με τις αποδόσεις των ιταλικών κρατικών ομολόγων, τα προβλήματα των τραπεζών και οι δυσμενείς συνθήκες χρηματοδότησης θα παίξουν σημαντικό ρόλο στις αποφάσεις των επόμενων εβδομάδων. Οι πιέσεις από τις αγορές, άλλωστε, θεωρούνται ως ο μοναδικός παράγοντας που μπορεί να οδηγήσει σε «kolotoumba» τους Ιταλούς. Η απόδοση του 10ετούς ιταλικού ομολόγου έχει υποχωρήσει τις τελευταίες ημέρες στο 3,2% από το υψηλό κρίσης του 3,7%, όμως σε κάθε αφορμή το επιτόκιο δανεισμού του ιταλικού δημοσίου εκρήγνυται.
Σύμφωνα με την Capital Economics, τα ιταλικά ομόλογα θα συνεχίσουν να διαπραγματεύονται σαν να ανήκουν στην κατηγορία «junk» με αποτέλεσμα να αναμένεται περαιτέρω άνοδος των αποδόσεων που θα επιφέρει ακόμη μεγαλύτερο πλήγμα στις ιταλικές τράπεζες. Η Capital Economics προβλέπει ότι το spread μεταξύ ιταλικών και γερμανικών τίτλων θα αυξηθεί μέσα στο 2019 στις 350 μονάδες βάσης, από 290 μονάδες βάσης σήμερα.