Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Μπορεί η κατρακύλα των τραπεζικών μετοχών να έχει γίνει... συνήθεια τους τελευταίους – και όχι μόνο - μήνες, ωστόσο από τη στιγμή που η χώρα εισήλθε σε περίοδο παρατεταμένης προεκλογικής πόλωσης και σοβαρής κυβερνητικής αστάθειας, η πτώση αρχίζει να λαμβάνει διαστάσεις κατάρρευσης και πλέον οι τράπεζες χρειάζονται άμεσα ένα θετικό σοκ για να μην επαναληφθούν οι συνθήκες ακραίων αναταράξεων που είδαμε τον περασμένο Οκτώβριο.
Μετά από δύο συνεδριάσεις απωλειών στην αρχή του έτους και ένα μίνι ανοδικό ράλι, ο τραπεζικός δείκτης στο Χρηματιστήριο της Αθήνας έφτασε να καταγράφει κέρδη έως και 3% μέσα στο 2019, τα οποία εξανέμισε με χαρακτηριστική ευκολία από τη στιγμή που ανακοινώθηκε το «διαζύγιο» μεταξύ του Αλέξη Τσίπρα και του Πάνου Καμμένου. Μόνο μέσα σε δύο συνεδριάσεις οι μετοχές των τραπεζών έχασαν σχεδόν το 10% της αξίας τους, αντανακλώντας την τεράστια αβεβαιότητα που συνοδεύει τις πολιτικές εξελίξεις.
Σε μία συγκυρία που οι ελληνικές τράπεζες χρειάζονται όσο ποτέ πολιτική και οικονομική σταθερότητα, η κυβέρνηση επιλέγει να εγκλωβίσει τη χώρα σε μία παρατεταμένη προεκλογική περίοδο έως και 8 μηνών, θέτοντας σε κίνδυνο τις προσπάθειες επίλυσης του προβλήματος των «κόκκινων» δανείων, για το οποίο προωθείται μία κεντρική λύση.
Έτσι όπως έχουν εξελιχθεί τα πράγματα η καλύτερη εξέλιξη θα είναι η άμεση προσφυγή στις κάλπες καθώς εκφράζονται ανοιχτά ανησυχίες για τις εξελίξεις των επόμενων μηνών. Διότι αν το χρηματιστήριο αποτελεί – έστω και λιγότερο από παλαιότερα – τον καθρέφτη της οικονομίας, αυτό που βλέπουμε στη Λεωφόρο Αθηνών είναι ότι οι τζίροι είναι σε επίπεδα απαξίωσης και όλο το ενδιαφέρον βρίσκεται στις τράπεζες.
Χθες, για παράδειγμα, ο κύκλος εργασιών διαμορφώθηκε σε 23,4 εκατ. ευρώ με τις τράπεζες να «σηκώνουν» πάνω από το 50% των συναλλαγών. Άπαντες συμφωνούν πως αν δεν «ξεμπλοκάρουν» οι τράπεζες το ελληνικό χρηματιστήριο δεν θα μπορεί να εισέλθει σε τροχιά ουσιαστικής ανόδου. Αν, μάλιστα, συνεχιστούν οι πιέσεις προς τις τραπεζικές μετοχές είναι δεδομένο πως θα επανέλθουν στο προσκήνιο διάφορα σενάρια – ακραία και μη - για το μέλλον τους.
Δεν είναι μόνο τα «κόκκινα» δάνεια, ούτε η μεγάλη πτώση των μετοχών προς ιστορικά χαμηλά στο χρηματιστήριο. Οι ελληνικές τράπεζες πλήττονται για μία ακόμη φορά καθώς λειτουργούν σε ένα τοξικό περιβάλλον, με αποτέλεσμα να δυσκολεύει η προσπάθειά τους να πείσουν τους επενδυτές ότι αξίζει να επενδύσουν τόσο σε αυτές όσο και στη χώρα μας.
Οι διοικήσεις των εγχώριων ομίλων έχουν αποφασίσει να προχωρήσουν σε ένα ευρύ επενδυτικό κάλεσμα μέσα στους επόμενους μήνες, διοργανώνοντας σχετικές εκδηλώσεις και πραγματοποιώντας κατ'' ιδίαν συναντήσεις με μεγάλους ξένους θεσμικούς, με στόχο να παρουσιάσουν τα πλάνα για την επόμενη τριετία έτσι ώστε να μπορούν να τους... χτυπήσουν την πόρτα.
Οι σχεδιασμοί κινδυνεύουν να βρεθούν στον αέρα καθώς το επενδυτικό ενδιαφέρον αναμένεται να «παγώσει» μέχρι τις βουλευτικές εκλογές, ενώ εκκρεμούν οι αποφάσεις για το αν θα προχωρήσει μια κεντρική λύση τύπου bad bank. Ακόμη όμως και όσον αφορά την κεντρική διαχείριση τίθενται σοβαρά ερωτήματα αφού τα ανοιχτά ζητήματα για μία κυβέρνηση μειοψηφίας είναι πολλά και κρίσιμα.
Επίσης, οι τράπεζες βρίσκονται αντιμέτωπες με τις νέες πιο αυστηρές οδηγίες της ΕΚΤ, βάσει των οποίων θα πρέπει να παρουσιάσουν ένα πλάνο κάλυψης με προβλέψεις όλων των «κόκκινων» δανείων σε βάθος χρόνου. Μία οδηγία που ενδέχεται να ωθήσει τις τράπεζες να προβούν σε ακόμη περισσότερες πωλήσεις για να μην χρειαστούν κεφάλαια, προσθέτοντας ακόμη έναν παράγοντα πίεσης, στο ήδη τεταμένο σκηνικό.
Στις συναλλαγές της Τρίτης, οι τραπεζικές μετοχές έφτασαν ενδοασυνεδριακά να υποχωρούν έως και 10,7% με την Τρ. Πειραιώς και την Eurobank να εμφανίζουν σχετική ανθεκτικότητα. Πλέον, ο τραπεζικός δείκτης έχει συμπληρώσει ένα 4ήμερο πτώσης, με αθροιστικές απώλειες 12,27%. Τα αλλεπάλληλα χτυπήματα έχουν φέρει τον τραπεζικό δείκτη σε απόσταση αναπνοής από το πρόσφατο ιστορικό χαμηλό των 401,29 μονάδων, που σημειώθηκε στις 27 Δεκεμβρίου 2018.