Τσακαλώτος - Στουρνάρας καταγγέλλουν το ΔΝΤ για παραπλάνηση!

Τσακαλώτος - Στουρνάρας καταγγέλλουν το ΔΝΤ για παραπλάνηση!

Ολομέτωπη επίθεση κατά του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου το οποίο κατηγορούν για παραπλανητική παρουσίαση των στοιχείων της Ελλάδας και αδικαιολόγητη απαισιοδοξία στις προβλέψεις του, εξαπολύουν σε κοινή γραμμή ο Ευκλείδης Τσακαλώτος και ο Γιάννης Στουρνάρας με επιστολές τους οι οποίες περιλαμβάνονται στην έκθεση συμπερασμάτων του άρθρου 4 που εκπόνησε το Ταμείο.

Η σκληρή γλώσσα προς το ΔΝΤ απηχεί τις απόψεις που διατυπώνονται ταυτόχρονα σε αρκετές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες για τις επισημάνσεις του Ταμείου με τις οποίες ασκεί ισχυρή πίεση για μεγαλύτερη διευθέτηση χρέους προς την Ελλάδα, και «δένουν» με την παρέμβαση νωρίτερα σήμερα του Γερούν Ντάϊσελμπλουμ ο οποίος εμφανίστηκε «έκπληκτος από τη σκληρότητα της έκθεσης του ΔΝΤ».

Στην ίδια έκθεση περιλαμβάνεται και επιστολή του εκπροσώπου της Ελλάδας στο ΔΝΤ Μιχάλη Ψαλιδόπουλου ο οποίος απευθύνει έκκληση προς το ΔΝΤ να διατηρήσει τη δέσμευσή του προς το ελληνικό πρόγραμμα ώστε να μην τεθεί σε κίνδυνο η πρόοδος που έχει ήδη επιτευχθεί.

Ο Έλληνας υπουργός Οικονομικών επιτίθεται στο ΔΝΤ τόσο για τις θέσεις του που εκφράζει επί του μεταρρυθμιστικού προγράμματος που ακολουθεί η Ελλάδα όσο και για το οξύμωρο να ζητά λιγότερη λιτότητα αλλά να απαιτεί νέα μέτρα με περικοπή συντάξεων και μείωση του αφορολόγητου.

«Συνεπεία αυτής της παραπλανητικής παρουσίασης της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας είναι οι επιπτώσεις των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στην οικονομική ανάπτυξη να μην υπολογίζονται δεόντως στην ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους» λέει ο Ε.Τσακαλώτος. Σε άλλο σημείο της επιστολής του επισημαίνει ότι το ΔΝΤ στην νέα του έκθεση υποβαθμίζει για δεύτερη φορά την πρόβλεψή του για τον μέσο ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας σε 1% όταν το 2016 ήταν 1,25% χαρακτηρίζοντας οξύμωρο το σχήμα να μην λαμβάνονται υπόψη οι «αναρίθμητες νομοθετημένες μεταρρυθμίσεις, το αποτέλεσμα της πρώτης αξιολόγησης και η επιτάχυνση της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας.

Από την πλευρά του ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας ασκεί κριτική προς το ΔΝΤ ότι «Το ΔΝΤ κάνει κριτική σε όλους τους άλλους εκτός από τον εαυτό του» και χάνει την ευκαιρία να είναι δίκαιο με την Ιστορία. Αφήνει αιχμές επίσης για τις παραπλανητικές προβλέψεις του Ταμείου και τις μεγάλες ευθύνες για την υπερφορολόγηση της Ελλάδας στο παρελθόν καθώς και τις καθυστερήσεις στην ολοκλήρωση προηγούμενων αξιολογήσεων, ενώ απορρίπτει ως ατεκμηρίωτες τις αιτιάσεις του ΔΝΤ ότι οι ελληνικές τράπεζες χρειάζονται επιπλέον 10 δισεκατομμύρια ευρώ σε κεφαλαιακό μαξιλάρι, λέγοντας ότι ο δείκτης κεφαλαιακής επάρκειάς τους διαμορφώνεται σε 18% σύμφωνα με την ΕΚΤ, τον SSM, και την ΤτΕ.

Η επιστολή του Ευκλείδη Τσακαλώτου έχει ως εξής:

Η ελληνική οικονομία αυτή τη στιγμή κινείται από μια κατάσταση παρατεταμένης οικονομικής κρίσης σε μια κατάσταση σταθερής οικονομικής ανάκαμψης.

Μετά από χρόνια παρατεταμένης ύφεσης, τα πρώτα σημάδια ισχυρής ανάπτυξης όπως η μείωση του ποσοστού ανεργίας και η αύξηση της εμπιστοσύνης στην οικονομία έχουν αρχίσει να εμφανίζονται δίνοντας σαφείς ενδείξεις για έναν αέρα αλλαγής.

Με το πρόγραμμα της οικονομικής προσαρμογής του ESM να βρίσκεται στα μισά του δρόμου, η ελληνική κυβέρνηση έχει σημειώσει σημαντική πρόοδο στην εφαρμογή ενός φιλόδοξου και ολοκληρωμένου προγράμματος μεταρρυθμίσεων, το οποίο θα αποτελέσει τη βάση για μια ανταγωνιστική οικονομία στα επόμενα χρόνια. Στην κορυφή αυτής, συμφωνήθηκαν πρόσφατα βραχυπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους που θα συμβάλουν σημαντικά στη μείωση των ακαθάριστων-χρηματοδοτικών αναγκών και να καταστήσει το χρέος βιώσιμο.

Είναι, ως εκ τούτου και λαμβάνοντας υπόψη τις πρόσφατες προβλέψεις για την ανάπτυξη και τη δημοσιονομική υπεραπόδοση, σημαντικά καλύτερα από το αναμενόμενο, φαίνεται ότι η οικονομική σταθερότητα και οι ενισχυμένες μεταρρυθμιστικές προσπάθειες αποδίδουν καρπούς.

Στο πλαίσιο αυτό, η έκθεση βαθμολογίας στο άρθρο 4 είναι ευπρόσδεκτη.  Ωστόσο, παρά τα στοιχεία και την ανάλυση που παρουσιάζεται, παρατηρούμε ότι η έκθεση δεν κάνει «αποδίδει δικαιοσύνη» σε διάφορους τομείς, ενώ πολλά από τα συμπεράσματα που δεν είναι συνεπή με τα πρόσφατα και καλά τεκμηριωμένες εμπειρικά στοιχεία.

Πρώτον, η έκθεση παρουσιάζει μια συνολική εικόνα της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας που δεν είναι αντιπροσωπευτική της πραγματικής προσπάθειας που ασκείται από την ελληνική κυβέρνηση κατά τη διάρκεια του προγράμματος του ESM.

Η εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων έχει επιταχυνθεί σημαντικά, ιδιαίτερα εκείνων των βαθιών μεταρρυθμίσεων, όπως η ενοποίηση των ταμείων κοινωνικής ασφάλισης σε ένα ενιαίο ταμείο, η συνολική μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος, η δημιουργία μιας ανεξάρτητης φορολογικής αρχής, αρκετές μεταρρυθμίσεις στις αγορές προϊόντων (συμπεριλαμβανομένης και τη σημαντική πρόοδο στην εισαγωγή των συστάσεων του ΟΟΣΑ) και ένα ευρύ πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων. Στον αντίποδα, η έκθεση αναφέρει μια επιβράδυνση της δυναμικής των μεταρρυθμίσεων, η οποία δεν είναι εμφανής από ό, τι έχει ήδη γίνει στη δημοσιονομική πολιτική, στον χρηματοπιστωτικό τομέα και σε πολλούς τομείς των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.

Ένα πόρισμα που παραπλανεί  τη μεταρρυθμιστική προσπάθεια είναι η επίδραση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στην οικονομική ανάπτυξη  που δεν έχει υπολογιστεί στην Ανάλυση Βιωσιμότητας Χρέους (DSA).  Η ανανεωμένη προσπάθεια θα πρέπει, κατ ''αρχήν, να οδηγήσει σε αύξηση της αναπτυξιακής δυναμικής στο μέλλον.  Ωστόσο, η σταθερή κατάσταση της οικονομικής ανάπτυξης έχει μειωθεί στην DSA από 1,25 τοις εκατό έως 1 τοις εκατό του ΑΕΠ από το Μάιο του 2016 DSA:  αυτή είναι μια δεύτερη συνεχόμενη μείωση των προβλέψεων για την ανάπτυξη.  Λαμβάνοντας υπόψη τις πολυάριθμες νομοθετημένες μεταρρυθμίσεις από τον Αύγουστο του 2015 και την επιτυχή ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης του προγράμματος του  ΕΜΣ τον Ιούνιο του 2016 συνοδεύεται από τη σημαντική επιτάχυνση της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας που αυτό θα συνεπαγόταν, τη μείωση της μελλοντικής οικονομικής ανάπτυξης ως απάντηση σε περισσότερες μεταρρυθμίσεις που από μόνη της, είναι οξύμωρη.

Δεύτερον, το δημοσιονομικό αποτέλεσμα του 2015 και το δημοσιονομικό αποτέλεσμα του 2016 είναι πολύ καλύτερα από ό, τι αρχικά αναμενόταν. Το ΔΝΤ προέβλεπε ένα πρωτογενές δημοσιονομικό έλλειμμα -0,5 τοις εκατό του ΑΕΠ το 2016, αύξηση 1,5 τοις εκατό το 2018 με τα τρέχοντα νομοθετημένα μέτρα.

Οι προκαταρκτικές ενδείξεις δείχνουν ότι το πρωτογενές πλεόνασμα για το 2016 θα είναι στο  του 2 τοις εκατό του ΑΕΠ, με τη διαφορά να προκύπτουν από τις υπεραπαισιόδοξες παραδοχές στην απόδοση των νομοθετημένων μέτρων. Παρά τη σημαντική δημοσιονομική υπεραπόδοση, η ανάλυση δεν προχωρά σε ουσιαστική αναθεώρηση των πρωτογενών πλεονασμάτων το 2018 και πέρα, παραμένοντας στο προβλεπόμενο επίπεδο του 1,5 τοις εκατό, παρά τα συντριπτικά στοιχεία για το αντίθετο.
 
Εκτός από την ανάγκη για τις  δημοσιονομικές αναθεωρήσεις, το σημαντικό δημοσιονομικό πλεόνασμα το 2016 θέτει σε αμφισβήτηση τρία σημαντικά επιχειρήματα που διατυπώνονται στην έκθεση.

Το πιο σημαντικό, το επιχείρημα ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να διατηρήσει υψηλά δημοσιονομικά πλεονάσματα που ξεπερνούν 1,5 τοις εκατό του ΑΕΠ,  είναι σε αντίφαση με τις πρόσφατες εξελίξεις.

Εξίσου σημαντικό, το χάσμα στο δημοσιονομικό πλεόνασμα στις εκτιμήσεις μεταξύ του ΔΝΤ και των άλλων θεσμικών οργάνων θα πρέπει να μειωθεί, υπό το φως των πιο πρόσφατων στοιχείων σχετικά δημοσιονομική υπεραπόδοση.  Τέλος, τα αποτελέσματα της ανάλυσης βιωσιμότητας του χρέους είναι αμφίβολα, καθώς δε βασίζονται ούτε στο πιο πρόσφατο αποτέλεσμα της δημοσιονομικής απόδοσης, ούτε στα πιο ενημερωμένα στοιχεία σχετικά με την ικανότητα της ελληνικής οικονομίας να παράγει δημοσιονομικά πλεονάσματα.
 
Τρίτον, η έκθεση υποστηρίζει για μια «φιλική προς την ανάπτυξη» μείγμα πολιτικών, αλλά παρουσιάζονται ανεπαρκείς ή παραπλανητικές ενδείξεις σχετικά με τον αντίκτυπο της τρέχουσας μίγματος πολιτικής και των αποτελεσμάτων της προτεινόμενης εκ νέου εξισορρόπησης.

Ενώ συμφωνούμε ότι η φορολογική βάση πρέπει να διευρυνθεί, αυτό πρέπει να συμβεί μέσω της αύξησης της φορολογικής συμμόρφωσης και όχι μέσω της μείωσης της έκπτωσης φόρου. Για  το επιχείρημα περί χαμηλότερης πίστωση φόρου, η έκθεση συγκρίνει κακώς πραγματικές φορολογικές δηλώσεις στην Ελλάδα με τα στοιχεία της έρευνας οικογενειακού προϋπολογισμού από άλλες χώρες.

Η διαφορετική μονάδα σύγκρισης χρησιμοποιείται χωρίς την κατάλληλη προσαρμογή, παράγοντας παραπλανητικά αποτελέσματα. Ενώ, τα στοιχεία για τα νοικοκυριά που χρησιμοποιούνται καταρτίζονται για τους ιδιώτες , αφήνοντας «κάτω από την ίδια στέγη», στον ελληνικό Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος μόνο ζευγάρια, ζευγάρια με εξαρτώμενα ανηλίκους,  όλα τα άλλα άτομα που υποβάλουν τις φορολογικές χωριστά, συμπεριλαμβανομένων των ανηλίκων με την ιδιοκτησία ή οποιοδήποτε τύπο του εισοδήματος.

Ενδεικτικά, ο αριθμός των φορολογικών δηλώσεων το 2016 ήταν πάνω από 6 εκατομμύρια ευρώ, που αντιστοιχεί σε έναν πληθυσμό 10,8 εκατομμύρια, πολύ λιγότερο από ό, τι ο μέσος αριθμός των νοικοκυριών. Ομοίως, η προτεινόμενη επανεξισορρόπηση δεν ευθύνονται για τη φορολόγηση των εισοδημάτων από άλλες πηγές ή για τις επιπτώσεις από την φορολογική επιβάρυνση που θα έχει αρνητικές επιπτώσεις στην ανταγωνιστικότητα.

Αρκετά άλλα κενά μπορεί να παρατηρηθoύν στην ανάλυση του μείγματος πολιτικής. Για παράδειγμα, στις συντάξεις, η ανάλυση της έκθεσης δεν περιλαμβάνει τα αποτελέσματα της πρόσφατης μεταρρύθμισης του συνταξιοδοτικού συστήματος και την εξυγίανση των συνταξιοδοτικών ταμείων.

Επιπλέον, τα στοιχεία σχετικά με τις κρατικές μεταβιβάσεις προς το συνταξιοδοτικό σύστημα για την Ελλάδα περιλαμβάνουν επίσης τις "επίσημες βάσει νόμου" εισφορές του κράτους, καθώς και τη συμβολή του κράτους ως εργοδότη ττων δημοσίων υπαλλήλων καθώς και τις δαπάνες ορισμένων παροχών πρόνοιας. Από την άλλη πλευρά, για τα άλλα κράτη-μέλη, οι κρατικές δαπάνες έχουν ορισθεί ως η διαφορά μεταξύ του συνολικού ποσού των δαπανών και εισφορών, με αποτέλεσμα εντελώς μη συγκρίσιμα στοιχεία. Επιπλέον, η προσαρμογή λόγω της μεγάλης μείωσης του ΑΕΠ και η πρωτοφανής ανεργία, που οδηγεί σε μειωμένες εισφορές, δεν λαμβάνονται υπόψη στην ανάλυση.

Έτσι, μια πιο εμπεριστατωμένη ανάλυση των οικονομικών, κοινωνικών και αναδιανεμητικών επιπτώσεων δικαιολογείται να κάνει τέτοιες αυτές τις σημαντικές επανεξισορρόπησης προτάσεις αξιόπιστες.
 
Τέλος, τα αποτελέσματα της  DSA βασίζεται σε υπερβολικά απαισιόδοξες υποθέσεις. Μεταξύ των πολλών παραγόντων, η μείωση της μακροπρόθεσμης ανάπτυξης από 1,25 τοις εκατό έως 1 τοις εκατό του ΑΕΠ, παρά τις πολυάριθμες μεταρρυθμίσεις, η μείωση της σταθερής κατάστασης του πληθωρισμού στο 1,9 τοις εκατό, αντί του 2 τοις εκατό που αποτελεί στόχο της ΕΚΤ, η αύξηση των επιτοκίων για εξωτερική χρηματοδότηση, τα δημοσιονομικά πλεονάσματα στο 1,5 τοις εκατό σε μεσοπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη και η μερική ενσωμάτωση των μέτρων βραχυπρόθεσμη ανακούφιση του χρέους, συμβάλλουν στην εξαιρετικά αρνητικά αποτελέσματα για τη βιωσιμότητα του χρέους.

Συνολικά, οι δύο συστάσεις της έκθεσης και παραδοχές στην ανάλυση DSA δεν είναι σύμφωνες με την πιο πρόσφατη, τεκμηριωμένη και ρεαλιστική ανάλυση της ελληνικής οικονομίας.

Η επιστολή του Γιάννη Στουρνάρα:

«Για την εκ των υστέρων αξιολόγηση του 2ου μνημονίου (Ex-Post Evaluation of Exceptional Access under the 2012 Extended)

Η έκθεση αυτή περιέχει πολύ χρήσιμες πληροφορίες για την περίοδο που εξετάζει όσον αφορά στις χρηματοοικονομικές, φορολογικές και οικονομικές εξελίξεις. Επίσης, περιέχει χρήσιμα συμπεράσματα και διδάγματα για το μέλλον, όπως η ανάγκη για μικρότερους περιορισμούς στη χρηματοδότηση, βραχυπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους, ισχυρότερη κυριότητα του προγράμματος από τις αρχές, βελτίωση της συνεργασίας και του συντονισμού με τους θεσμούς, μικρότερο αριθμό σημείων κατά τις αξιολογήσεις του προγράμματος κλπ.

Ωστόσο, στην παρούσα μορφή της, χάνει την ευκαιρία να είναι δίκαιοι με την ιστορία, δεδομένου ότι επικρίνει τους πάντες εκτός από το ΔΝΤ.  Όσον αφορά το σημείο αυτό και όντας υπουργός Οικονομικών την περίοδο μεταξύ Ιουλίου του 2012 και Ιουνίου 2014, μπορώ να επιβεβαιώσω ότι κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου:

Α) το ΔΝΤ πίεσε για όλο και περισσότερα παραμετρικά μέτρα δημοσιονομικής πολιτικής (λιτότητα) αγνοώντας ακόμα και την ίδια του την Έκθεση σχετικά με το μέγεθος των δημοσιονομικών πολλαπλασιαστών και της αύξησης των φορολογικών εσόδων, υποτιμώντας έτσι σταθερά την πρόοδο όσον αφορά τη μείωση του πρωτογενές ελλείμματος,

Β) το ΔΝΤ είναι εν μέρει υπεύθυνο για τις καθυστερήσεις στο κλείσιμο της αναθεώρησης του 2013, δεδομένου ότι ζητούσε αδικαιολόγητα (δεδομένου του τελικού αποτελέσματος) πρόσθετα μέτρα παραμετρικής δημοσιονομικής πολιτικής, ακόμη και όταν ήταν περισσότερο από σαφές ότι το 2013 οι δημοσιονομικές εξελίξεις υποδείκνυαν μια μεγάλη υπερ-απόδοση του πρωτογενές πλεονάσματος,

Γ) το ΔΝΤ επέμεινε στην πρόσθετη ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών παραβλέποντας τις εκτιμήσεις των αρχών (Τράπεζα της Ελλάδας και ΕΚΤ), και αποδείχθηκε ότι υπερεκτίμησε κατάφωρα τις ανάγκες για κεφάλαια ενώ υποτίμησε τον αντίκτυπο του πλεονάζοντος κεφαλαίου στην οικονομία.

Δ) το ΔΝΤ υποτίμησε σταθερά την πρόοδο στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, αγνοώντας,
μεταξύ άλλων, τις εκτιμήσεις του ΟΟΣΑ.

Επιπλέον, οι επανειλημμένες αναφορές ότι οι αρχές προτίμησαν ένα εμπροσθοβαρές δημοσιονομικό πρόγραμμα δημοσιονομικής δεν είναι σωστές (στην πραγματικότητα είναι παραπλανητικές). Το ΔΝΤ αγνόησε επανειλημμένα το κυκλικά προσαρμοσμένο πρωτογενές πλεόνασμα (ή έλλειμμα) ως σχετικό δημοσιονομικό στόχο, μη λαμβάνοντας υπόψη την ίδια του Έκθεση Δημοσιονομικής Παρακολούθησης, και επέμεινε ότι οι περιορισμοί χρηματοδότησης δεν είναι κατάλληλοι για αυτό.

Ως εκ τούτου, αντί να αναφέρεται παραπλανητικά στις επιλογές αρχές, θα ήταν πολύ πιο ακριβές να πούμε ότι οι περιορισμοί στη χρηματοδότηση (και η έλλειψη βραχυπρόθεσμων μέτρων ελάφρυνσης του χρέους) καθόρισαν τους δημοσιονομικούς στόχους».

Σχετικά με την έκθεση του ΔΝΤ για την Ελλάδα

«Η έκθεση αυτή είναι ένα χρήσιμος απολογισμός των οικονομικών εξελίξεων στην Ελλάδα από το 2010. Συμφωνούμε όσον αφορά την ισχύ του επιχειρήματος ότι Ελλάδα πέτυχε μια εντυπωσιακή δημοσιονομική προσαρμογή.

Διαφωνούμε, ωστόσο,  με ορισμένες από τις διαπιστώσεις της έκθεσης σχετικά με την προσαρμογή των διαφόρων στοιχείων της συνολικής ζήτησης, όπως οι εξαγωγές, καθώς και της προσφοράς, όπως η μεταφορά πόρων από μη εμπορεύσιμους σε εμπορευματικούς τομείς.

Επιπλέον, η έκθεση υποβαθμίζει την πρόοδο στον χρηματοοικονομικό τομέα και είναι αδικαιολόγητα
απαισιόδοξη σχετικά με τις μακροοικονομικές και δημοσιονομικές προβλέψεις της, καθώς και για τις μελλοντική οικονομικές εξελίξεις, συμπεριλαμβανομένης της πρόσθετης ανάγκης ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών. Δεδομένου ότι το πρωτογενές πλεόνασμα του 2016 είναι πιθανό να φθάσει το 2% του ΑΕΠ, έναντι στόχου 0,5%, οι δημοσιονομικές προβλέψεις του Ταμείου εγείρουν πολλά ερωτήματα.

Παρομοίως, παρά το καλύτερο από το αναμενόμενο αποτέλεσμα του ΑΕΠ το 2016, το οποίο αναγνωρίζεται στην έκθεση, υπάρχει μια ανεξήγητη μείωση 0,25% στη μακροπρόθεσμη πρόβλεψη ανάπτυξη σε σύγκριση με την προηγούμενη έκθεση του Ταμείου.

Σε γενικές γραμμές, δεν είναι σαφές γιατί η μακροπρόθεσμη αύξηση της συνολικής παραγωγικότητας των συντελεστών παραγωγής στην Ελλάδα υστερεί σε σχέση με την υπόλοιπη ευρωζώνη, παρά το γεγονός ότι υπάρχει ακόμη πολλή δυναμική από τις επιπλέον δομικές μεταρρυθμίσεις και την αξιοποίηση των ευκαιριών.

Όσον αφορά τις τράπεζες, το Ταμείο εκτιμά ότι θα χρειαστεί επιπλέον ποσό ύψους 10 δισ. ευρώ για απόθεμα ασφαλείας (capital buffer), χωρίς όμως να εξηγεί γιατί συμβαίνει αυτό. Υπενθυμίζεται ότι σύμφωνα με τις εποπτικές αρχές (ΕΚΤ, SSM, Τράπεζα της Ελλάδας), η σημερινή αναλογία CET1 είναι 18%. Επιπροσθέτως, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδας, την επίτευξη των μεσοπρόθεσμων στόχων στα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (NPLs)  θα αυξήσει περισσότερο και ουσιαστικά το την αναλογία του  CET1.

Όλα τα παραπάνω οδηγούν στο συμπέρασμα ότι οι μακροχρόνιες προβλέψεις του Ταμείου μοιάζει να έχουν ενσωματώσει μόνο τους σημαντικούς κινδύνους αντί να αποτελούν βασικό σενάριο».