Του Βασίλη Γεώργα
Στην Ελλάδα της κρίσης δεν ευημερούν ούτε οι αριθμοί ούτε η υγεία των ανθρώπων. Οι διαπιστώσεις έρευνας της ΤτΕ , της πρώτης που έγινε ποτέ για την κατάσταση της υγείας των πολιτών στη χώρα μετά από επτά χρόνια ύφεσης, είναι ανησυχητικές. Η κρίση και η ανεργία μοιάζει να τρέφει τα θηρία της κατάθλιψης, της θνησιμότητας, των παιδικών ασθενειών, της υπογεννητικότητας, αλλά και να καθηλώνει σε διαρκώς χαμηλότερα επίπεδα την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών υγείας στον πληθυσμό, να επιβαρύνει τα ασφαλιστικά ταμεία και τελικά να επιστρέφει ως ολετήρας πίσω στην ίδια την οικονομία.
«Σταματήστε τις περικοπές δαπανών στον πολύπαθο χώρο της Υγείας και μεταρρυθμίστε τον για να γίνει πιο αποτελεσματικός» είναι το μήνυμα που ηχεί σαν κραυγή αγωνίας μέσα από την έκθεση της ΤτΕ που κρούει ηχηρά κώδωνα κινδύνου προειδοποιώντας ότι οι συνέπειες γίνονται όλο και πιο δύσκολα αναστρέψιμες.
Σύμφωνα με τις επισημάνσεις της μελέτης της ΤτΕ:
Αν και απαιτούνται αρκετά χρόνια ώστε να αποκαλυφθούν οι πλήρεις επιπτώσεις της οικονοµικής κρίσης στην υγεία του πληθυσµού, στην Ελλάδα αρκετοί δείκτες υγείας έχουν αρχίσει να επιδεινώνονται.
Πρόσφατες µελέτες υποστηρίζουν ότι τα πρώτα χρόνια της οικονοµικής κρίσης µειώθηκε το ποσοστό του πληθυσµού που αξιολογεί την υγεία του ως “καλή” ή “πολύ καλή” (self-rated health), από 71% το 2006 σε 68,8% το 2011. Σύµφωνα, όµως, µε νεότερα στοιχεία (ΕΛΣΤΑΤ 2015), το ποσοστό του πληθυσµού που δηλώνει “καλή” ή “πολύ καλή” υγεία έχει παραµείνει σταθερό µεταξύ 2009 και 2014.
?στόσο, στην ίδια έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ καταγράφεται σηµαντική αύξηση (κατά 24,2%) στον πληθυσµό ηλικίας 15 ετών και άνω (15+) που δηλώνει ότι πάσχει από κάποιο χρόνιο πρόβληµα υγείας ή χρόνια πάθηση. Αναφέρεται ότι τα περιστατικά χρόνιας νοσηρότητας αυξήθηκαν από 39,7% το 2009 σε 49,3% το 2014.
Επίσης, την περίοδο της κρίσης αυξήθηκε το ποσοστό του πληθυσµού άνω των 15 ετών που περιόρισε τις δραστηριότητές του λόγω προβληµάτων υγείας (δείκτης Global Activity Limitation Indicator) από 22,8% το 2009 σε 29,8% το 2014. Η ανοδική τάση στη χρόνια νοσηρότητα του πληθυσµού δύναται να επιδράσει αυξητικά στις µελλοντικές δαπάνες υγείας και να επιβαρύνει τα ασφαλιστικά ταµεία ενώ ενδέχεται να οδηγήσει σε υποχώρηση της παραγωγικότητας της εργασίας.
Αξιοσηµείωτο είναι το εύρηµα ότι η σωµατική υγεία των παιδιών έχει επηρεαστεί αρνητικά από την οικονοµική κρίση. Το ποσοστό των γεννήσεων παιδιών χαµηλού βάρους (κάτω από 2,5 κιλά) στην Ελλάδα έχει αυξηθεί κατά 19% την περίοδο 2008-2010, γεγονός που συνδέεται µε µακροχρόνιες αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία και την ανάπτυξη των παιδιών.
Επίσης, σύµφωνα µε στοιχεία που δηµοσιεύει η ΕΛΣΤΑΤ, έχει ανακοπεί η µακροχρόνια τάση µείωσης της παιδικής θνησιµότητας (θάνατοι βρεφών έως ενός έτους ανά 1.000 γεννήσεις ζώντων). Συγκεκριµένα, η παιδική θνησιµότητα αυξήθηκε από 2,65 το 2008 σε 3,75 το 2014. Η εξέλιξη αυτή αποδίδεται αφενός στην αύξηση κατά περίπου 10% των θανάτων βρεφών κάτω του ενός έτους και αφετέρου στην υποχώρηση των γεννήσεων κατά 22,1% την προαναφερθείσα περίοδο.
Συγκεκριµένα, καταγράφηκαν 92.149 γεννήσεις το 2014, έναντι 118.302 το 2008 που ήταν η υψηλότερη τιµή της περιόδου 1985-2014.
Όπως σημειώνεται στην ανάλυση, παρά το γεγονός ότι τα στοιχεία αυτά δεν µπορούν άµεσα να αποδοθούν στην οικονοµική κρίση, η αναστροφή των προηγούµενων τάσεων αποτελεί ιδιαίτερα ανησυχητικό φαινόµενο.
Επίσης επιπτώσεις της οικονοµικής κρίσης στην ψυχική υγεία του πληθυσµού είναι σηµαντικές και εµφανείς. Για παράδειγµα, δραµατική αύξηση παρουσιάζει το ποσοστό του πληθυσµού µε συµπτώµατα µείζονος κατάθλιψης κατά την περίοδο της κρίσης (βλ. Kentikelenis et al. 2014, Simou and Koutsogeorgou 2014).
Το εύρηµα επιβεβαιώνεται από επιδηµιολογικές έρευνες, σύµφωνα µε τις οποίες καταγράφεται ραγδαία αύξηση της µείζονος κατάθλιψης από 3,3% το 2008 σε 6,8% το 2009, 8,2% το 2011 και 12,3% το 2013.23 Όπως αποτυπώνεται στα στοιχεία της έρευνας υγείας της ΕΛΣΤΑΤ, το 2014 το 4,7% του πληθυσµού ηλικίας 15 ετών και άνω δήλωσε ότι είχε κατάθλιψη, έναντι 2,6% το 2009.
Σηµειώνεται ότι το µεγαλύτερο τµήµα της σχετικής βιβλιογραφίας καταγράφει θετική συσχέτιση µεταξύ της οικονοµικής ύφεσης και του ποσοστού αυτοκτονιών (διαΝΕΟσις 2016). ?στόσο, υπάρχουν µελέτες που υποστηρίζουν ότι δεν υπάρχει συστηµατική και αυτόνοµη σχέση µεταξύ ανεργίας, ρυθµού ανάπτυξης και ποσοστού αυτοκτονιών. Όπως επισηµαίνεται, ο κίνδυνος αυτοκτονικής συµπεριφοράς αυξάνεται όταν υφίστανται οι λεγόµενοι πρωτογενείς παράγοντες κινδύνου (ψυχιατρικές-ιατρικές καταστάσεις), ενώ οι δευτερογενείς (οικονοµική κατάσταση) και τριτογενείς (ηλικία, φύλο) παράγοντες επηρεάζουν τον κίνδυνο αυτοκτονίας, µόνο όµως εφόσον προϋπάρχουν πρωτογενείς παράγοντες κινδύνου.
Πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας
Σύµφωνα µε στοιχεία του ΟΟΣ για το 2013, µόνο το 79% του πληθυσµού στην Ελλάδα είχε ιατροφαρµακευτική κάλυψη. Το ποσοστό του υγειονοµικά ανασφάλιστου πληθυσµού ήταν το υψηλότερο στον ΟΟΣΑ και οφειλόταν στο υψηλό ποσοστό µακροχρόνιας ανεργίας και στην οικονοµική αδυναµία αρκετών αυτοαπασχολουµένων να καλύψουν τις ασφαλιστικές τους εισφορές.
Μάλιστα, παρά τις προσπάθειες παροχής ιατροφαρµακευτικής περίθαλψης στον ανασφάλιστο πληθυσµό, έχει αυξηθεί το ποσοστό του πληθυσµού (ειδικά των ηλικιωµένων) που δηλώνουν αδυναµία ικανοποίησης των ιατρικών και φαρµακευτικών αναγκών λόγω οικονοµικών προβληµάτων.
Για παράδειγµα, 1 στα 6 άτοµα χαµηλού εισοδήµατος το 2013 δήλωναν αδυναµία ικανοποίησης των ιατρικών τους αναγκών λόγω οικονοµικών προβληµάτων (OECD 2015). Από την έρευνα υγείας για το 2014 της ΕΛΣΤΑΤ (2015) προκύπτει ότι χρειάστηκε και δεν είχε την οικονοµική δυνατότητα να λάβει:
α) ιατρική φροντίδα ή θεραπεία το 13,9% του πληθυσµού ηλικίας 15+,
β) οδοντιατρική φροντίδα ή θεραπεία το 15,4% του πληθυσµού 15+,
γ) υπηρεσίες φροντίδας ψυχικής υγείας το 4,3% του πληθυσµού 15+
δ) τα φάρµακα που του είχε συστή- σει ο γιατρός το 11,2% του πληθυσµού 15+.
Συνολικά, οι πλήρεις επιπτώσεις της οικονοµικής κρίσης, συµπεριλαµβανοµένης της περικοπής των δηµόσιων δαπανών, στην υγεία του πληθυσµού δεν έχουν διαφανεί πλήρως σύμφωνα με την ΤτΕ.
Αν και εκτιµάται ότι θα απαιτηθούν αρκετά χρόνια έως ότου διαφανούν, αρκετοί δείκτες σωµατικής και ψυχικής υγείας έχουν ήδη αρχίσει να επιδεινώνονται από την έναρξη της οικονοµικής κρίσης. Τα µέχρι στιγµής διαθέσιµα στοιχεία συνηγορούν στην πρόβλεψη ότι τα περιστατικά χρόνιων παθήσεων αναµένεται να αυξηθούν εξαιτίας:
α) της µικρότερης ζήτησης για ιατρικές υπηρεσίες λόγω χαµηλότερων εισοδηµάτων,
β) του αυξηµένου άγχους,
γ) της υιοθέτησης λιγότερο υγιεινού τρόπου ζωής και
δ) της πιθανής υποβάθµισης των προσφερόµενων υπηρεσιών υγείας.
Στο βαθµό που το επίπεδο υγείας των πολιτών, όπως σκιαγραφείται από τους σχετικούς δείκτες σωµατικής και ψυχικής υγείας, θα εξακολουθήσει να υποβαθµίζεται, οι δαπάνες υγείας αναµένεται να αυξηθούν µελλοντικά, µε αντίστοιχη επιβάρυνση των ασφαλιστικών ταµείων.
Επιπρόσθετα, η υποβάθµιση του επιπέδου υγείας των πολιτών δύναται να οδηγήσει σε απώλειες ωρών εργασίας και σε κάµψη της παραγωγικότητας της εργασίας. Οι µακροχρόνιες επιπτώσεις θα µπορούσαν να συνδέονται µε χειροτέρευση της γενικής υγείας του πληθυσµού και αναστροφή της ανοδικής τάσης στο προσδόκιµο ζωής.
Καθίσταται σαφές ότι είναι αναγκαίο η µεταρρυθµιστική πολιτική να επικεντρωθεί περισσότερο στην καλύτερη στόχευση και την ενίσχυση της αποτελεσµατικότητας των υπηρεσιών υγείας και λιγότερο στην περαιτέρω περικοπή της δηµόσιας δαπάνης.
Αυτό που πρέπει να διασφαλιστεί σύμφωνα με την ΤτΕ είναι η βελτίωση της ποιότητας των παρεχόµενων υπηρεσιών υγείας και η πλήρης κάλυψη του πληθυσµού, ιδιαιτέρως των ανασφάλιστων και των ευάλωτων κοινωνικών οµάδων που έχουν πληγεί περισσότερο από την οικονοµική κρίση όπως προβλέπεται και στον Ν. 4368/2016. Περαιτέρω παρεµβάσεις στο σύστηµα υγείας θα πρέπει να ενισχύσουν την πρόληψη και έγκαιρη ανίχνευση των ασθενειών, προκειµένου να περιοριστεί αφενός το αυξη- µένο µελλοντικό κόστος στο σύστηµα υγείας και αφετέρου η υποβάθµιση της γενικής υγείας του πληθυσµού.