Την περασμένη Δευτέρα ο Αμερικανός πρόεδρος, Τζο Μπάιντεν, ανακοίνωσε την ανανέωση της θητείας του επικεφαλής της κεντρικής τράπεζας (Fed), Τζερόμ Πάουελ, για μία τετραετία, αγνοώντας φωνές από το Δημοκρατικό Κόμμα που τού ζητούσαν να κάνει άλλη επιλογή.
Η απόφαση του Μπάιντεν δεν ήταν πάντως έκπληξη, παρά το γεγονός ότι ο 68χρονος Πάουελ είναι ταυτισμένος πολιτικά με το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, έχοντας υπηρετήσει ως υφυπουργός Οικονομικών στην κυβέρνηση του Τζορτζ Μπους του πρεσβύτερου το 1992.
Και δεν ήταν έκπληξη, καθώς ο Πάουελ, που έχει εργασθεί σε μεγάλες επενδυτικές εταιρείες, όπως στην Carlyle Group, έδειξε στην τετραετία της πρώτης θητείας του αξιοσημείωτα προσόντα, που τον έκαναν ιδιαίτερα δημοφιλή στις αγορές αλλά και στο μεγαλύτερο μέρος του πολιτικού συστήματος.
Ένα από αυτά ήταν ότι υπερασπίστηκε την ανεξαρτησία της Fed από πολιτικές παρεμβάσεις, όταν αύξησε τα επιτόκια, προκαλώντας την οργή του τότε προέδρου, Ντόναλντ Τραμπ. Ο Τραμπ τον είχε επιλέξει για πρόεδρο της κεντρικής τράπεζας, αλλά στη συνέχεια τον κατηγορούσε με συχνές αναρτήσεις του στο Twitter, φθάνοντας στο σημείο να τον χαρακτηρίσει «εχθρό της χώρας». Σύμφωνα με πληροφορίες, ο Τραμπ είχε διερευνήσει τότε τη δυνατότητα να τον απομακρύνει από τη Fed, αλλά ο Πάουελ διαμήνυσε ότι θα παραμείνει στη θέση του.
Μπορεί ο Πάουελ, που οι σπουδές του δεν είναι οικονομικές αλλά στα νομικά και τις πολιτικές επιστήμες, να εκτοξεύθηκε στην κορυφή της Fed από τον Τραμπ, αλλά την πόρτα για την καριέρα του στην κεντρική τράπεζα είχε ανοίξει ο Μπαράκ Ομπάμα.
Υπενθυμίζεται ότι το 2012 τον διόρισε ως μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Fed για να αντικαταστήσει ένα άλλο μέλος της που είχε παραιτηθεί πριν τη λήξη της θητείας του. Ήταν η πρώτη φορά από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 που ένας Αμερικανός πρόεδρος επέλεγε κάποιον από αντίπαλο κόμμα για τη θέση του Governor της Fed. Το 2014 διορίσθηκε και πάλι για μία πλήρη θητεία ως μέλος του Δ.Σ. της κεντρικής τράπεζας, με τον διορισμό του να εγκρίνεται από τη Γερουσία σχετικά άνετα (με ψήφους 67 υπέρ και 24 κατά).
Ο Μπάιντεν αξιολόγησε κυρίως την αποτελεσματικότητα του Πάουελ στην αντιμετώπιση της κρίσης της πανδημίας και την ικανότητά του να επικοινωνεί καλά την πολιτική του, που δίνουν μία σιγουριά στις αγορές. Μπορεί ο κεντρικός τραπεζίτης να είχε συνεχίσει την πολιτική των μικρών αυξήσεων των επιτοκίων της προκατόχου του - και σημερινής υπουργού Οικονομικών Τζάνετ Γέλεν - αλλά τη σταμάτησε στα μέσα του 2019, δηλαδή αρκετά πριν ξεσπάσει ο κορονοϊός. Νωρίτερα, είχε σταματήσει και την πολιτική μείωσης του ενεργητικού της κεντρικής τράπεζας, όταν υπήρξαν σημαντικές αναταράξεις στην Wall Street.
Σημειώνεται ότι το δεύτερο εξάμηνο του 2019, η Fed μείωσε το βασικό επιτόκιό της κατά μία ποσοστιαία μονάδα - στο 1,5% από 2,5% - και τον Απρίλιο του 2020, αφού είχε ξεσπάσει η πανδημία, το μηδένισε. Παράλληλα, με εισήγηση του Πάουελ αποφασίστηκε ένα τεράστιο πρόγραμμα αγοράς κρατικών ομολόγων και τιτλοποιημένων ομολόγων (με ενέχυρο στεγαστικά δάνεια), που ανερχόταν στα 120 δισ. δολάρια τον μήνα. Η αντίδραση αυτή, σε συνδυασμό με τα μαζικά πακέτα στήριξης της αμερικανικής κυβέρνησης ύψους αρκετών τρισεκατομμυρίων δολαρίων, κράτησαν την αμερικανική οικονομία όρθια το 2020 και επέτρεψαν την ταχεία ανάκαμψή της φέτος, με τον ρυθμό ανάπτυξης να εκτιμάται ότι θα κινηθεί μεταξύ 6% και 7%.
Υπογραμμίζεται ότι η τεράστια ρευστότητα που δόθηκε είχε ως παράπλευρες συνέπειες την εκτίναξη των τιμών των μετοχών, των ομολόγων και άλλων περιουσιακών στοιχείων, όπως των ακινήτων. Οι μετοχές της Wall Street έκαναν αλλεπάλληλα υψηλά ρεκόρ, με τον δείκτη S&P 500 να καταγράφει κέρδη σχεδόν 70% από τις αρχές Φεβρουαρίου του 2018 που ανέλαβε τα ηνία της Fed ο Πάουελ. Ο ίδιος κατηγορήθηκε από αρκετές πλευρές ότι με την πολιτική του έκανε τους πλούσιους πλουσιότερους, καθώς αυξήθηκε και άλλο η αξία των περιουσιών τους, διευρύνοντας τις εισοδηματικές ανισότητες. Κάποιοι άλλοι επέκριναν τον Πάουελ ότι δεν έλαβε μέτρα για να ρυθμίσει τις αγορές, αλλά όλες αυτές οι κριτικές δεν επηρέασαν τη μεγάλη εικόνα, ότι δηλαδή η οικονομία ξέφυγε από τον κίνδυνο μίας παρατεταμένης ύφεσης.
Πιο ισχυρή είναι η κριτική ότι η μεγάλη ρευστότητα που δόθηκε στην οικονομία διευκόλυνε την εκτίναξη του πληθωρισμού, ο οποίος σκαρφάλωσε σταδιακά στο 6,2% τον Οκτώβριο, στο υψηλότερο επίπεδο από το 1990. Ο πληθωρισμός είχε ως βάση την αύξηση των τιμών ενέργειας και τα προβλήματα στην εφοδιαστική αλυσίδα, λόγω του κορονοϊού, αλλά η αλήθεια είναι το άφθονο χρήμα στην οικονομία επέτεινε τις αυξήσεις των τιμών, με αποτέλεσμα να διαχυθούν αυτές στο σύνολο της οικονομίας.
Στην κριτική για τον πληθωρισμό, ο Πάουελ απαντά με το επιχείρημα ότι σε μεγάλο βαθμό αυτός είναι προσωρινός και θα αποκλιμακωθεί το 2022. Εντούτοις, η αύξηση των τελευταίων μηνών ήταν τόσο μεγάλη, ώστε τον Νοέμβριο η Fed ανακοίνωσε τη σταδιακή απόσυρση του QE. Οι αγορές περιμένουν τώρα ότι το QE θα τερματισθεί τον ερχόμενο Μάρτιο και στη συνέχεια θα αρχίσουν οι αυξήσεις των επιτοκίων.
Αξίζει να επισημανθεί ότι η απόσυρση της νομισματικής στήριξης σε μία περίοδο μεγάλων αβεβαιοτήτων θα οδηγήσει βέβαια σε κινδύνους την ανάκαμψη της οικονομίας. Από την άποψη αυτή, τα πιο δύσκολα για τον Πάουελ θα είναι στη δεύτερη θητεία του. Ο πληθωρισμός έχει διαβρώσει το εισόδημα των Αμερικανών και οδήγησε σε σημαντική μείωση της δημοτικότητας του Μπάιντεν, ο οποίος δήλωσε τη Δευτέρα ότι είναι βέβαιος πως η εστίαση του Πάουελ στον πληθωρισμό και στην επίτευξη της πλήρους απασχόλησης θα κάνουν την αμερικανική οικονομία ισχυρότερη από ποτέ. Αυτό, βέβαια, μένει να φανεί.