Του Βασίλη Γεώργα
Προς ριζική αναθεώρηση του 3ου μνημονίου στην κατεύθυνση της λήψης νέων προληπτικών μέτρων από φέτος και για μεγάλο χρονικό διάστημα μετά το 2018 οδεύουν κυβέρνηση και δανειστές με ορίζοντα τον Μάρτιο και ορόσημο τις Ολλανδικές εκλογές.
Η συγκεκριμένη αναθεώρηση που στόχος είναι να δρομολογηθεί επίσημα στο Eurogroup της 26ης Ιανουαρίου (σ.σ: η Ελλάδα είναι βασικό θέμα ενώ θα εξεταστεί και η έκθεση του ΔΝΤ με βάση το άρθρο IV) θα ισοδυναμεί στην ουσία με ένα νέο «μνημόνιο μέσα στο μνημόνιο», το οποίο θα προκύψει ως αποτέλεσμα των αυξημένων εγγυήσεων που καλείται να παράσχει η Ελλάδα προς το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, τους ευρωπαίους δανειστές και τις αγορές ενόψει της ολοκλήρωσης του προγράμματος στα μέσα της επόμενης χρονιάς, και της επιδιωκόμενης αυτόνομης χρηματοδότησης της οικονομίας από τις αγορές από τότε και μετά.
Δίπλα στο «μηχανισμό αυξημένων εγγυήσεων» ο οποίος, ως μετεξέλιξη του ήδη θεσμοθετημένου «κόφτη», θα εξειδικεύσει πλέον τις δυνητικές περικοπές στις συντάξεις (προσωπική διαφορά) και τους μισθούς του δημοσίου, θεωρείται πλέον δεδομένο ότι θα προστεθούν και πιο χειροπιαστά μέτρα όπως είναι η άμεση νέα μείωση του αφορολόγητου ορίου και πιθανόν μια νέα αύξηση στον συντελεστή ΦΠΑ.
Η κυβέρνηση έχει ήδη δεσμευτεί όχι μόνο για την ενίσχυση του κόφτη δαπανών αλλά και για τη λήψη πρόσθετων μέτρων στο Eurogroup της 5ης Δεκεμβρίου. Το ερώτημα που δεν έχει απαντηθεί είναι το ύψος και το είδος των μέτρων τα οποία δεν μπορούν να υπολογιστούν χωρίς να είναι γνωστός ο χρόνιας διάρκειας του στόχου για πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% ετησίως που με τη σειρά τους είναι ένα μέγεθος απόλυτα συνυφασμένο με την αναδιάρθρωση του χρέους. Η κυβέρνηση εμφανίζεται ωστόσο πρόθυμη να επιμείνει στην πολιτική της υπερφορολόγησης και να καλύψει τυχόν δημοσιονομικά κενά του 2018 (υπολογίζεται σε περίπου 500 εκατ. ευρώ) και εντεύθεν με αύξηση της φορολογίας ώστε να αποφύγει ή να αναβάλει για το μέλλον μια απευθείας μείωση κατά 10-15% στις ήδη καταβαλλόμενες συντάξεις.
Οι εγγυήσεις αυτές είναι απαιτητές προκειμένου να διασφαλιστεί ότι ανεξαρτήτως κυβερνήσεων, η Ελλάδα θα είναι σε θέση μέσα από νέα εισπρακτικά μέτρα και περικοπές δημοσίων δαπανών να επιτυγχάνει τους στόχους των υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5% οι οποίοι έχουν ήδη προσυμφωνηθεί και απομένει να καθοριστούν χρονικά για διάστημα μεταξύ πέντε έως δέκα ετών.
Θα αποτελέσουν δε αντικείμενο μιας συμφωνίας συνδιαλλαγής της ελληνικής κυβέρνησης με το Eurogroup προκειμένου στο τελικό ανακοινωθέν της σκοπούμενης συμφωνίας να συμπεριληφθεί μια περισσότερο ξεκάθαρη και ποσοτικοποιημένη «δέσμευση» των ευρωπαίων για την ενεργοποίηση της δεύτερης φάσης ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους με συγκεκριμένες μεσοπρόθεσμες παρεμβάσεις μετά το καλοκαίρι του 2018.
Κάθε βήμα αυτής της μελλοντικής αναδιάρθρωσης θα είναι συνδεδεμένο με πολύ συγκεκριμένες αιρεσιμότητες που θα πρέπει να εκπληρώνει η Ελλάδα και οι οποίες θα καθοριστούν μετά τις γερμανικές εκλογές.
Ωστόσο στη φάση αυτή, η δέσμευση ενεργοποίησης των μεσοπρόθεσμων μέτρων -εφόσον τελικά επιτευχθεί- θα αξιοποιηθεί προκειμένου να ενισχυθεί ο στόχος επίτευξης «βιωσιμότητας» του χρέους από το ΔΝΤ και κυρίως προκειμένου να μπορέσει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να αιτιολογήσει στη συνέχεια μια απόφαση ένταξης των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης μέχρι το καλοκαίρι και πριν αρχίσει να κλείνει τη στρόφιγγα του QE.
Η αποχώρηση του ΔΝΤ δεν είναι το επικρατέστερο σενάριο
Παρά τα σενάρια περί ολοσχερούς αποχώρησης του ΔΝΤ από το ελληνικό πρόγραμμα τα οποία αξιοποιούνται ένθεν κακείθεν ως μοχλός πίεσης για μια συμβιβαστική συμφωνία, η απομάκρυνση του Ταμείου δεν είναι αυτή τη στιγμή η επικρατέστερη εκδοχή, και σε κάθε περίπτωση δεν είναι μια εξέλιξη που ευνοεί ούτε τα ελληνικά ούτε τα ευρωπαϊκά συμφέροντα.
Έχει γίνει σαφές πως τυχόν αποχώρηση του Ταμείου τη δεδομένη χρονική στιγμή, ισοδυναμεί με ενεργοποίηση ακυρωτικών αιρέσεων του τρίτου προγράμματος και εκ των πραγμάτων θα οδηγήσει σε νέο πολύμηνο κύκλο διαπραγματεύσεων με τον ESM ώστε να οικοδομηθεί ένα νέο πρόγραμμα χρηματοδότησης το οποίο στη συνέχεια θα πρέπει να εγκριθεί από τα κοινοβούλια των κρατών μελών.
Η διαδικασία αυτή στην καλύτερη περίπτωση θα διαρκέσει τουλάχιστον μέχρι τον Σεπτέμβριο, όταν ήδη από τον Ιούλιο του 2017 οι αυξημένες χρηματοδοτικές ανάγκες της Ελλάδας (7,4 δισ. ευρώ) θα φέρουν την χώρα προ τετελεσμένων χρεοκοπίας, ενώ το γεγονός ότι οι διαπραγματεύσεις θα διεξάγονται εν μέσω των εκλογικών αναμετρήσεων στη Γαλλία και τη Γερμανία, δημιουργούν εύλογες ανησυχίες σε όλες τις πλευρές.
Σε δεύτερο πλάνο, τυχόν μη συμμετοχή του ΔΝΤ ως εγγυητή του ελληνικού προγράμματος και πάροχο «πιστωτικής γραμμής» προς την Ελλάδα μετά τη λήξη του μνημονίου, ισοδυναμεί σύμφωνα με τα σημερινά δεδομένα με de facto αποτυχία του σχεδιασμού για αυτόνομη χρηματοδότηση της χώρας από τις αγορές.
Η διασφάλιση της λογιστικής βιωσιμότητας σε ότι αφορά τη δυνατότητα εξυπηρέτησης του ελληνικού χρέους με τη σφραγίδα του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου θεωρείται εκ των ων ουκ άνευ για τις αγορές, και η ανάληψη όλου του βάρος σχεδιασμού, χρηματοδότησης και εγγυήσεων από τον νεοσύστατο ESM δεν είναι σε αυτή τη χρονική συγκυρία η ενδεδειγμένη λύση, παρότι η μετεξέλιξή του σε «ευρωπαϊκό ΔΝΤ» συγκαταλέγεται στα σχέδια των ισχυρών χωρών της ευρωζώνης.
Το ερώτημα είναι αν μια νέα αναθεώρηση του μνημονίου με το μείγμα των μέτρων να παραμένει συντριπτικά υπέρ της αύξησης των εσόδων από φόρους και όχι της μείωσης των δαπανών, θα μπορέσει να δώσει λύση στα προβλήματα «βιωσιμότητας» της συμφωνίας ή τελικά η υπερφορολόγηση θα αποδειχθεί στην θρυαλλίδα που θα μας ωθήσει πολύ σύντομα σε κατάρρευση του προγράμματος και δρομολόγηση πολύ πιο επώδυνων περικοπών από όσο μπορεί κανείς να φανταστεί σήμερα.