Τα τελευταία χρόνια τα τραπεζικά… ύδατα στην Ευρώπη παρέμεναν σχετικά ήρεμα αν εξαιρέσει κανείς τις φουρτούνες που προκαλούσαν οι σκελετοί στις ντουλάπες της Deutsche Bank και τα «κόκκινα» δάνεια των τραπεζικών συστημάτων του νότου και κυρίως σε Ιταλία και Ελλάδα. Τη «νηνεμία» έσπασε η Intesa Sanpaolo η οποία κινήθηκε επιθετικά για την εξαγορά της UBI Banca, έναντι 4,9 δισ. ευρώ, επαναφέροντας στην επιφάνεια τα σενάρια για ένα εκτεταμένο ντόμινο τραπεζικών συγχωνεύσεων με φόντο την τραπεζική ένωση και στόχο τη δημιουργία εθνικών πρωταθλητών.
Με τον Μάριο Ντράγκι στο τιμόνι της, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα επανειλημμένα επισήμανε την ανάγκη συγκέντρωσης του ευρωπαϊκού τραπεζικού κλάδου αφενός για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα της χαμηλής κερδοφορίας και αφετέρου για να προκύψουν σχήματα που θα μπορούν να σταθούν με αξιώσεις απέναντι στους αμερικανικούς τραπεζικούς κολοσσούς. Όμως μέχρι στιγμής, στην πλειονότητά τους, οι ευρωπαϊκές τράπεζες έχουν αποφύγει να μπουν στη διαδικασία διαπραγματεύσεων για πιθανές συγχωνεύσεις επικαλούμενες το υψηλό επίπεδο κόστους και κινδύνων, καθώς και την απουσία επενδυτικού ενδιαφέροντος για τη χρηματοδότηση τέτοιων deals.
Η αλήθεια είναι ότι λίγες τράπεζες έχουν βρεθεί σε έκτακτη ανάγκη, όπως οι δύο τράπεζες του Βένετο στην Ιταλία, κι έτσι επειδή ο Επόπτης δεν μπορεί να ασκήσει έντονες πιέσεις αν δεν συντρέχει λόγος συστημικής ευστάθειας, είναι δύσκολο κάποιες τράπεζες να το πάρουν απόφαση ότι θα απορροφηθούν από μεγαλύτερους ομίλους και θα χαθούν από το χάρτη. Υπάρχει, επίσης, ο παράγοντας «τραπεζική ένωση». Όσο το οικοδόμημα παραμένει στα… μπετά, τόσο μειώνονται οι πιθανότητες να δούμε για παράδειγμα μία ισπανική τράπεζα να εξαγοράζει μία βελγική ή ελληνική. Και αυτό γιατί σήμερα η Ευρωζώνη απέχει πολύ από το να θεωρηθεί ένα εναρμονισμένο τραπεζικό σύμπαν.
Οι περισσότερες χώρες, μάλιστα, απαιτούν από τις θυγατρικές ξένων τραπεζών να διαθέτουν ανεξάρτητες πηγές κεφαλαίων και ρευστότητας, ενώ εκκρεμεί και το θέμα της τελικής εφαρμογής της Βασιλείας ΙΙΙ, καθώς βρισκόμαστε σε μεταβατική φάση. Με τα σημερινά δεδομένα, στην περίπτωση που λάμβαναν χώρα μεγάλες εξαγορές και συγχωνεύσεις θα δημιουργούνταν σύνθετοι τραπεζικοί όμιλοι που ενδεχομένως θα αποτελούσαν μεγαλύτερους συστημικούς κινδύνους σε μελλοντικές κρίσεις. Όπως έχει πει και ο Ντράγκι, πολλές χώρες είναι «overbanked» αλλά οι συγχωνεύσεις δεν είναι πανάκεια.
Γι’ αυτό μέχρι να φτάσουμε στο σημείο που η Ευρωζώνη θα διαθέτει ένα πλήρως ενοποιημένο τραπεζικό σύστημα (όχι πριν το 2024 αν και εφόσον υπάρξει η απαιτούμενη θέληση σε πολιτικό επίπεδο) οι τραπεζικές συνεργασίες θα αφορούν σε τοπικές κυρίως συναλλαγές. Αυτό συμβαίνει σήμερα στην Ιταλία και σύμφωνα με πηγές από τη Ρώμη, δεν αποκλείεται η κίνηση της Intesa να ξυπνήσει τα αντανακλαστικά και άλλων μεγάλων παικτών, όπως η UniCredit και η BancoBPM, που θα καλόβλεπαν την εξαγορά της αρχαιότερης τράπεζας στον κόσμο Banca Monte dei Paschi di Siena.
Έτσι ξαφνικά, λοιπόν, ο ιταλικός τραπεζικός κλάδος είναι έτοιμος να ταράξει τα νερά. Η δεύτερη μεγαλύτερη τράπεζα της Ιταλίας, βάσει ενεργητικού, κατέθεσε την περασμένη Τρίτη πρόταση για την εξαγορά της έκτης μεγαλύτερης τράπεζας της χώρας, σε μία συναλλαγή που αν προχωρήσει θα είναι το μεγαλύτερο τραπεζικό deal σε διάστημα άνω των 10 ετών στην Ευρώπη.
Αναλυτές εκτιμούν ότι οι εξαγορές και συγχωνεύσεις επανέρχονται στο προσκήνιο, ως μία λύση στα χρόνια προβλήματα κερδοφορίας που αντιμετωπίζουν οι ευρωπαϊκές τράπεζες και οι εξελίξεις στην Ιταλία θα είναι μόνο η αρχή. Η Ιταλία μετράει πάνω από 500 τράπεζες, όπως και η Αυστρία, ενώ η Γερμανία έχει περισσότερες από 1.500. Με τη δημιουργία εθνικών τραπεζικών πρωταθλητών, στην ΕΚΤ θεωρούν ότι θα υλοποιηθεί πιο γρήγορα η τραπεζική ένωση σε ένα project που πρέπει να «τρέξει» αφού μειωθούν οι κίνδυνοι ο οποίοι εστιάζονται στα «κόκκινα» δάνεια αλλά δεν είναι μόνο αυτοί.
Όσο για την Ελλάδα, η συνεχιζόμενη αβεβαιότητα αναφορικά με τη διαχείριση των «κόκκινων» δανείων και η παντελής έλλειψη διάθεσης για διασυνοριακά deals, εκτιμάται ότι εξαιρεί τις ελληνικές τράπεζες από τις όποιες εξελίξεις δούμε στην υπόλοιπη Ευρώπη, τουλάχιστον για την επόμενη τριετία - τετραετία.