Το υπουργείο Οικονομικών περίμενε ότι στο πρώτο τρίμηνο της φετινής χρονιάς θα καταγραφόταν πολύ μεγάλη αύξηση των εσόδων από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης καυσίμων σε σχέση με το αντίστοιχο περυσινό διάστημα για τον εξής προφανή λόγο: Πέρυσι στο πρώτο τρίμηνο είχαμε lockdown και απαγόρευση μετακινήσεων από νομό σε νομό ενώ φέτος δεν υπήρχε κανένας περιορισμός στις μετακινήσεις. Έτσι, είχε προϋπολογίσει ότι τα φορολογικά έσοδα από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης καυσίμων θα έφταναν στα 1,04 δισ. ευρώ για το πρώτο τρίμηνο από 811 εκατ. ευρώ πέρυσι.
Η λογική με βάση τα προ πολέμου πρόβλεψη για αύξηση των εσόδων κατά περίπου 12%, «σκόνταψε» στην ενεργειακή κρίση. Η εκτόξευση των τιμών έχει ήδη οδηγήσει στο «φρενάρισμα» της κατανάλωσης ενώ όσο θα περνάει ο καιρός με τις τιμές να παραμένουν στα σημερινά επίπεδα, τόσο πιο αισθητό θα αρχίσει να γίνεται το φαινόμενο.
Μπορεί τα «ρεκόρ» της εξόδου μέσα στο Πάσχα ή η αυξημένη κίνηση στους δρόμους του λεκανοπεδίου να ξεγελούν, ωστόσο, τα στοιχεία του υπουργείου Οικονομικών είναι αποκαλυπτικά: Από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης στα ενεργειακά προϊόντα, έχουν συγκεντρωθεί 82 εκατ. ευρώ στο πρώτο τρίμηνο λιγότερα έναντι των προβλέψεων. Και επειδή ο ειδικός φόρος κατανάλωσης στα ενεργειακά προϊόντα υπολογίζεται με ένα σταθερό ποσό ανά λίτρο, ένας μόνο τρόπος υπάρχει να φανεί υστέρηση: Να πουληθούν λιγότερα λίτρα αμόλυβδης, πετρελαίου κίνησης ή πετρελαίου θέρμανσης διότι αυτές είναι οι βασικές πηγές απόδοσης του ειδικού φόρου κατανάλωσης.
Και γιατί από την άλλη έχουν εκτοξευτεί και σε σχέση με πέρυσι αλλά και σε σχέση με τις προβλέψεις τα έσοδα από τον ΦΠΑ στα πετρελαιοειδή; Διότι ο ΦΠΑ επηρεάζεται και από την κατανάλωση αλλά -κυρίως- από την εξέλιξη των τιμών.
Τα στοιχεία του Απριλίου και κυρίως του Μαΐου θα δείξουν με μεγαλύτερη σαφήνεια την καταναλωτική συμπεριφορά των καταναλωτών όσον αφορά στα καύσιμα. Διότι από τον Μάιο πέρυσι, υπήρξε άρση των πολλών περιορισμών στις μετακινήσεις οπότε δεν θα υπάρχει ο παράγοντας «πανδημία» να εμφανίζει τεχνικά αυξημένες τις καταναλώσεις σε σχέση με πέρυσι. Θα μείνει στα φορολογικά στοιχεία, μόνο η επίπτωση των αυξημένων τιμών και τότε θα φανεί ποιες ποσότητες καυσίμων είναι διατεθειμένοι να αγοράζουν οι οδηγοί εν μέσω ακρίβειας.