Από τα είκοσι χρόνια της κυκλοφορίας του ευρώ σε φυσική μορφή και της ένταξης της Ελλάδας στην Ευρωζώνη (1.1.2002 ), τα δέκα συμπίπτουν με την οικονομική κρίση και την κρίση της πανδημίας η οικονομική παράμετρος της οποίας είναι απολύτως συνυφασμένη με την υγειονομική. Μπορούμε συνεπώς να πούμε ότι η Ελλάδα συμπληρώνει είκοσι χρόνια συμμετοχής στη νομισματική ένωση και δέκα χρόνια λειτουργίας της ως εργαστηρίου στο οποίο δοκιμάστηκε η ικανότητα της Ευρωζώνης να διαχειρίζεται κρίσεις και να προσαρμόζει τους κανόνες οικονομικής διακυβέρνησής της με τρόπο αδιανόητο για την αρχική «νομική» περιγραφή του όλου εγχειρήματος. Αν δεν υπήρχε η - ελληνική κυρίως - κρίση χρέους της περιόδου 2009-2018, η Ε.Ε. και ιδίως η Ευρωζώνη δεν θα μπορούσε να αντιμετωπίσει γρήγορα, ευέλικτα και δυναμικά την οικονομική διάσταση της πανδημικής κρίσης.
Το αναδρομικό ερώτημα αν ήταν σωστή επιλογή η ένταξη της Ελλάδας στη ζώνη του ευρώ το 2002, υπερκαλύπτεται από την προφανή απάντηση στο ερώτημα αν ήταν σωστή η επιλογή να παραμείνει η χώρα στο ευρώ (και κατά μείζονα λόγο στους κόλπους της ΕΕ) μετά την έκρηξη, το 2009, της κρίσης χρέους, ελλείμματος και ανταγωνιστικότητας που επωαζόταν επί δεκαετίες: πριν και μετά την ένταξη στην Ευρωζώνη. Η δεύτερη αυτή επιλογή ήταν όχι μόνο σωστή αλλά τελικά και ευρύτατης πολιτικής στήριξης. Πολύ ευρύτερης από τη στήριξη που είχε η επιλογή της ένταξης στις τότε Ευρωπαϊκές Κοινότητες την περίοδο 1975-1979 από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, ακόμη και η επιλογή της συμμετοχής στη ζώνη του ευρώ που έγινε την περίοδο 1993-2002 αρχικά από τον Ανδρέα Παπανδρέου και οριστικά από τον Κώστα Σημίτη.
Η περίοδος πάντως της οικονομικής κρίσης έδειξε ότι αν η Ελλάδα δεν εντασσόταν στη ζώνη του ευρώ πρακτικά από τη συγκρότησή της, σε συνδυασμό με την ένταξη της Ιταλίας η συμμετοχή της οποίας ήταν αναγκαία για την υπόσταση της νομισματικής ένωσης, η μεταγενέστερη ένταξή της θα ήταν από πολύ δύσκολη έως αδύνατη. Όπως επίσης έδειξε η ίδια περίοδος, η συμμετοχή της Ελλάδας στην Ευρωζώνη της δημιούργησε την εσφαλμένη, σε μεγάλο βαθμό, αίσθηση ότι η νομισματική ένωση λειτουργεί και ως «αυτόματος» θώρακας κατά των χρηματοοικονομικών και των δημοσιονομικών κρίσεων. Δυστυχώς η Ευρωζώνη είχε, από την άλλη μεριά, την εσφαλμένη αίσθηση ότι όλα θα λειτουργούν εσαεί «υπό φυσιολογικές συνθήκες θερμοκρασίας και πιέσεως» και στο δημοσιονομικό και στο χρηματοοικονομικό πεδίο. Ούτε το ένα ούτε το άλλο όμως αλήθευε. Η Ευρωζώνη λειτούργησε εντέλει με τιμωρητική και «παιδαγωγική» αλληλεγγύη απέναντι στα κράτη μέλη της που έπεσαν στη δίνη της κρίσης και αυτά τα κράτη μέλη (κυρίως η Ελλάδα) κατέβαλαν το βαρύ τίμημα των μέτρων λιτότητας, της σωρευτικής ύφεσης, της πολύ υψηλής ανεργίας, της λεγόμενης εσωτερικής υποτίμησης, της δοκιμασίας της κοινωνικής συνοχής και των δημοκρατικών αντοχών.
Η υποθετική Ιστορία και μάλιστα η οικονομική δεν διαθέτει επιστημονικά εχέγγυα, μπορούμε όμως να πούμε με επαρκή βεβαιότητα ότι εκτός Ευρωζώνης η Ελλάδα, εφόσον επικρατούσε (όπως είναι σφόδρα πιθανό) η ίδια «διαρθρωτική» έλλειψη επίγνωσης και αντικυκλικής προνοητικότητας, θα κατέληγε και πάλι σε κρίση χρέους, ελλείμματος και ανταγωνιστικότητας. Και μόνο η δυναμική του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος από τη Μεταπολίτευση μέχρι την έκρηξη της κρίσης αρκεί για την τεκμηρίωση αυτής της υπόθεσης. Μια Ελλάδα εκτός ευρώ θα διέθετε βεβαίως τις ευχέρειες της νομισματικής χρηματοδότησης και της πολλαπλής υποτίμησης του εθνικού της νομίσματος. Δεν θα είχε όμως τη δανειακή στήριξη των εταίρων της στην Ευρωζώνη, ούτε τη δυνατότητα μιας κολοσσιαίας και ουσιαστικά «αναίμακτης» αναδιάρθρωσης του δημοσίου χρέους της. Θα προσέτρεχε στην ανεπαρκή στήριξη του ΔΝΤ, θα ένιωθε, μέσα στη μοναξιά της, τη σκληρότητα των αγορών και η όποια επέμβαση στο δημόσιο χρέος της θα οδηγούσε πιθανότατα σε νομικά, χρηματοοικονομικά και εντέλει κοινωνικά και πολιτικά προβλήματα τύπου Αργεντινής. Από πλευράς συνθηκών ζωής, αγοραστικής δύναμης, κοινωνικής συνοχής και λειτουργίας του πολιτεύματος οι επιπτώσεις θα ήσαν μακράν χειρότερες από αυτές που βίωσε η χώρα. Η βίαιη υποτίμηση του εθνικού νομίσματος θα δημιουργούσε μια δυναμική ανάκαμψης, από μια όμως δραματικά χαμηλή αφετηρία και σε ένα πλαίσιο που δεν θα μπορούσε να περιγραφεί ως ομαλό και δυτικοευρωπαϊκό.
Άλλωστε ο κοινός παρονομαστής των αποφάσεων για ένταξη στις τότε Ευρωπαϊκές Κοινότητες το 1975-1979, για ένταξη στην Ευρωζώνη το 1993-2002 και για παραμονή στο ευρώ το 2010-2015, είναι ακριβώς το γεγονός ότι πρόκειται για πολιτικές αποφάσεις. Κάποιοι πλήρωσαν βαρύ κόστος, ιδίως την περίοδο της κρίσης, γιατί έλαβαν και υπηρέτησαν την απόφαση αυτή. Ακόμη όμως και η αναγκαστική στροφή του ΣΥΡΙΖΑ μετά το δημοψήφισμα και την υπαρξιακή διακινδύνευση στην οποία εκτέθηκε η χώρα, ήταν μια «πολιτική απόφαση».
Η συγκρότηση της Ευρωζώνης δεν είναι ένα ακόμη βήμα στη διαδρομή της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Η εισαγωγή του ευρώ και η αντικατάσταση των εθνικών νομισμάτων δεν συνιστά απλώς τη μεταφορά της νομισματικής πολιτικής από την (πρωτογενή) αρμοδιότητα των κρατών μελών στη (δοτή) αρμοδιότητα της Ένωσης και ειδικότερα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών. Συνιστά σοβαρή μεταβολή των σχέσεων μεταξύ κρατών μελών και Ένωσης ως προς την κυριαρχία. Το νόμισμα, όπως τα σύνορα, η σημαία, το Σύνταγμα, είναι γενετικά στοιχεία της κρατικής κυριαρχίας, δεν είναι απλά πεδία αρμοδιότητας νομισματικής, αμυντικής, συντακτικής. Βεβαίως τα κράτη μέλη αν και έπαψαν να είναι κλασικά «βεστφαλικά» κυρίαρχα κράτη και κατέστησαν ακριβώς «κράτη μέλη», διατηρούν τον ρόλο τους, διεκδικούν την ταυτότητά τους, φέρουν το βάρος των λειτουργιών τους ιδίως σε περιόδους κρίσης, δηλαδή πρακτικά πάντοτε. Διεκδικούν επίσης τον διακυβερνητικό έλεγχο των κρίσιμων ενωσιακών εξελίξεων. Ο άξονας Βερολίνου - Παρισίων διεκδικεί πάντα την πρωτοκαθεδρία των κρίσιμων αποφάσεων από τις Βρυξέλλες και τα θεσμικά όργανα της Ένωσης. Η Ρώμη ή η Μαδρίτη ή άλλες πρωτεύουσες δεν το αρνούνται αυτό, απλώς επιδιώκουν τη συμμετοχή τους.
Η ΕΕ και στον πυρήνα της η Ευρωζώνη δεν απέκτησε βεβαίως χαρακτηριστικά κράτους ή υπερκράτους ή αυτοκρατορίας. Είναι πάντα ένα θεσμικό υβρίδιο. Δεν απέκτησε Σύνταγμα. Ούτε καν μια «Συνθήκη για τη θέσπιση ενός Συντάγματος για την Ευρώπη». Διέπεται από τη μεταρρυθμιστική, όπως ονομάστηκε, Συνθήκη της Λισαβώνας. Όμως το θεσμικό σύστημα οικονομικής διακυβέρνησης της ΕΕ και της Ευρωζώνης, όπως συγκροτείται στο πεδίο του Δικαίου της ΕΕ και στο παράπλευρο πεδίο συμβάσεων του Διεθνούς Οικονομικού Δικαίου, έχει στην πραγματικότητα αφαιρέσει την κρίσιμη αυτή ύλη από τα εθνικά συντάγματα των κρατών μελών. Το γερμανικό Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο άσκησε έλεγχο υπέρβασης των αρμοδιοτήτων της Ένωσης (ultra vires) και αμφισβήτησε το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (PSPP). Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) όμως το συνέχισε και το επέκτεινε λόγω πανδημίας (PEPP). Οι περισσότερες εθνικές κυβερνήσεις ζητούν ουσιαστικά αυτό να συνεχιστεί, η δε γερμανική κυβέρνηση δήλωσε επισήμως προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ότι σέβεται την υπεροχή του ενωσιακού δικαίου και την αποκλειστική αρμοδιότητα του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης να ελέγχει τις πράξεις των οργάνων της ΕΕ, πρακτικά της ΕΚΤ. Επιπλέον το ίδιο το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο αποφάσισε την έκδοση κοινού χρέους για τη μερική χρηματοδότηση του Ταμείου Ανάκαμψης.
Το πιο ενδιαφέρον είναι ότι η Ευρωζώνη λειτουργεί όχι μόνο ως νομισματική ένωση αλλά και ως ομάδα κρατών μελών που σέβονται τις (συνταγματικές) αξίες της ΕΕ. Οι αμφισβητήσεις της ευρωπαϊκής φιλελεύθερης δημοκρατίας και του κράτους δικαίου, δηλαδή οι θεωρίες και οι πρακτικές της λεγόμενης illiberal democracy, αναπτύσσονται σε κράτη μέλη που έζησαν την εμπειρία του υπαρκτού σοσιαλισμού και βρίσκονται εκτός Ευρωζώνης (Ουγγαρία, Πολωνία, αλλά και Ρουμανία, σε προηγούμενη φάση η Τσεχία κ.ο.κ).
Στο αναδρομικό συνεπώς ερώτημα αν δικαιώθηκε η απόφαση ένταξης της χώρας στη ζώνη του ευρώ, νομίζω ότι η απάντηση που δίνει η δύσκολη εμπειρία των τελευταίων δέκα ετών και η ανοικτή πρόκληση που προκύπτει από τους ενδοευρωπαϊκούς συσχετισμούς και την προοπτική τους, είναι προφανώς θετική.
* Πρώην αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης και υπουργός Εξωτερικών, πρώην υπουργός Οικονομικών. Πρώην πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ. Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου (ΑΠΘ)