Πολιτικός «έρωτας» ή πολιτικό κισμέτ η σχέση του ΣΥΡΙΖΑ, ως κόμματος εξουσίας, με τις δημοσκοπήσεις έχει διαγράψει μια πολυκύμαντη διαδρομή. Συναγωνίζεται και ενδεχομένως να υποσκελίζει τη φλογερή πολεμική για το άχτι που εκτρέφει η αξιωματική αντιπολίτευση για τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, η οποία εμφανίζεται ως ακαριαίο σύμπτωμα κατά τις επαναλαμβανόμενες περιόδους, των αδιεξόδων που οδηγείται η στρατηγική της Κουμουνδούρου.
Τα τελευταία εικοσιτετράωρα και ενώ ξαναμπήκαν στο στόχαστρο οι δυο αγαπημένοι «ένοχοι» του ΣΥΡΙΖΑ, φαίνεται ότι επιχειρείται η αξιοποίηση της αλήστου μνήμης «δημοσκοπικής εργαλειοθήκης» του 2019. Μπροστάρηδες στις αναλύσεις που επαναφέρουν τις μεθοδολογίες «Σκλιά», δυο μέσα ενημέρωσης που απηχούν τις απόψεις της Κουμουνδούρου με εργαλείο μια μελέτη του Ινστιτούτου «Νίκος Πουλαντζάς». Η έρευνα, που επίσης δεν διενεργείται από έναν αχρωμάτιστο, πολιτικά φορέα, συμπεριλαμβάνει όλες τις μετρήσεις εκλογικής επιρροής, πάνω στις οποίες ο ΣΥΡΙΖΑ έχει στρέψει τον προβολέα της αμφισβήτησης, είτε για τα επιμέρους, είτε για το σύνολο των ευρημάτων τους.
Σε όλες τις δημοσκοπήσεις ή τις έρευνες που αποτυπώνουν ότι η Νέα Δημοκρατία διατηρεί την κυριαρχία της στην πρόθεση ψήφου κι ο Κυριάκος Μητσοτάκης χαρακτηρίζεται από τους πολίτες ως ο καταλληλότερος πολιτικός αρχηγός για την πρωθυπουργία, τα site που επικαλούνται τη συγκεκριμένη μελέτη, βλέπουν κλείσιμο της ψαλίδας στα όρια του στατιστικού λάθους. ροδίδοντας την ανάγκη των μέσων που πρόσκεινται στην Κουμουνδούρου να παρουσιάσουν το αφήγημα ότι ο ΣΥΡΙΖΑ «κλείνει την ψαλίδα» που τον χωρίζει από τη ΝΔ, παρά το γεγονός ότι αυτό δεν προκύπτει από καμία άλλη δημοσκόπηση. Αντιθέτως, η δημοσκοπική εικόνα είναι ότι η ΝΔ καταφέρνει να διατηρήσει το προβάδισμα σε επίπεδα εφάμιλλα ή υψηλότερα από τη διαφορά που απέσπασε στις γενικές εκλογές του 2019.
Είναι εξόφθαλμο, το πολιτικό άγχος που εκπέμπεται από την ίδια προσέγγιση με την οποία επιχειρείται να αναδειχθεί η εικόνα ότι η θέση του ΣΥΡΙΖΑ στην εκλογική κατάταξη, ως δεύτερου κόμματος δεν απειλείται από το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ. Αυτό είναι το συμπέρασμα που εξάγεται από την επιμέλεια στην επανάληψη αναφορών για την κάμψη που καταγράφεται στη δημοσκοπική άνοδο, μετά την ώθηση που έδωσε η εκλογή του Νίκου Ανδρουλάκη στην ηγεσία του κόμματος, καθώς επίσης τα σχόλια ότι πλέον ο νέος πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ βρίσκεται αντιμέτωπος με την «πραγματικότητα».
Τα προσχήματα δεν τηρούνται ούτε με την παράλειψη των ευρημάτων που περιλαμβάνονται ακόμα και στις Πολιτικές Τάσεις του Ιδρύματος Πουλαντζά, στις οποίες υπολογίζεται πως το 24,5% των κεντρώων έχουν πρόθεση να στηρίξουν τη ΝΔ, έναντι 14,9% που στηρίζει τον ΣΥΡΙΖΑ. Αλλά και στα στοιχεία των μετρήσεων φανερώνουν επίσης ότι η ΝΔ δεν είναι μόνο η μεγαλύτερη πολιτική δύναμη στον κεντροδεξιό και δεξιό χώρο, αλλά ταυτόχρονα έχει κερδίσει και συνεχίζει να κερδίζει την εμπιστοσύνη μεγάλου μέρους των ψηφοφόρων που αυτοχαρακτηρίζονται ως κεντρώοι.
Όλα αυτά διαφεύγουν της προσοχής των εμπνευστών της πολιτικής ανάλυσης που δεν αμφισβητεί απλώς την επιστήμη της στατιστικής αλλά και την ίδια την κοινή λογική. Την αλά κάρτ «αγάπη» για τις δημοσκοπήσεις φαίνεται ότι ζεσταίνει ο φακός του 2019 η παραμορφωμένη διάθλαση του οποίου οδήγησε στις διαδοχικές, εκλογικές καταδίκες εκείνης της χρονιάς, γιατί ήταν λάθος το «πιθανολογικό μοντέλο».