Του Γιάννη Κ. Τρουπή
Για την ουσία των όσων υποστηρίζει ο Παύλος Πολάκης, ο καθένας μπορεί και δικαιούται να έχει τη δική του άποψη. Κάποιοι τον θεωρούν “τζάμπα μάγκα” και κάποιοι άλλοι “αυθεντικό” και εκφραστή του μέσου πολίτη. Περί ορέξεως λοιπόν προφανώς και δεν υπάρχει κάποιο θέμα.
Ως προς τον τρόπο όμως που ο κάθε πολιτικός μπορεί να εκφράζει τις απολύτως θεμιτές σκέψεις και θέσεις του, πολλά μπορούν να ειπωθούν, πόσο μάλιστα όταν όλα αυτά διαδραματίζονται εντός του κοινοβουλίου.
Οι σκηνές και οι διάλογοι που έγιναν γνωστοί μετά τις δύο πρώτες θυελλώδεις συνεδριάσεις της προανακριτικής επιτροπής της βουλής με πρωταγωνιστή τον πρώην αναπληρωτή υπουργό υγείας “σηκώνουν πολλή κουβέντα” όχι ως προς την ουσία αλλά κυρίως ως προς τον αντίκτυπο που μπορεί να έχουν στην κοινωνία.
Με άλλα λόγια το μεγάλο ερώτημα που πλέον διατυπώνεται και αφορά στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι ένα: Τέτοιου είδους συμπεριφορές και αντιδράσεις βρίσκουν απήχηση στην πλειοψηφία της κοινωνίας; Ή μήπως οι κινήσεις αυτές έχουν ήδη ξεπεραστεί από τους ίδιους τους πολίτες;
Τα παραπάνω ερωτήματα μπορεί για πολλούς να μοιάζουν επιδερμικά όμως σε ένα μεγάλο πολιτικό κόμμα όπως ο ΣΥΡΙΖΑ , το οποίο κυβέρνησε τη χώρα και φιλοδοξεί να το επαναλάβει θα πρέπει να βρίσκονται μέσα στην ατζέντα του καθημερινού προβληματισμού του. Πόσο λοιπόν καλό κάνουν στο σημερινό κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης τέτοιου είδους περιστατικά και πόσο ώθηση του δίνουν;
Καθαρή απάντηση πιθανότατα δεν υπάρχει αυτή την στιγμή, μια και ο ίδιος ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ με τη διαχείριση που κάνει στο ζήτημα δείχνει να θέλει να ισορροπήσει μεταξύ της απαραίτητης κάλυψης των στελεχών του και της επιβεβλημένης θεσμικότητας. Άλλωστε η επιστολή του κ. Τσίπρα προς τον πρόεδρο της Βουλής μπορεί να αποτελεί στήριξη προς τους δύο βουλευτές του, όμως δε θα πρέπει να περάσει απαρατήρητη η εμφανής διαφορά ως προς την ηπιότητα του λόγου που ο πρώην πρωθυπουργός χρησιμοποιεί.
Το ότι η πόλωση και η όξυνση συνολικά δείχνει να μην ταιριάζει στο κλίμα των ημερών οφείλεται, όπως τονίζουν στελέχη της κυβέρνησης, εν πολλοίς και στους χειρισμούς του κ. Μητσοτάκη. Όπως επιμένουν οι ίδιες πηγές από την πρώτη στιγμή της ανάληψης της πρωθυπουργίας με τις πολιτικές του επιλογές έριξε το βάρος στη βελτίωση της οικονομίας ποντάροντας στην επαναφορά στη λεγόμενη κανονικότητα. “Σε αυτή την νέα σελίδα, οι εικόνες που είδαμε στη Βουλή τις τελευταίες μέρες μοιάζουν εντελώς παρωχημένες”, επιμένει συνομιλητής του πρωθυπουργού.
Στην κυβέρνηση πάντως δεν κρύβουν το γεγονός ότι η βελτίωση της οικονομίας και το μεταναστευτικό αποτελούν τις δύο προτεραιότητες του Κυριάκου Μητσοτάκη. Ειδικά η διαχείριση των μεταναστευτικών ροών αναγνωρίζεται από όλους ως το θέμα που θα κρίνει πολλά.
Αξίζει να επισημανθεί ότι στην ευρωπαϊκή “ακινησία” που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια στο συγκεκριμένο ζήτημα οι προτάσεις που, σύμφωνα με σχετικά δημοσιεύματα, ανέπτυξε ο υπουργός εσωτερικών της Γερμανίας Ζεεχόφερ στους ομολόγους του της Γαλλίας, της Ιταλίας, της Μ. Βρετανίας, της Πολωνίας και της Ισπανίας - δηλαδή των πέντε πληθυσμιακά μεγαλύτερων χωρών της Ευρώπης πέραν της Γερμανίας - δείχνουν ικανές να αλλάξουν τις ισορροπίες.