Δεν πρωτοτυπώ, απλώς υιοθετώ μια πολιτική θέση που την προβάλλουν πολιτικοί, ιστορικοί και δημοσιολόγοι, εδώ και πολλά χρόνια. Απλώς κάθε χρόνος που περνά και το Κυπριακό πρόβλημα δεν επιλύεται, η λύση των δύο χωριστών κρατών θεωρείται η πλέον λειτουργική και άρα η μοναδική βιώσιμη.
Είναι γνωστό ότι κυπριακή συνείδηση δεν υπήρξε ποτέ στην Μεγαλόνησο. Οι δύο κοινότητες είχαν τα εκπαιδευτήρια τους στα οποία διδασκόταν η ιστορία των μητέρων-πατρίδων τους, τα ήθη και τα έθιμα τους και κυρίως την γλώσσα τους. Δεν υπήρξε ποτέ κυπριακή γλώσσα. Όπως και μέχρι σήμερα δεν υπάρχει κυπριακός εθνικός Ύμνος. Η κάθε κοινότητα ανακρούει αυτόν της μητέρας-πατρίδας.
Θα μπορούσε να υπάρξει μια τομή, ένα νέο ξεκίνημα, με τις Συμφωνίες της Ζυρίχης και του Λονδίνου οι οποίες τόσο αφρόνως καταγγέλθηκαν τότε τόσο από την Ένωση Κέντρου όσο και από την ΕΔΑ. Κι όμως μέσα από αυτές γεννήθηκε η Κυπριακή Δημοκρατία ως ανεξάρτητο κράτος, με δεσμευμένη ανεξαρτησία, καθώς τελούσε υπό την προστασία της Ελλάδας, της Τουρκίας και του Ηνωμένου Βασιλείου.
Είναι γεγονός πως το Σύνταγμα του νεοσύστατου κράτους περιείχε διατάξεις που δημιουργούσαν προβλήματα στην εύρυθμη λειτουργία του. 13 σημεία του Συντάγματος, τον Νοέμβριο του 1963, ο Μακάριος τυχοδιωκτικά -εκμεταλλευόμενος το κενό εξουσίας που υπήρχε τότε στην Ελλάδα- επιχείρησε να τα τροποποιήσει μονομερώς, προκαλώντας την αντίδραση της τουρκικής-τουρκοκυπριακής πλευράς με αποτέλεσμα την έναρξη των κοινοτικών εχθροπραξιών τα Χριστούγεννα του 1963.
Μέχρι και την τουρκική εισβολή στο νησί, η στρατηγική της ελληνοκυπριακής ηγεσίας ήταν η μετατροπή του 18% των Τουρκοκυπρίων σε μια μειονότητα που θα την απορροφούσε σταδιακά η ελληνοκυπριακή πλευρά. Ποτέ δεν την αντιμετώπισε ως κοινότητα με τα δικαιώματα της. Αυτό ήταν το παιχνίδι με τον χρόνο που έπαιζε ο Μακάριος με τις διακοινοτικές συνομιλίες 1968-1974.
Με την εισβολή όλο το σκηνικό άλλαξε. Από τότε η ελληνική-ελληνοκυπριακή πλευρά χάραξε την γραμμή της ομοσπονδιακής λύσης μέσα από την οποία θα υπήρχαν πρόνοιες για την επιστροφή στις οικίες τους και στις περιουσίες τους όσο το δυνατόν πιο πολλών ελληνοκύπριων προσφύγων. Αν αυτή η στρατηγική είχε κάποιο νόημα στα πρώτα χρόνια μετά την εισβολή, στην συνέχεια είχε προσλάβει τον χαρακτήρα της πρόφασης για τις δυνάμεις της αδράνειας που δεν ήθελαν καμιά λύση. Βολευόταν με την υπάρχουσα κατάσταση. Από την άλλη πλευρά ήταν και παραμένει σαφές πως οποιαδήποτε λύση του κυπριακού θα πρέπει να συμβαδίζει με τα τουρκικά συμφέροντα.
Τόσο με το σχέδιο Ανάν όσο και στο Κραν Μοντανά οι δύο πλευρές βρέθηκαν πολύ κοντά σε μια λύση. Την πρώτη φορά την συγκεκριμένη λύση απέρριψε με μεγάλη πλειοψηφία η ελληνοκυπριακή πλευρά. Στο Κραν Μοντανά, φαίνεται ότι ο Γ. Αναστασιάδης έκανε πίσω την τελευταία στιγμή.
Είναι ολοφάνερο πως οι ελληνοκυπριακές ηγεσίες δεν θέλουν να απεμπολήσουν, και καλά κάνουν, το μοναδικό πλεονέκτημα που έχουν από το 1974 και μετά. Την διάσωση της διεθνούς κρατικής υπόστασης της Κυπριακής Δημοκρατίας, ένα πλεονέκτημα που θα το χάσουν μόνον αν το επιζητήσουν οι ίδιοι οι Ελληνοκύπριοι. Τόσο το σχέδιο Ανάν όσο και το σχέδιο του Κραν Μοντανά προέβλεπαν την αυτοδιάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και την συγκρότηση, παρθενογενετικά, μιας νέας Κυπριακής Δημοκρατίας από τις δύο συνιστώσες κοινότητες.
Συγχρόνως, αναδεικνυόταν και πάλι το ζήτημα της λεγόμενης πολιτικής ισότητας. Δηλαδή σε τελική ανάλυση τον τρόπο που θα λαμβάνονταν οι αποφάσεις στο νεοσύστατο κράτος. Η Τουρκία και οι Τουρκοκύπριοι επέμεναν και επιμένουν, για να διασφαλίσουν τα συμφέροντα τους, στον σχηματισμό τέτοιων πλειοψηφιών που εν τοις πράγμασι είναι αδύνατον να επιτευχθούν. Η ελληνοκυπριακή πλευρά τονίζει ότι παρόμοια ερμηνεία της «πολιτικής ισότητας» θα οδηγήσει σε ακυβερνησία ένα κράτος-μέλος της ΕΕ και υποστηρίζουν την θέση της πολιτικής ισότητας σε συνδυασμό με την αποτελεσματική διακυβέρνηση. Δηλαδή επιδιώκουν τον τετραγωνισμό του κύκλου.
Επιπροσθέτως και τα δύο σχέδια καλούσαν την ελληνοκυπριακή πλευρά να προχωρήσει στις παραχωρήσεις της άμεσα, ενώ η Τουρκία θα εκπλήρωνε τις υποχρεώσεις της (αποχώρηση στρατευμάτων, επιστροφή προσφύγων στις πατρίδες τους) σε βάθος χρόνου. Τι θα γινόταν όμως αν σε αυτό το χρονικό διάστημα η κατάσταση οξυνόταν και πάλι και η Τουρκία δεν τηρούσε τις υποχρεώσεις της; Στο μεταξύ όμως το μόνο κεκτημένο της ελληνοκυπριακής πλευράς, δηλαδή η αναγνώρισης της διεθνούς οντότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας θα είχε χαθεί αμετάκλητα.
Τούτων δοθέντων, η μόνη βιώσιμη λύση είναι αυτή των δύο κρατών -το βελούδινο διαζύγιο- τα οποία θα έχουν τις καλύτερες δυνατές σχέσεις μεταξύ τους. Με αυτόν τον τρόπο η Κυπριακή Δημοκρατία θα απαλλαγεί και από το καθεστώς της δεσμευμένης ανεξαρτησίας των εγγυητριών δυνάμεων.
Τα ερωτήματα είναι δύο: γιατί η ελληνοκυπριακή πλευρά δεν αποδέχεται αυτήν την λύση και κυνηγά χίμαιρες; Η Τουρκία θα αποδεχόταν την λύση των δύο χωριστών κρατών;
Υ.Γ. Το 1999 άκουσα Κύπριο ιστορικό ηγέτη, από τους ελάχιστα μετριοπαθείς, να δηλώνει πως οι επόμενες δύο γενιές Κυπρίων θα μας καταριούνται που δεν δεχόμαστε την διχοτόμηση, γιατί κατά το 2060 οι Τουρκοκύπριοι θα είναι η πλειοψηφία στο νησί.