Ο Κ. Μητσοτάκης επέλεξε όπως ο ίδιος έδειξε με τη συνέντευξή του στο ΣΚΑΪ, να είναι συνεπής με τις προσωπικές αρχές και αξίες του, τηρώντας τη δέσμευσή του να εξαντλήσει την τετραετία για λόγους θεσμικούς και πολιτικούς.
Τέτοιες σοβαρές επιλογές κρίνονται εκ του αποτελέσματος, που θα είναι φυσικά η εκλογική επίδοση της ΝΔ στις εκλογές στο τέλος της τετραετίας, όπου οι ψηφοφόροι θα αποτυπώσουν όχι μόνο την εκτίμησή τους για τη συνέπεια που επέδειξε ο πρωθυπουργός για την τήρηση της θεσμικής τάξης, που η παραβίασή της αποτελεί τον κανόνα τουλάχιστον στη μεταπολίτευση, όσο και ικανοποίησή τους ή μη από το συνολικό έργο της κυβέρνησης.
Η αναφορά του Κ. Μητσοτάκη ότι επιλέγει την πολιτική σταθερότητα και την εξάντληση της τετραετίας ανεξαρτήτως κόστους, παραγνωρίζει όμως έναν βασικό παράγοντα. Ότι η απλή αναλογική με την οποία ο ΣΥΡΙΖΑ πριν από την αποχώρησή του από την εξουσία ναρκοθέτησε το πολιτικό σκηνικό είναι η βασική απειλή αποσταθεροποίησης και έτσι ο κίνδυνος δεν αποσοβείται ούτε εξουδετερώνεται αλλά απλώς αναβάλλεται σε ένα μέλλον που κάθε άλλο παρά είναι προβλέψιμο.
Και όπως έχουν δείξει τα τελευταία τρία χρόνια, πάντα υπάρχει χρόνος για να συμβεί το χειρότερο.
Και αν σήμερα οι ρητορικές εξάρσεις Ερντογάν είναι στο κόκκινο, ο πόλεμος στην Ουκρανία σε έξαρση, η ενεργειακή κρίση μπροστά μας, η αβεβαιότητα στην οικονομία περισσότερο από ποτέ ισχυρή, ώστε το ενδεχόμενο μιας υπηρεσιακής κυβέρνησης να τρομάζει, είναι προφανές ότι καμιά εγγύηση ούτε και αισιόδοξη πρόβλεψη μπορεί να γίνει ότι όλα αυτά θα ανατραπούν στους επόμενους λίγους μήνες.
Καθώς με την απλή αναλογική σε πρώτη φάση και με τον εκλογικό νόμο που έχει ψηφίσει η κυβέρνηση στη δεύτερη, είτε τον Σεπτέμβρη, είτε τον Μάρτη του 2023 να γίνουν οι εκλογές το πρόβλημα θα είναι εκεί.
Πιθανόν, η κατάσταση του ΣΥΡΙΖΑ που θεωρεί ακόμη ότι η μεγάλη προσφορά του στη χώρα ήταν η πολιτική που οδήγησε στο κλείσιμο των τραπεζών, το δημοψήφισμα και το τρίτο Μνημόνιο, ίσως να δίνει την πλασματική εικόνα στην κυβέρνηση ότι με μια επαγγελματική διαχείριση των απανωτών κρίσεων, ο πολίτης θα έχει μέτρο σύγκρισης και έτσι ακόμη και με τον εκλογικό νόμο της ΝΔ θα δώσει στο τέλος αυτοδυναμία στον Κυρ. Μητσοτάκη.
Πάντως, δεν υπάρχει ουδεμία εγγύηση ή ασφαλής πρόβλεψη ότι με την απόφαση για εξάντληση της τετραετίας υπηρετείται η πολιτική σταθερότητα.
Αντιθέτως, το κλίμα είναι πλέον εντελώς προεκλογικό και αυτό δεν μπορεί να μην το αντιλαμβάνεται ο πρωθυπουργός. Αρκεί να κάνει ζάπινγκ στις πρωινές και στις life style εκπομπές για να δει τους υπουργούς του και τους βουλευτές του να συνωστίζονται προσφέροντας ότι παροχές μπορεί να φανταστεί κανείς οι πρώτοι και τους δεύτερους να διαγκωνίζονται για την προβολή των 5΄.
Αυτό το σύστημα δύσκολα μαζεύεται, δύσκολα μαντρώνεται ώστε να κάτσει και πάλι στην καρέκλα και να δουλέψει αποδοτικά. Ακόμη και μετά τη δήλωση του πρωθυπουργού, όλοι αφήνουν στο τραπέζι και το σενάριο του αιφνιδιασμού. Ένα σενάριο βεβαίως που δεν μπορεί να αποκλειστεί, αλλά θα έχει σοβαρό πολιτικό κόστος πλέον για τον ίδιο τον πρωθυπουργό.
Η κυβέρνηση εάν πράγματι ενδιαφέρεται για την πολιτική σταθερότητα οφείλει να εξετάσει και πάλι το θέμα του εκλογικού νόμου. Μόνο η προοπτική ενός εκλογικού νόμου που θα δώσει με ευκολία αυτοδύναμες κυβερνήσεις μπορεί να καθησυχάσει τα σενάρια πολιτικής αστάθειας, τα οποία πλέον θα πλήττουν και την οικονομία, θα αποθαρρύνουν τις ξένες επενδύσεις και θα τροφοδοτούν δυνάμεις που επενδύουν σε κοινωνική αναταραχή. Αλλά και αυτό όπως διαμηνύουν από το Μέγαρο Μαξίμου μάλλον αποκλείεται γιατί δεν συνάδει με το ύφος και το ήθος της πολιτικής που πρεσβεύει.
Πέραν της προσήλωσης του κ. Μητσοτάκη στη θεσμική τάξη, μια μακρά προεκλογική περίοδος εκτιμούν ότι θα εξαντλήσει και θα αποδυναμώσει τον δυναμισμό της αξιωματικής αντιπολίτευσης και επίσης δίνει ακόμη λίγο χρόνο για την υλοποίηση προγραμματικών δεσμεύσεων που μέχρι τώρα έμειναν στο χαρτί (αν και είναι μάλλον απίθανο να επιχειρηθεί να εφαρμοσθεί π.χ. ο νόμος για τα ΑΕΙ και την πανεπιστημιακή αστυνομία στο τελευταίο τέρμινο της κυβερνητικής θητείας).
Πιθανότατα παίζει ρόλο στην απόφαση του και η βεβαιότητα του ότι το 2023 θα γυρίσει το παιγνίδι και θα αρχίσει να αποκαθίσταται μια κανονικότητα η οποία απουσιάζει από την Ελλάδα τα τελευταία 13 χρόνια. Και ότι με τη δική του διαχείριση θα περάσει η Ελλάδα τον κάβο και αυτό θα αποτελέσει το μεγάλο όπλο του στις εκλογές, δείχνοντας έτσι και μια (ανεξήγητη) εκτίμηση στην υπευθυνότητα των ψηφοφόρων.
Αυτό είναι ίσως μια εξήγηση, για την επιλογή του Κυρ. Μητσοτάκη για εκλογές στο τέλος της τετραετίας και με τον συγκεκριμένο εκλογικό νόμο.
Για να δημιουργεί όμως κλίμα σταθερότητας, θα πρέπει όλοι να ασπάζονται αυτή την αισιόδοξη εκτίμηση κάτι που δεν φαίνεται να συμβαίνει. Και ας έχουμε υπόψη μας ότι στην πολιτική τελικά όπως και στη ζωή, ακόμη και τα πιο καλογραμμένα σενάρια πολύ συχνά στο τέλος, όμορφα καίγονται.