Η συμπάθεια προς τα πρόσωπα των πολιτικών δεν αποτελεί πρωτεύον στοιχείο πολιτικής αξιολόγησης. Αν ίσχυε, ο Λεωνίδας Κύρκος θα ήταν κάποτε πρωθυπουργός, ή τουλάχιστον ηγέτης αξιωματικής αντιπολίτευσης. Ο ίδιος έλεγε για τη συμπάθεια που έτρεφε ο κόσμος προς το πρόσωπό του και το τότε κόμμα του, μας ερωτεύονται αλλά δεν μας παντρεύονται.
Ωστόσο, δεν είναι άνευ ουδεμιάς αξίας οι δείκτες συμπάθειας επί των πολιτικών προσώπων. Ειδικά όταν η καταγραφή του λαϊκού αισθήματος δείχνει μεταπτώσεις, είθισται να αποτελεί, κατά το δημοσιογραφικό κλισέ, «καμπανάκι κινδύνου».
Εξ αυτού, κάποια αποτελέσματα στη δημοτικότητα των πολιτικών αρχηγών, συμβάλλουν στην εξαγωγή - επιφυλακτικών – συμπερασμάτων, καθώς αποτελούν προείκασμα της μελλοντικής αποδοχής ή απόρριψης.
Σύμφωνα με δημοσκόπηση της Prorata που δημοσιεύτηκε χθες, ο δείκτης συμπάθειας στο πρόσωπο του Μητσοτάκη πέφτει στο 44%, ενώ ανεβαίνει δείκτης αντιπάθειας στο 52%. Είναι καμπανάκι αλλά είναι και μια φυσιολογική πτώση.
Όχι μόνο επειδή κάθε πρωθυπουργός βρίσκεται αντιμέτωπος με τα γενικά προβλήματα της καθημερινότητας, όπου αυτά για τον κάθε πολίτη εξατομικεύονται και κατά συνέπεια αντανακλούν στο πρόσωπο του πρωθυπουργού. Αλλά γιατί είναι και νωπές ακόμη οι εικόνες της ξέφρενης «φρυκτωρίας», με επίκεντρο τη Βόρεια Εύβοια, ενώ την ίδια στιγμή η πανδημία δε λέει να υποχωρήσει.
Ωστόσο, μέσα σε αυτά και μετά από αυτά, ο Μητσοτάκης συγκεντρώνει τη συμπάθεια του 44% του λαού, ενώ ο Τσίπρας υπολείπεται αυτού κατά 10 μονάδες, καθηλωμένος στο 34%. Είναι μια ακόμη υστέρηση που απεικονίζει την υποδεέστερη επιρροή του Τσίπρα, μετά εκείνης του δείκτη πρωθυπουργικής καταλληλότητας.
Το πιο εντυπωσιακό, αλλά δυσμενές για τον Τσίπρα, είναι ότι το διάγραμμα συμπάθειας στο πρόσωπό του είναι ασάλευτο. Ενώ ο Μητσοτάκης χάνει σε συμπάθεια, (ασχέτως αν εξακολουθεί να υπερτερεί του Τσίπρα κατά 10 μονάδες), ο τελευταίος δεν κερδίζει τίποτα.
Εν μέσω των προβλημάτων που ταλανίζουν την κυβέρνηση, ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης χάνει μάλιστα και μία μονάδα από τον Απρίλιο του 2020, αλλά αυτό δεν προσμετράται γιατί είναι αμελητέο και στα όρια της στατιστικής απόκλισης.
Αυτό το ποσοστό που δε λέει να σαλέψει προ τα πάνω ενώ είναι αξιωματική αντιπολίτευση και κατακεραυνώνει καθημερινά και κατά ριπάς την κυβέρνηση για τα λάθη ή τα «λάθη» της, δείχνει και τα όρια του Τσίπρα και του ΣΥΡΙΖΑ.
Περιχαρακωμένος σε ένα τμήμα φανατικών ψηφοφόρων (και αυτοί επίσης αμετακίνητοι), παρά τις καθημερινές του παρεμβάσεις (τις συνεντεύξεις, τις δηλώσεις τις ομιλίες, τις περιοδείες, τις υποσχέσεις ότι θα καταργήσει τα αιχμιακά μέτρα της κυβέρνησης), αδυνατεί να προσελκύσει θετικές γνώμες.
Είναι η πιο μεγάλη δυσαρμονία αξιωματικής αντιπολίτευσης και κοινωνικών ακροατηρίων που έχει παρατηρηθεί κατά τη διάρκεια του σχεδόν μισού αιώνα μεταπολίτευσης. Και είναι τόσο πεπεισμένοι για το δίκιο τους, που δεν τους «διασχίζει το μυαλό» (όπως θα έλεγε και κάποια συντρόφισσά τους που ως ευειδής απολαμβάνει δημοφιλίας), ότι τα μέτρα του Μητσοτάκη τα οποία υπόσχονται με οργίλο στόμφο ότι θα καταργήσουν, ίσως είναι αυτά που δεν θέλει ο κόσμος να καταργηθούν!
Αλλά και αυτό να μην συμβαίνει, σίγουρα έχουν χάσει την εμπιστοσύνη εκείνων των κοινωνικών τμημάτων που στοχεύουν να προσελκύσουν. Μοιάζει σαν να μην τους πιστεύει πλέον ο κόσμος, μετά από τόσες διαψεύσεις που υπέστη στα χρόνια της διακυβέρνησής τους.
Και αυτό δεν είναι κάτι που ανατάσσεται. Είναι ανήκεστος βλάβη εμπιστοσύνης που για να αποκατασταθεί χρειάζεται να περάσει εύλογα μεγάλο διάστημα - και αν αποκατασταθεί με τα ίδια πρόσωπα.
Εδώ κοτζάμ ΠΑΣΟΚ με «γερό δέσιμο με τις μάζες» που θα έλεγε και η Αριστερά, δέσιμο δηλαδή στα συνδικάτα, τους κοινωνικούς χώρους και τις τοπικές κοινωνίες, με ψηφοφόρους συναισθηματικά προσκολλημένους που έπιναν νερό στο όνομά του, σέρνεται και δεν μπορεί να ανασυγκολληθεί με αυτούς, να έλξει εκ νέου την εμπιστοσύνη τους.
Πόσο μάλλον ο ΣΥΡΙΖΑ και ο αρχηγός του, γεννήματα της πρόσκαιρης και άλογης οργής την οποία μετέτρεψαν σε μεγάλη απογοήτευση.