Προχθές ο Τάκης Θεοδωρόπουλος κατέθεσε στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ (23/12/), με το γνωστό γλαφυρό του τρόπο, την αντίθεση του στο ρεβεγιόν. Το θέμα είναι σύνθετο και βαθύτατα ιδεολογικό. Η δική μου προσέγγιση είναι πιο ρεβιζιονιστική απέναντι στο ρεβεγιόν και στους ρεβεγιονίστας, καθώς είναι μεν μια ψυχαναγκαστική εκδήλωση, όμως έχει συγκεκριμένη ώρα λήξεως. Πηγαίνεις στις 10 το βράδυ, βαριά - βαριά η σεμνή τελετή θα λάβει τέλος περίπου στη μία. Και αν η παρέα θέλει να συνεχίσει κάπου αλλού, πολύ ευγενικά και χωρίς να παρεξηγηθείς, μπορεί να αρνηθείς, ρισκάροντας βέβαια μια ενδοοικογενειακή γκρίνια στη συνέχεια.
Εκεί όμως που είμαι επαναστατικά κάθετος είναι στο μεσημεριανό οικογενειακό τραπέζι, ανήμερα Χριστούγεννα. Τότε που παιδιά, συμπέθεροι, εγγόνια, μπατζανάκηδες, θείες και θείοι με τα ανήψια έρχονται στο σπίτι σου για να γευτούν τις λιχουδιές της καημένης της νοικοκυράς. Καημένη γιατί τις ετοιμασίες τις αρχίζει αποβραδίς, που λένε, και την άλλη μέρα έχει ξυπνήσει από τις 6.30 για να συνεχίσει τις ετοιμασίες και βεβαίως να στρώσει το τραπέζι. Ως γνωστόν το στρώσιμο του χριστουγεννιάτικου τραπεζιού είναι μια ιεροτελεστία. Το χειρότερο για τον άντρα του σπιτιού είναι πως δεν μπορεί να μείνει απαθής σε όλη αυτήν την προετοιμασία, γιατί θα ακούει κάθε τόσο πως «εγώ ξεπατώνομαι κι εσύ βλέπεις ταινίες!»
Αφού τακτοποιηθούν όλα τα διαδικαστικά αρχίζει, γύρω στη μία, η προσέλευση των καλεσμένων. Συνήθως πρώτοι έρχονται η συμπεθέρα με τον συμπέθερο και σιγά-σιγά μέχρι τις δύο παρά, έχουν προσέλθει άπασες και άπαντες. Εννοείται πως τον πορτιέρη τον κάνει ο σύζυγος, γιατί η σύζυγος ζωγραφίζει τις τελευταίες πινελιές στα φαγητά.
Εκ πείρας σας λέω πως σε αυτά τα γεύματα καλόν είναι να αποφεύγονται οι πολιτικές και οι ποδοσφαιρικές συζητήσεις. Δεν αναπτύσσω περαιτέρω το θέμα γιατί είναι αυτονόητο. Παλιότερα το αγαπημένο θέμα ήταν ο καιρός, ένα ανώδυνο θέμα, σήμερα είναι η πανδημία, με δεδομένο πως ανεμβολίαστος δεν μπορεί να γίνει δεκτός, εκ του νόμου. Άρα όλοι θα συμφωνούν.
Το μεγάλο πρόβλημα στο μεσημεριανό τραπέζι είναι η ώρα αποχώρησης των καλεσμένων που είναι άγνωστη. Το γεύμα λογικά θα τελειώσει κατά τις τεσσεράμισι, αλλά κανένας δε φεύγει. Θα περάσουν στο σαλόνι για τον καφέ και για μια δεύτερη γύρα στα γλυκά, ενώ τα παιδάκια θα στριφογυρίζουν, τσιρίζοντας γύρω από τις καρέκλες και τα τραπέζια. Τι να κάνουν κι αυτά! Παιδιά είναι.
Σε αυτό το δεύτερο ημίχρονο, που πάντα έχει παράταση, το σύνηθες αντικείμενο συζήτησης για τις γυναίκες είναι ο σχολιασμός κάποιας τηλεοπτικής σειράς και για τους άντρες…εξαρτάται από το πόσο μακριά κάθονται οι σύζυγοι τους.
Κι εσύ να μην μπορείς ούτε να κοιτάξεις το ρολόι σου. Περιμένεις εναγωνίως να ακούσεις κάποιον να λέει «γυναίκα, σιγά - σιγά να φεύγουμε», αν και γνωρίζεις πως αυτό το «σιγά - σιγά» μπορεί να είναι ίσως και μια ώρα ακόμα.
Η τελετή σε αυτά τα γεύματα λήγει γύρω στις οκτώ το βράδυ και αρχίζει το δεύτερο μαρτύριο. Το μάζεμα του τραπεζιού και το συμμάζεμα της κουζίνας, διαδικασίες στις οποίες αναποφεύκτως συμμετέχει και ο άντρας του σπιτιού, με ή χωρίς ποδιά. Φαντάζομαι μετά από όλα αυτά να έχετε αντιληφθεί γιατί είμαι εναντίον όλου αυτού του χριστουγεννιάτικου πανικού.
Εννοείται, πως όσες και όσοι βρεθείτε σήμερα γύρω από το οικογενειακό τραπέζι καλά να περάσετε και του χρόνου να είμαστε όλοι παρόντες. Καλά Χριστούγεννα!