Του Γιάννη Σιδέρη
Στον Καβάφη ανέτρεξε ο πρωθυπουργός για να ενισχύσει την επιχειρηματολογία του για… την δόξαν της κυβέρνησής του, αλλά «η πόλις η διδάσκαλος» απεφάνθη με τις δημοσκοπήσεις των δύο τελευταίων ημερών: της Public Issue που δίνει διαφορά 16,5% υπέρ της ΝΔ, και της PULSE με 9,5%. Οι δύο δημοσκοπήσεις είναι συνέχεια των προηγούμενων και καταγράφουν μια παγιωμένη πλέον κατάσταση που δεν επιδέχεται αντιστροφής.
Ήδη όλα τα ποιοτικά στοιχεία είναι εις βάρος της κυβέρνησης, ενώ καταρρέουν και εκείνα τα επιχειρήματα που έχει αναρτήσει σημαία. Για το ιερό δισκοπότηρο από καταβολής ελληνικού κράτους λέμε για παράδειγμα, τις προσλήψεις στο δημόσιο: Το 64% απάντησε θα επηρεαζόταν στην ψήφο του από λίγο έως καθόλου, ενώ μόνο το 17% από αρκετά έως πολύ. Παράλληλα η μεγάλη πολιτική επένδυση του ΣΥΡΙΖΑ, τα σκάνδαλα ή «σκάνδαλα», που τα επανέφερε ή τα δημιούργησε, και τα οποία διαταράσσουν την πολιτική ζωή και επιφέρουν απαξίωσή της, αποδεικνύονται ως ματαιοπονία. Το 10% απαντά ότι θα επηρεαστεί λίγο από τα σκάνδαλα, και το 43% από ελάχιστα ως καθόλου.
Τα αποτελέσματα αυτά περισσότερο δείχνουν κούραση, απελπισία για το σήμερα και αγωνία για το αύριο, σε μεγάλα τμήματα του λαού, και λιγότερο άμβλυνση των ηθικών του αρχών. Άλλωστε είναι τόσο εκκωφαντική η σκοπιμότητα αναβίωσης των σκανδάλων, που φαντάζει ως υπερβολική, θεατρική και ανήθικη, καθώς προσκρούει στη λαϊκή αίσθηση. Για παράδειγμα τον Σημίτη μπορείς να τον χαρακτηρίσεις δεξιό, ανέπνευστο, συντηρητικό, λογιστή, μνησίκακο, άτολμο, κλπ. θα μπορούσες ακόμη να ισχυριστείς το αυτονόητο, ότι ουδείς είναι υπεράνω ελέγχου. Αλλά να επαναφέρεις ένα κουτσομπολιό του 2006, να τον κρεμάς τόσο ανήθικα στα μανταλάκια, και να βάζεις μία διορισμένη από σένα Αρχή να τον ενοχοποιήσει, είναι τόσο κραυγαλέο που γίνεται ενοχλητικό, καταγέλαστο, και τελικά αποβαίνει μπούμερανγκ. Χάνεις εσύ σε ηθικό έρεισμα ως κυβέρνηση, και όχι ο Σημίτης.
Έτερο στοιχείο συντριπτικής ήττας της κυβέρνησης είναι η λαϊκή δυσαρέσκεια στην αντιμετώπιση της ανομίας. Όταν το 19% αποφαίνεται ότι μάλλον δεν αντιμετωπίζεται σωστά η ανομία, και το συντριπτικό 54% δηλώνει «σίγουρα Όχι», καταρρέει η μυθοπλασία με την οποία έχει μεστώσει το πολιτικό προσωπικό του ΣΥΡΙΖΑ, περί του συμπαθούς περιθωρίου το οποίο οι κοινωνικές συνθήκες ώθησαν στην ανομία και οφείλει ο λαός να το ανεχθεί αν όχι να το αποδεχθεί
Εδώ, στην Ελλάδα του 2018, δεν πρόκειται για το άκακο περιθώριο που έχουν υμνήσει τα κοινωνικά κινήματα αμφισβήτησης, οι κοινωνιολόγοι, οι πεζογράφοι και οι ποιητές. Πρόκειται για ανομία χαμηλής ή υψηλής έντασης, που δημιουργεί ανασφάλεια στην καθημερινότητα του πολίτη. Ακόμη και η - για την στήλη – άκακη (και αφελής πολιτικά) παραβατικότητα του Ρουβίκωνα, εκπέμπει την εικόνα μιας Πολιτείας σε κατάρρευση όπου οι εντεταλμένοι για την ευνομία της αξιωματούχοι, όπως και οι εκλεγμένοι της εκπρόσωποι, αδυνατούν να την επιβάλλουν.
Στη μυθολογία του ΣΥΡΙΖΑ όλη αυτή η κοινωνική παραβατικότητα, η παρανομία στα πανεπιστήμια που μόνο ένα ρωμαλέο φοιτητικό κίνημα θα μπορούσε να αντιμετωπίσει και όχι η αστυνομία, οι εγκληματίες που έβγαιναν με το νόμο Παρασκευόπουλου για να ξαναεγκληματήσουν, ήταν μια νεωτερική αντιμετώπιση των κοινωνικών προβλημάτων. Όμως για τον μέσο ψηφοφόρο που τους είχε ψηφίσει για άλλους λόγους και τους ανακάλυπτε τώρα άναυδος, ήταν μια εκφοβιστική κατάσταση ανθρώπων που ήλθαν από ένα παράλληλο σύμπαν.
Υπάρχει στο εσωτερικό της κυβέρνησης η άποψη ότι όσο αργούν οι εκλογές, τόσο θα αμβλύνεται η λαϊκή δυσαρέσκεια και τα ποσοστά θα αυξάνουν. Είναι ιδεολογική «υποχρέωση» των αριστερών να είναι αισιόδοξοι. Δεν τους «διασχίζει το μυαλό» (που θα έλεγε και η υπουργός Εργασίας), ότι μπορεί να συμβεί το αντίθετο. Ότι όσο παραμένουν τόσο θα χάνουν!
Φωτογραφία: Intimenews