Η πρωινή είδηση του θανάτου του Κώστα Σημίτη ήρθε να ταράξει το γιορτινά κλίμα των ημερών. Μπορεί να ξέρουμε ότι «το μοιραίο φυγείν αδύνατον» και μπορεί να συμπληρώθηκαν ήδη 20 χρόνια από τότε που παρέδωσε το τιμόνι της χώρας, ωστόσο, οι πολιτικές του παρεμβάσεις κάθε φορά που θεωρούσε ότι έπρεπε να μιλήσει κράτησαν, όλα αυτά τα χρόνια, ζωντανή την παρουσία του. Πολλές από τις παρεμβάσεις αυτές, που στη συνέχεια αποδείχτηκαν προφητικές, δε στάθηκαν ικανές να αποτρέψουν τις δυσμενείς για τη χώρα εξελίξεις.
Άλλωστε, δεν ήταν λίγες οι φορές που χρειάστηκε να επιστρέψουμε στα οκτώ χρόνια που ο Σημίτης κυβέρνησε τη χώρα για να συνειδητοποιήσουμε, εκ των υστέρων, πόσο σημαντικές ήταν μερικές από τις μεταρρυθμίσεις που του αρνήθηκε ο λαϊκισμός και πόσο δίκιο είχε όταν επέμενε ότι: «Ο εκσυγχρονισμός δεν έχει ημερομηνία λήξης. Είναι μια διαρκής πολιτική-κοινωνική διεργασία, της οποίας το αντικείμενο καθορίζεται σε κάθε συγκεκριμένη ιστορική στιγμή με βάση τις αξίες και τις μόνιμες επιδιώξεις μας».
Ο αιφνίδιος θάνατός του πρώην Πρωθυπουργού είναι μια ακόμα - σίγουρα όχι η τελευταία - ευκαιρία να ανατρέξουμε στην πλούσια και πολυκύμαντη διαδρομή της ζωής του Κώστα Σημίτη. Ίσως, σήμερα να καταφέρουμε να κρίνουμε με μεγαλύτερη νηφαλιότητα και πιο αντικειμενικά, μακριά από κομματικές εμπάθειες, την προσφορά ενός ξεχωριστού ενεργού πολίτη που, όντας ο ίδιος ενταγμένος ιδεολογικά και πολιτικά στο ΠΑΣΟΚ, του οποίου υπήρξε ιδρυτικό μέλος, έβαλε διαχρονικά το συμφέρον της χώρας πάνω από το κομματικό συμφέρον, καταβάλλοντας το αντίστοιχο πολιτικό κόστος.
Μεγαλωμένος σε ένα οικογενειακό περιβάλλον όπου οι αριστερές πεποιθήσεις συμπορευόταν με την αγωνιστική δράση αλλά και με την πνευματικότητα και τη διανόηση, σπούδασε νομικά στη Γερμανία και οικονομικά στην Αγγλία. Από τις πρώτες μέρες της χούντας του ‘67 στρατεύτηκε στον αντιδικτατορικό αγώνα και υπηρέτησε με συνέπεια τις δημοκρατικές του πεποιθήσεις. Αναγκάστηκε να περάσει στην παρανομία και στη συνέχεια να διαφύγει στο εξωτερικό ως Marco Ventura, σύμφωνα με το πλαστό του διαβατήριο.
Επέστρεψε στην Ελλάδα αμέσως μετά τη μεταπολίτευση και συμμετείχε στη σύνταξη της ιδρυτικής διακήρυξης του ΠΑΣΟΚ ξεκινώντας την πολιτική του διαδρομή με την ανάληψη κυβερνητικών και άλλων ευθυνών εν μέσω εσωτερικών ιδεολογικών και πολιτικών συγκρούσεων. Συνεπής στις θέσεις που υποστήριζε σταθερά δε δίστασε να παραιτηθεί τρεις φορές από κομματικά και κυβερνητικά αξιώματα διαφωνώντας με τις θέσεις του Ανδρέα Παπανδρέου σε κρίσιμα για την πορεία της χώρας ζητήματα.
Η πρώτη φορά ήταν όταν το ΠΑΣΟΚ υιοθέτησε αντιευρωπαϊκή στάση σε σχέση με την ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ το 1981, η δεύτερη όταν ο Ανδρέας εξήγγειλε χαλάρωση των μέτρων λιτότητας του σταθεροποιητικού προγράμματος που είχε διαμορφώσει το 1987 ο Σημίτης, ως Υπουργός Οικονομικών, για την αποτροπή της κατάρρευσης της χώρας και η τρίτη όταν ο Ανδρέας είχε αποδοκιμάσει το 1995 τις εξελίξεις στα ναυπηγεία Σκαραμαγκά και τον αρμόδιο τότε Υπουργό Βιομηχανίας Κώστα Σημίτη.
Ακολούθησε η οκταετής διπλή κυβερνητική θητεία που έμεινε στην πολιτική ιστορία της χώρας ως η περίοδος του «εκσυγχρονιστικού εγχειρήματος». Αμέσως μετά τη «καθαρή», όπως ζήτησε ο ίδιος, εντολή του συνεδρίου του ΠΑΣΟΚ, ο Σημίτης, πιστός στην πεποίθησή του για τον αποφασιστικό ρόλο της Κεντροαριστεράς στη χάραξη της πορείας της χώρας απευθύνθηκε στο Συνέδριο του «Συνασπισμού» καλώντας την Αριστερά σε συγκυβέρνηση. Δυστυχώς, η έκκληση του δε βρήκε ευήκοα ώτα στην τότε ηγεσία του Συνασπισμού που, όπως αποδείχτηκε στη συνέχεια, άλλες συμμαχίες είχε στο μυαλό της.
Η ένταξη της χώρας στη ζώνη του ευρώ και στον σκληρό πυρήνα της Ευρώπης και η ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ένωση αποτέλεσαν δύο καθοριστικές επιτυχίες των κυβερνήσεων Σημίτη όπως και η σύνδεση, μέσω της συμφωνίας του Ελσίνκι, των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Τουρκίας με την επίλυση του Κυπριακού προβλήματος. Η συμφωνία αυτή ακυρώθηκε στη συνέχεια με ευθύνη του διαδόχου του Σημίτη στο Πρωθυπουργικό αξίωμα. Η επεξεργασία ενός σύγχρονου αναπτυξιακού μοντέλου για τη χώρα, μέσω ριζικών μεταρρυθμίσεων και μεγάλων έργων, παρέμεινε πάντα στο επίκεντρο του εκσυγχρονιστικού εγχειρήματος.
Η απώλεια της κυβερνητικής εξουσίας δεν ανέκοψε τη φιλοευρωπαϊκή δράση και τη μεταρρυθμιστική ροπή του πρώην πλέον Πρωθυπουργού ο οποίος συνέχισε να υφίσταται το πολιτικό κόστος της συνέπειάς του. Το 2008 διεγράφη από την Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΠΑΣΟΚ από τον διάδοχό του Γιώργο Παπανδρέου επειδή διαφώνησε με την πρόταση διεξαγωγής δημοψηφίσματος επί της Συνθήκης της Λισσαβόνας. Και την ίδια χρονιά κατηγορήθηκε από τον Πρωθυπουργό Κώστα Καραμανλή ως «υπονομευτής της χώρας» επειδή προειδοποίησε για τον κίνδυνο προσφυγής στο ΔΝΤ ο οποίος τελικά δεν αποφεύχθη.
Σε όλη τη διάρκεια της πολιτικής του διαδρομής, ο Κώστας Σημίτης έδωσε ιδιαίτερη σημασία στην ανάγκη επεξεργασίας θέσεων για τον εκσυγχρονισμό της χώρας από στελέχη και ομάδες διακεκριμένων και εξειδικευμένων συνεργατών του. Η ίδρυση του «Ομίλου Προβληματισμού για τον Εκσυγχρονισμό της Κοινωνίας (ΟΠΕΚ)» ήταν μια έμπρακτη πρωτοβουλία προς αυτή την κατεύθυνση που συσπείρωσε μερικές εκατοντάδες από τα πιο αξιόλογα στελέχη που συνεισέφεραν και - αρκετά από αυτά - εξακολουθούν να συνεισφέρουν στην υπόθεση του εκσυγχρονισμού της Ελλάδας.
Αν έπρεπε να ξεχωρίσω μια φράση του που κατά τη γνώμη μου αντιπροσωπεύει με τον πιο αυθεντικό τρόπο την προσωπικότητα και τον χαρακτήρα του πολιτικού Κώστα Σημίτη θα επέλεγα τη φράση «Δεν υπάρχει ευνοϊκός άνεμος γι αυτόν που δεν ξέρει που πηγαίνει».
Σ’ ευχαριστούμε Πρόεδρε. Καλό σου ταξίδι!