Η μεταθανάτια «μέχρι θανάτου» ιδεολογική ή «ιδεολογική» μάχη μεταξύ νοσταλγών και haters της δυναστείας, που με κάποιες διακοπές βασίλευσε επί περισσότερο από έναν αιώνα στη χώρα μας, (καθώς και του πολιτειακού θεσμού τον οποίον αυτή ενσάρκωνε) ήταν αναμενόμενη μετά την εκδημία του τελευταίου εστεμμένου. Αναμενόμενη με δεδομένα κάποια χαρακτηριστικά του λαού μας.
Ακόμη όμως και η πιο ήπια σύγκρουση μεταξύ εκείνων που δυσφόρησαν για την προσπάθεια αγνόησης ενός κομματιού της εθνικής μας ιστορίας και όσων θεώρησαν λάθος κάθε βλέμμα στο πολιτειακό χθες, δεν εξέπληξε. Οι Έλληνες πάντα αναζητούν λόγους αλλά και πεδίο σύγκρουσης, το δε διαδίκτυο τους παρέχει άφθονο από το τελευταίο.
Επανετέθησαν λοιπόν, με ένταση μάλιστα, τα ερωτήματα για τις ευθύνες του εκλιπόντος άλλοτε μονάρχη σε σχέση με τα γεγονότα του 1965 και του 1967, αλλά ξανασυζητήθηκε το ζήτημα της χρησιμότητας του βασιλικού θεσμού, γενικώς και στην Ελλάδα: Τι θα μπορούσε να προσφέρει μια δυναστεία σε μια εποχή μη προσφερόμενη για «ανακτορική διπλωματία» (πχ σαν αυτή που, μέσα από το τρίγωνο των συγγενικών δεσμών μεταξύ μοναρχών Ελλάδας, Γερμανίας και Ρουμανίας το 1913 μας έδωσε την Καβάλα…); Μια δυναστεία μάλιστα η οποία ουδέποτε μετά το 1915 κατάφερε να προσφέρει το θεωρητικώς συμφυές με τον θεσμό αυτόν θετικό: μια υπερκομματικά κινούμενη και πολιτικά ουδέτερη κεφαλή του κράτους…
Αν λοιπόν έδωσαν κάτι πρόσθετο και σε κάποιο βαθμό μη απολύτως αναμενόμενο τα γεγονότα τα σχετισθέντα με την τελετή εκδημίας (πέραν της πιστοποίησης της πνευματικής μιζέριας μέρους της Αριστεράς, καθώς και της ενδοκομματικής λειτουργίας του Σαμαρά ως αντίπαλου δέους του Μητσοτάκη –και παλαιότερα αυτός είχε άλλωστε αμφισβητήσει τη λογική του πρωθυπουργού για διατήρηση διαύλων επικοινωνίας με την Τουρκία) έχει να κάνει με την επιβεβαίωση της ασυμβατότητας της κληρονομικής μοναρχίας με τον επιστημονικό ορθολογισμό. Με την ταύτισή της, αντίθετα, με το υπερβατικό, μεταφυσικό, ανορθολογικό στοιχείο. Ας γίνουμε πιο συγκεκριμένοι:
Αποχαιρετώντας τον πατέρα του ο άλλοτε -επί βραχύ διάστημα- διάδοχος Παύλος θυμήθηκε και θύμισε τι είχε πει το 1958 στον 18χρονο Κωνσταντίνο ο βασιλιάς Παύλος: «Να καταπολεμάς την αμφιβολία με τη δύναμη της πίστεως»…
Με την αμφιβολία, την αμφισβήτηση, το κριτικό πνεύμα να έχει επί αιώνες αποτελέσει τον επιταχυντή για την επιστημονική, κοινωνική και πολιτική πρόοδο, και την άκριτη πίστη να λειτουργεί ως τροχοπέδη για όλα αυτά, νομίζω πως η συγκεκριμένη φράση επιτρέπει την τοποθέτηση της -κάποτε χρήσιμης, γιατί καταπολεμούσε άλλου είδους διάχυτες και διαιρετικές δεισιδαιμονίες- μοναρχίας στην ιστορία των πολιτευμάτων… Κάτι που εξηγεί, άλλωστε, και τη διαχρονικά στενή ώσμωση, παντού στον κόσμο, βασιλείας-θρησκείας.
Τουλάχιστον αυτές τις σκέψεις δημιούργησαν σε ένα ταπεινό πολιτικό επιστήμονα/πολιτειολόγο τα όσα περισσότερο ή λιγότερο γραφικά παρακολουθήσαμε κατά την ημέρα της κηδείας.
Σε ένα επίπεδο θεωρητικού στοχασμού, βέβαια, γιατί υπάρχει και η αξιέπαινη ταπεινότητα της άλλοτε βασιλικής οικογένειας: δεν προκάλεσε με την τοποθέτηση στέμματος επί του φερέτρου, ενώ κάποιες ελάχιστες παρεξηγήσιμες διατυπώσεις στο επικήδειο του Παύλου («δεν είναι το τέλος», «έμβλημά μας ήταν πάντα το ισχύς μας η αγάπη του λαού») πολύ γρήγορα διασκεδάστηκαν…
* Ο Θανάσης Διαμαντόπουλος είναι συγγραφέας του βιβλίου «Ο Εθνικός Διχασμός και η κορύφωσή του. Η ΔΙΚΗ ΤΩΝ 'ΕΞΙ'. Εξιλασμός ή δικαστικός φόνος;», που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πατάκη