Αναγκαίες μεταβολές για τον εξορθολογισμό και εκσυγχρονισμό του νομικού πλαισίου της υποβολής των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης και των Δηλώσεων Οικονομικών Συμφερόντων, επέρχονται, όπως δηλώνει η κυβέρνηση, με το σχέδιο νόμου του υπουργείου Δικαιοσύνης που εισάγεται προς ψήφιση στην Ολομέλεια, σήμερα Πέμπτη.
Βασικά σημεία του σχεδίου νόμου είναι:
-η δημιουργία 13 κατηγοριών υπόχρεων προσώπων στην υποβολή δήλωσης «πόθεν έσχες»
-η αυτοτελής υποχρέωση των συζύγων, εν διαστάσει συζύγων ή μερών συμφώνου συμβίωσης σε δήλωση περιουσιακής κατάστασης και οικονομικών συμφερόντων
- η απαλλαγή των υπόχρεων προσώπων από τη διαδικασία συλλογής των απαιτούμενων στοιχείων της δήλωσης (βεβαιώσεις από τράπεζες για υπόλοιπα λογαριασμών, συμβόλαια από συμβολαιογράφους κλπ).
-όλα τα αναγκαία στοιχεία της δήλωσης θα αποτυπώνονται, πλέον, αυτόματα, μέσω των οικείων ηλεκτρονικών συστημάτων, αρκεί ο υπόχρεος απλώς, να συναινεί στην υποβολή τους.
-αυξάνεται στο 7% το ποσοστό των κατ΄έτος ελεγχόμενων δηλώσεων. Το ποσοστό αυτό θα επιτευχθεί σε πρώτη φάση, σε βάθος τριετίας. Για την επιλογή των δηλώσεων που θα ελέγχονται, θα λαμβάνονται υπόψη κριτήρια ανάλυσης κινδύνου και άλλα στοιχεία.
Ο υπουργός Δικαιοσύνης Κώστας Τσιάρας έχει ενημερώσει τους βουλευτές ότι εντός της ημέρας θα παρουσιάσει σειρά νομοτεχνικών αλλαγών και βελτιώσεις, με βάση τις παρατηρήσεις που έγιναν στο στάδιο της επεξεργασίας του σχεδίου νόμου, στην αρμόδια κοινοβουλευτική επιτροπή. Ήδη ο υπουργός Δικαιοσύνης έχει προαναγγείλει ότι:
- Γίνεται δεκτή η παρατήρηση να συσχετίζονται οι δηλώσεις πόθεν έσχες των συζύγων με αυτές των υπόχρεων, για να ελέγχονται με τον ίδιο τρόπο (σ.σ. το νομοσχέδιο ορίζει ότι εφεξής οι δηλώσεις των συζύγων υποβάλλονται αυτοτελώς).
- Η σύνθεση της Επιτροπής που θα ελέγχει τις δηλώσεις των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών, θα είναι 13μελής, προκειμένου να έχουν οι δικαστές την πλειοψηφία (σ.σ το είχαν ζητήσει η Ένωση Δικαστών Εισαγγελέων και η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος).
- Ο γενικός επίτροπος του Ελεγκτικού Συνεδρίου θα μπορεί να παραγγείλει οποιονδήποτε έλεγχο, είτε μετά από καταγγελία είτε αυτεπάγγελτα (σ.σ το νομοσχέδιο προέβλεπε ότι κάθε μέλος της Κυβέρνησης μπορούσε να ζητήσει από την Επιτροπή Ελέγχου να διενεργεί έλεγχο συγκεκριμένων υπόχρεων, όταν υπάρχει επώνυμη καταγγελία).
- Όταν υπάρχουν παραλείψεις, εκ παραδρομής, ρητά θα ορίζεται ότι θα απαιτείται έγγραφη απόδειξη για να αποδεικνύεται η παραδρομή.
- Στις διατάξεις περί δημοσιότητας των δηλώσεων πόθεν έσχες πρέπει να οριστούν και άλλα «κρίσιμα» πρόσωπα που επηρεάζουν είτε την τροπή των υποθέσεων είτε διαχειρίζονται δημόσιο χρήμα.
Ο πρώτος νόμος
Η υποχρέωση υποβολής δήλωσης περιουσιακής κατάστασης θεσπίσθηκε για πρώτη φορά, επί κυβερνήσεως Γεωργίου Παπανδρέου µε τον ν. 4351/1964 «Περί προστασίας της τιµής του πολιτικού κόσµου της Χώρας».
Η υποχρέωση καταλάµβανε τον Πρωθυπουργό, τους Αρχηγούς και Κοινοβουλευτικούς Εκπροσώπους των πολιτικών κοµµάτων, τους Υπουργούς, Υφυπουργούς, Βουλευτές, Γενικούς Γραµµατείς Υπουργείων και τους διοικητικούς υπαλλήλους πρώτου ή αντίστοιχου βαθµού, και αφορούσε την περιουσιακή κατάσταση των ιδίων, των συζύγων και των ανήλικων τέκνων τους.
Με την ψήφιση του ν.4351/1964 η Ελλάδα απέκτησε το πρώτο θεσμικό πλαίσιο Πόθεν Έσχες και λογοδοσίας των πολιτικών προσώπων και των υψηλόβαθμων κρατικών αξιωματούχων, με πρόβλεψη άρσης τραπεζικού και φορολογικού απορρήτου. O νόμος του 1964 προέβλεπε ποινικές κυρώσεις, φυλάκιση, χρηματική ποινή και υποχρεωτική στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων.
Προέβλεπε επίσης διοικητικές κυρώσεις, επιβολή ειδικής φορολογικής εγγραφής και απώλειας κληρονομικού δικαιώματος επί αθεμίτως κτηθείσας περιουσίας. Τα πρώτα πόθεν έσχες υποβλήθηκαν, ένα χρόνο μετά, το 1965. Από τότε ακολούθησαν και άλλοι νόμοι και διατάξεις. Παρ' όλα αυτά και το ίδιο το πολιτικό σύστημα έχει αναγνωρίσει ότι το πλαίσιο τόσο για το περιεχόμενο των δηλώσεων των αιρετών όσο και για τον έλεγχο τους, δεν πέτυχε το σκοπό του.
Εντεταλμένοι Ευρωπαίοι Εισαγγελείς
Ζητήματα οργάνωσης και λειτουργίας του γραφείου των Ευρωπαίων Εντεταλμένων Εισαγγελέων, ρυθμίζει το δεύτερο μέρος του σχεδίου νόμου του υπουργείου Δικαιοσύνης που συζητείται στην Ολομέλεια. Η κυβέρνηση έχει δηλώσει ότι η τροποποίηση των υφιστάμενων διατάξεων κρίθηκε επιβεβλημένη για τη διευκόλυνση της ταχύτητας και της αποτελεσματικότητας της διεκπεραίωσης των υποθέσεων.
Μεταξύ άλλων, επανακαθορίζονται τα τυπικά προσόντα των Εντεταλμένων Ευρωπαίων Εισαγγελέων και ορίζεται ότι επιλέξιμος για Ευρωπαίος εισαγγελέας μπορεί να είναι μόνον εισαγγελικός λειτουργός, με τον βαθμό του αντεισαγγελέα εφετών έως του εισαγγελέα εφετών, λόγω της κατά τεκμήριο εμπειρίας που διαθέτουν, στο χειρισμό ανάλογων υποθέσεων. Στον Εντεταλμένο Ευρωπαίο Εισαγγελέα θα παρέχονται τα δικονομικά εργαλεία που διαθέτουν οι οικονομικοί εισαγγελείς, για τη διενέργεια ειδικών ανακριτικών πράξεων.
Σε σχέση με τον ρόλο και τις αρμοδιότητες των εντεταλμένων Ευρωπαίων εισαγγελέων, ο υπουργός Δικαιοσύνης έχει δηλώσει ότι με το νομοσχέδιο:
-προσδιορίζεται η εξουσία των Ευρωπαίων εντεταλμένων εισαγγελέων να διατάσσουν τη διενέργεια ειδικών ανακριτικών πράξεων, με αναφορά στις διατάξεις του κώδικα ποινικής δικονομίας, που αφορούν στους εισαγγελείς οικονομικού εγκλήματος.
-έχουν όλες τις εξουσίες των οικονομικών εισαγγελέων μέσα στις οποίες εμπίπτει και η πρόσβαση σε κάθε πληροφορία ή στοιχείο του τηλεπικοινωνιακού απορρήτου, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες αποτυπώνεται ή τεκμηριώνεται η αντικειμενική υπόσταση κακουργήματος.
-προβλέπεται διενέργεια ειδικών μέτρων έρευνας, δηλαδή η παρακολούθηση ηλεκτρονικών επικοινωνιών προς και από τον ύποπτο ή κατηγορούμενο, σε οποιοδήποτε ηλεκτρονικό μέσο επικοινωνιών χρησιμοποιεί. Επίσης η παρακολούθηση και ο εντοπισμός ενός αντικειμένου με τεχνικά μέσα.
Ο υπουργός Δικαιοσύνης επισήμανε ότι οι αυξημένες αρμοδιότητες των εντεταλμένων Ευρωπαίων εισαγγελέων, προβλέπονται στον σχετικό Ευρωπαϊκό Κανονισμό και εξυπηρετούν κυρίως την επιτάχυνση της διαδικασίας, για τη διερεύνηση σοβαρών αδικημάτων, μεγάλου αντικειμένου.
Επίσης, ότι οι Ευρωπαίοι εντεταλμένοι εισαγγελείς ελέγχονται κάθε έξι μήνες ή ακόμα και κάθε τρεις μήνες. Σε κάθε περίπτωση, ανέφερε, δεν καταργείται η εξουσία του ανακριτή σε μια υπόθεση δεδομένου ότι ο ανακριτής εξακολουθεί να μπορεί να λάβει απολογία ή να λάβει μέτρα καταναγκασμού ή περιοριστικά μέτρα, αν εκείνος κρίνει.