Στην υλοποίηση 202 συνδέσεων ανάμεσα σε παιδιά και υποψήφιους γονείς, την πρώτη ημέρα λειτουργίας του πληροφοριακού συστήματος αναδοχής και υιοθεσίας, αναφέρθηκε η υφυπουργός Εργασίας, αρμόδια για θέματα Πρόνοιας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, Δόμνα Μιχαηλίδου, ενημερώνοντας για τα βήματα που έγιναν και τα εμπόδια που ξεπεράστηκαν για την πραγματοποίηση της υπόσχεσης «Μια οικογένεια για κάθε παιδί».
Μετά την ολοκλήρωση της εκδήλωσης, η κ. Μιχαηλίδου παρέθεσε συνέντευξη Τύπου, στο πλαίσιο της οποίας ενημέρωσε για τα βήματα που έγιναν και τα εμπόδια που ξεπεράστηκαν για την πραγματοποίηση της υπόσχεσης «Μια οικογένεια για κάθε παιδί» και δήλωσε ότι, με τη νέα πολιτική για τις αναδοχές και υιοθεσίες, η σύνδεση παιδιών και υποψήφιων γονιών, υλοποιείται, για πρώτη φορά, μέσω του πληροφοριακού συστήματος αναδοχής και υιοθεσίας (www.anynet.gr), με τρόπο διαφανή και αποτελεσματικό.
Όπως είπε, στόχος του υπουργείου, στο πλαίσιο μίας παιδοκεντρικής προσέγγισης, ήταν η δημιουργία συνεργασιών μεταξύ όλων των φορέων παιδικής προστασίας της χώρας, κάτι που, μέχρι σήμερα, δεν είχε συμβεί. Σύμφωνα με την υφυπουργό Εργασίας, βασική παράμετρος παραμένει η ελαχιστοποίηση της παραμονής των παιδιών σε δομές φροντίδας και η συστημική αλλαγή στον τομέα της παιδικής προστασίας στην Ελλάδα.
Παράλληλα, η κ. Μιχαηλίδου τόνισε ότι το μεγαλύτερο επίτευγμα, που σηματοδοτεί πλέον και τη λειτουργία του συστήματος, είναι η έναρξη της σύνδεσης παιδιών με υποψήφιους γονείς. «Την Παρασκευή, ανακοινώσαμε τη διαδικασία της σύνδεσης, αλλά και των σταδίων, μέχρι την τελική τοποθέτηση του παιδιού σε οικογένεια και, τη Δευτέρα, η διαδικασία αυτή ξεκίνησε και, όπως δήλωσε νωρίτερα ο πρωθυπουργός, έως σήμερα, έχουν δημιουργηθεί 202 προτάσεις σύνδεσης, μέσω του πληροφοριακού συστήματος, το οποίο διασυνδέει τα μητρώα των παιδιών και υποψήφιων γονέων κάθε 24 ώρες» υπογράμμισε η υφυπουργός Εργασίας, σημειώνοντας ότι, στην πράξη, αυτό σημαίνει ότι, κάθε φορά που προκύπτει πρόταση σύνδεσης, ενημερώνονται αρχικά οι κοινωνικοί λειτουργοί του παιδιού και των υποψήφιων γονέων, προκειμένου να την επεξεργαστούν.
Όπως διευκρίνισε, «ακολουθεί συνάντηση και επικοινωνία μεταξύ των κοινωνικών λειτουργών και των υποψήφιων γονέων. Σε περίπτωση συμφωνίας και των δύο μερών, ξεκινά η περίοδος προσαρμογής, κατά την οποία το παιδί προς αναδοχή ή υιοθεσία συναντά τους υποψήφιους γονείς, υπό την εποπτεία του κοινωνικού λειτουργού του. Μετά την ολοκλήρωση της περιόδου προσαρμογής, το παιδί τοποθετείται στην οικογένεια».
Τόνισε δε ότι, από τη στιγμή που το σύστημα παράγει την ανωνυμοποιημένη πρόταση σύνδεσης, όλα τα μετέπειτα στάδια πραγματοποιούνται από επαγγελματίες κοινωνικούς λειτουργούς- του παιδιού και των υποψήφιων γονέων- και ότι, σε κάθε στάδιο της διαδικασίας, λαμβάνεται υπόψη η γνώμη του ανηλίκου, με τρόπο που να συνάδει με την ηλικία και την ωριμότητά του.
«Πλέον, στην Ελλάδα, μπορούμε να πούμε πως, για πρώτη φορά, έχουμε ένα λειτουργικό σύστημα αναδοχών και υιοθεσιών. Δεν σταματάμε, όμως, εδώ. Τον Δεκέμβριο του 2019, στο Ζάππειο, δεσμευτήκαμε για συγκεκριμένες ενέργειες. Έχουμε υλοποιήσει τις περισσότερες εντός, ίσως και μπροστά από το χρονοδιάγραμμά τους. Συνεχίζουμε με τις υπόλοιπες που είχαμε σχεδιάσει για το δεύτερο εξάμηνο του έτους. Συγκεκριμένα, η ενίσχυση του θεσμού της αναδοχής και η θέσπιση, μετά από 30 χρόνια, προδιαγραφών λειτουργίας για τις μονάδες παιδικής προστασίας, είναι δύο από τις προσεχείς προτεραιότητές μας» συμπλήρωσε η κ. Μιχαηλίδου.