Εάν πριν από 10-15 χρόνια στοιχημάτιζε κανείς ότι μια μεταρρύθμιση που θα αποκλειόταν να συμβεί στην Ελλάδα θα ήταν η διαφοροποιημένη αμοιβή των δημοσίων υπαλλήλων με βάση στόχους που περιλαμβάνονται σε σχέδια δράσης, θα ήταν σίγουρα κερδισμένος.
Για πολλά χρόνια, ήδη από την πρώτη τετραετία της κυβέρνησης Σημίτη, λαμβάνονταν μέτρα για να αυξηθεί η παραγωγικότητα και η αποδοτικότητα στο Δημόσιο. Αλλά οι προσπάθειες των υπουργών σκόνταφταν στις εδραιωμένες λογικές της ισοπέδωσης και του λαϊκισμού. Το κίνητρο απόδοσης ή μπόνους παραγωγικότητας, όπως κατά καιρούς λεγόταν, μετατρεπόταν, μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα, σε μια οριζόντια παροχή για όλους. Και γι’ αυτούς που ήταν παραγωγικοί και για εκείνους που δεν ήταν.
Έτσι φθάσαμε στην κατάσταση που ο Λόρδος Πάρκινσον είχε περιγράψει με ενάργεια: Το ελληνικό Δημόσιο διογκωνόταν συνεχώς ζητώντας/ απαιτώντας περισσότερους πόρους (οικονομικούς και ανθρώπινους) για να κάνει τη δουλειά του, ενώ η παραγωγικότητά του ήταν στο ναδίρ.
Η εικόνα που εμφανίστηκε τη στιγμή της δημοσιονομικής και οικονομικής κατάρρευσης δεν ξένισε τους ειδικούς. Με περισσότερο από ένα εκατομμύριο υπαλλήλους πάσης φύσεως και κατηγορίας, σε μια δαιδαλώδη δομή που ακόμη και η σύγχρονη Tεχνητή Nοημοσύνη θα δυσκολευόταν ν’ ακολουθήσει, το Δημόσιο ήταν, για μια ακόμη φορά, ο μεγάλος ασθενής. Κι εκείνος που το είχε οδηγήσει σ’ αυτή την κατάσταση ήταν οι πολιτικές των κυβερνήσεων, που επί σειρά ετών εξαργύρωναν τις θέσεις του Δημοσίου με τις ψήφους των υπαλλήλων που τις κατελάμβαναν.
Η μετάβαση από το πελατειακό και αντιπαραγωγικό μοντέλο διοίκησης σ’ ένα ορθολογικό που θα στηρίζεται στην αξιοκρατία και την αποτελεσματικότητα ξεκίνησε, μετά κόπων και βασάνων, ήδη από την περίοδο των μνημονίων. Μετά τις σοκαριστικές περικοπές, τις μαζικές συνταξιοδοτήσεις και τα πλαφόν στις προσλήψεις ήρθαν ξανά στο προσκήνιο οι δύσκολες μεταρρυθμίσεις, όπως η υιοθέτηση σχεδίων δράσης για κάθε δημόσιο φορέα, η στοχοθεσία και τα περιγράμματα θέσεων. Αυτές μπορούν, αποδεδειγμένα, να οδηγήσουν στη βελτίωση του επαγγελματισμού των δημόσιων υπαλλήλων και στην παροχή καλύτερων υπηρεσιών στους πολίτες.
Προχθές ανακοινώθηκε στο υπουργικό συμβούλιο η χορήγηση του κινήτρου απόδοσης στους υπαλλήλους που συνέβαλαν στην εφαρμογή των στόχων που περιλαμβάνονται στα σχέδια δράσης και των έργων που εντάσσονται στο Ταμείο Ανάκαμψης. Το κίνητρο απόδοσης που ξεκίνησε πιλοτικά φαίνεται ότι αποτελεί σταθερή επιλογή της κυβέρνησης και η δέσμευσή της για την επέκτασή του στο σύνολο του Δημοσίου είναι θετική εξέλιξη.
Μένουν, όμως, πολλά ακόμη να γίνουν. Η εξατομίκευση του κινήτρου με κριτήρια αντικειμενικά και αξιοκρατικά είναι το επόμενο βήμα που πρέπει να μην αργήσει.
Βεβαίως, ο δρόμος για να φτάσουμε στο σημείο να μπορούμε να πούμε ότι διαθέτουμε ένα αξιόπιστο Δημόσιο που ανταγωνίζεται ή, και σε πολλές περιπτώσεις, είναι καλύτερο από τις οργανώσεις του ιδιωτικού τομέα, είναι μακρύς. Γι' αυτό, η λήψη συνεχών μέτρων που θα στηρίζουν τις μεταρρυθμίσεις είναι επιβεβλημένη. Και δεν πρέπει σ’ αυτή την πορεία να υπάρχουν πισωγυρίσματα. Η χορήγηση οριζόντιων επιδομάτων, για παράδειγμα, είναι στον αντίποδα του κινήτρου απόδοσης και δημιουργεί απογοήτευση σ’ όσους πιστεύουν ότι, τελικά κάτι αλλάζει στο ελληνικό Δημόσιο. Η εφαρμογή, επίσης, μιας αξιολόγησης κι επιλογής προϊσταμένων με βάση τις δεξιότητές τους που θα διενεργείται από ένα ακομμάτιστο συμβούλιο επιλογής, πρέπει να προχωρήσει.
Βεβαίως, μια μεταρρύθμιση που αφορά το ανθρώπινο δυναμικο δεν είναι ανεξάρτητη από άλλες, συστημικά συναρθρωμένες μ’ αυτήν, αλλαγές. Τέτοιες μείζονες μεταρρυθμίσεις είναι η πολυεπίπεδη διακυβέρνηση και η καλή νομοθέτηση που παραμένουν «παγωμένες».
Το σύγχρονο απειλητικό περιβάλλον των πολυ-κρίσεων επιτάσσει να αλλάξουμε άμεσα και αποφασιστικά. Τις αλλαγές στη δημόσια διοίκηση τις οφείλουμε όχι μόνον στους Έλληνες φορολογούμενους αλλά σ’ όλους εκείνους τους υπέροχους αγωνιστές του Δημοσίου που τους συναντάμε στα δημόσια σχολεία και πανεπιστήμια, στα νοσοκομεία, την αστυνομία και τις ένοπλες δυνάμεις που δείχνουν με το παράδειγμά τους και, συχνά, τη ζωή τους ότι η εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος παραμένει, παρά τις δυσκολίες, ο ύψιστος στόχος τους.
* O Π. Καρκατσούλης, είναι εμπειρογνώμονας δημόσιας διοίκησης, σύμβουλος ΑΣΕΠ, π.βουλευτής