Εκλογικό σύστημα και κυβερνησιμότητα της χώρας (Έκκληση στον πρωθυπουργό)
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΠΑΜΗΤΣΟΣ/ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΥΠΟΥ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΥ/EUROKINISS
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΠΑΜΗΤΣΟΣ/ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΥΠΟΥ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΥ/EUROKINISS

Εκλογικό σύστημα και κυβερνησιμότητα της χώρας (Έκκληση στον πρωθυπουργό)

Ο εκ των κορυφαίων παγκοσμίως μελετητών των εκλογικών συστημάτων Άρεντ Λάιπχαρτ αναφέρει στο σχετικό μνημειώδες έργο του την Ελλάδα και τη Γαλλία ως παραδείγματα προς αποφυγή, λόγω της ρευστότητας της εκλογικής τους νομοθεσίας, άρα του ευμετάβλητου των εκλογικών συστημάτων τους. Δεν έχει άδικο με την έννοια πως, όπως έχει επισημανθεί, «καλό εκλογικό σύστημα είναι το σταθερό». Εφόσον ένα τέτοιο επιτρέπει στο κομματικό σύστημα να προσαρμοστεί στα δεδομένα και τις προδιαγραφές του, παρέχοντας σταθερότητα και προβλεψιμότητα στην πολιτική ζωή, πιθανότητα δε διευκολύνοντας την κυβερνησιμότητα της κάθε χώρας.  

Ωστόσο, θεωρώ υπερβολή αυτό που κάνει ο συνταγματικός νομοθέτης αρκετών ευρωπαϊκών κρατών, ορισμένοι δεν εισηγούνται να εισαχθεί και παρ’ ημίν, το Σύνταγμα -όπως στη χώρα μας έκανε μόνο το εξαιρετικά βραχύβιο Σύνταγμα του 1925/26- να επιβάλει, ως ΜΟΝΙΜΟ ΚΑΙ ΑΜΕΤΑΒΛΗΤΟ, το σύστημα ανάδειξης των εθνικών αιρετών αντιπροσώπων. Αντίθετα… 

Χρειάζεται μια σχετική ευκαμψία της εκλογικής νομοθεσίας, επειδή κάποιες μαθηματικές εκλογικές φόρμουλες είναι λειτουργικές με συγκεκριμένη δομή του κομματικού συστήματος (αυτό προσδιορίζεται από τον αριθμό των υπολογίσιμων πολιτικών κομμάτων και τον συσχετισμό των μεταξύ τους εκλογικών δυνάμεων). Δεν είναι λειτουργικές, όμως, με κάποια άλλη.

Για παράδειγμα: Εδώ και πολλά χρόνια η χώρα μας πορεύεται με ένα μικτό αναλογικό/πλειοψηφικό σύστημα -κάκιστα και καθόλου κατά κυριολεξία αποκαλούμενο «ενισχυμένη αναλογική»- που παρέχει πλειοψηφικά, σε εθνική βάση μάλιστα, ένα σημαντικό αριθμό εδρών στο πρώτο, το σχετικώς πλειοψηφούν κόμμα, ενώ οι υπόλοιπες κατανέμονται αναλογικά μεταξύ σχεδόν όλων σε εθνική βάση. Αυτό το σύστημα έχει βέβαια αδυναμίες: π.χ. μια ψήφος διαφορά προκαλεί μετακίνηση πάρα πολύ μεγάλου αριθμού εδρών, άρα ωθεί στην πόλωση και τον φανατισμό.

Ωστόσο, σε γενικές «λειτουργούσε» με έναν πλήρη και ισορροπημένο δικομματισμό, όπου δύο πολύ μεγάλα κόμματα εναλλάσσονταν αυτοδύναμα στη διακυβέρνηση της χώρας. Δε θα λειτουργούσε όμως καθόλου σήμερα (έστω και αν -ή αντιθέτως, ακόμη περισσότερο, ακριβώς επειδή- μειώθηκε δυνητικά το πλειοψηφικό μπόνους), επειδή τώρα το κομματικό μας σύστημα συγκροτείται από ένα μεσαιομεγάλο κόμμα και πολλά μικρομεσαία ή μικρά.

Πράγματι, με τα σημερινά δημοσκοπικά δεδομένα η υπερέχουσα ΝΔ με 24,99% θα εξέλεγε πιθανότατα 82 έδρες, με 25,1% δε πολύ κοντά στις 97, άρα η χώρα θα έψαχνε κυβέρνηση, την οποία δε θα διασφάλιζε ούτε η αέναος επιστροφή στις κάλπες. (Υπό την έννοια αυτή θεωρώ ιδανική τη συνταγματική μεταρρύθμιση του 2001, που αφαίρεσε από την εκάστοτε κυβερνώσα πλειοψηφία τη δυνατότητα να προσαρμόζει, παραμονές των εκλογών, την εκλογική νομοθεσία στα συμφέροντά της, δεν καθιστά όμως απολύτως άκαμπτο το εκλογικό σύστημα.) 

Τούτων δοθέντων, όμως, ποιο το πρακτέο; 

Νομίζω πως το καλύτερο για την κυβερνησιμότητα της χώρας θα ήταν η επάνοδος στα εκλογικά συστήματα του 1974 ή έστω του 1977, τα οποία είχαν τη ιδιαιτερότητα να αποτυπώνουν στους κοινοβουλευτικούς συσχετισμούς τη διαφορά ποσοστών και ψήφων μεταξύ του προπορευόμενου κόμματος και των ακολουθούντων. Για παράδειγμα, ενώ σήμερα η ΝΔ π.χ. με 28% θα εξέλεγε ακριβώς τον ίδιο αριθμό εδρών είτε το ακολουθούν κόμμα είχε πάρει 27,99% είτε είχε λιγότερο από τη μισή εκλογική της απήχηση, π.χ.12%, με  τα προτεινόμενα εκλογικά συστήματα του 1974 ή έστω του 1977 η κοινοβουλευτική δύναμη του προπορευόμενου κόμματος θα εκτινασσόταν όσο μεγαλύτερη ήταν η διαφορά του από το δεύτερο. (Όπως άλλωστε θα συνέβαινε και με το εκλογικό σύστημα του υψηλότερου μέσου όρου, συνδυαζόμενο με σχετικώς μικρές εκλογικές περιφέρειες, 5εδρικές έως 7εδρικές κατά μέσο όρο.) 

Θα μπορούσε βέβαια κάποιος να αναρωτηθεί για την ηθικά βάση και ορθότητα μιας «μαθηματικής εκλογικής λογικής» που θα επέτρεπε στο προπορευόμενο κόμμα να πλησιάσει, να αγγίξει ή και να φτάσει την απόλυτη κοινοβουλευτική πλειοψηφία με εκλογικό ποσοστό πολύ, πάρα πολύ υπολειπόμενο της απόλυτης λαϊκής πλειονοψηφίας. Η απάντηση είναι «ουδέν πρόβλημα», γιατί η λαϊκή βούληση αποτυπώνεται στις δημοκρατίες με όρους ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗΣ λαϊκής προτίμησης, η οποία και παρέχει την ηθικοπολιτική δημοκρατική νομιμοποίηση στους εκάστοτε κυβερνώντες.  

Συμπερασματικά: Ως πολίτης αυτής της χώρας και ως πολιτικός επιστήμονας κάνω έκκληση                στον πρωθυπουργό να μη εμείνει με διανοητική ακαμψία στη δέσμευση για εκλογές με το παρόν εκλογικό σύστημα. (Άλλωστε μεγαλύτερη αφερεγγυότητα και ηθική απαξία εμπεριέχει η απόκλιση από τη δέσμευσή του η πλειοψηφία να επιλέξει ΠτΔ ευρύτερης/διακομματικής επιλογής.) Μάλιστα η πρότασή μου αυτή μπορεί σήμερα, συγκυριακά, να ευνοεί την τώρα κυβερνώσα παράταξη, ωστόσο γίνεται καθαρά με κριτήριο το ευρύτερο μακροπρόθεσμο συμφέρον της χώρας, δηλαδή την κυβερνησιμότητά της. Θα μπορούσε, δε, να προβληθεί ως προερχόμενη από έναν ειδικό επιστήμονα ουδεμία σχέση έχοντα με -ή εξάρτηση από- την παρούσα κυβέρνηση. 
 
 
*Το τελευταίο έργο του Θανάση Διαμαντόπουλου «Ο Ελευθέριος Βενιζέλος ως πλαστουργός Ιστορίας» θα παρουσιαστεί  στις 2 Απριλίου, ώρα 8.30μμ, στο Public Συντάγματος από τους καθηγητές Ευάγγελο Βενιζέλο, Παναγιώτη Δουδωνή, Δημήτρη Καιρίδη και Πάνο Λαζαράτο.