Με τη μετάλλαξη Δέλτα να μην ανησυχεί πλέον απλώς τους ειδικούς, αλλά να τους τρομάζει, όπως ομολογεί ο παθολόγος-λοιμωξιολόγος Αθανάσιος Σκουτέλης και τον υφυπουργό πολιτικής προστασίας Νίκο Χαρδαλιά να εφαρμόζει περιοριστικά μέτρα στη Μύκονο και να συνεχίζονται οι διαβουλεύσεις στο κέντρο επιχειρήσεων της Πολιτικής Προστασίας για το κατά πόσο θα πρέπει να ισχύσει κάτι ανάλογο σε 5 Κυκλαδονήσια και σε περιοχές της Κρήτης, το μήνυμα είναι σαφές: Η μετάλλαξη Δέλτα αφορά όλους τους μη εμβολιασμένους (και τους ημι-εμβολιασμένους και τους ανοσοκατεσταλμένους) και μεταξύ του πληθυσμού που δεν έχει εμβολιαστεί είναι και τα παιδιά κάτω των 15 ετών.
Ενόψει της έναρξης της νέας σχολικής χρονιάς τον Σεπτέμβρη και με δεδομένο ότι η χώρα δεν αντέχει άλλο χειμώνα με κλειστά σχολεία, η Εθνική Επιτροπή Εμβολιασμών, μετά την έγκριση του εμβολισμού για τους έφηβους (15-17 ετών) και το άνοιγμα της πλατφόρμας, έβαλε ψηλά στην ατζέντα το ζήτημα του εμβολιασμού των παιδιών 12-15 ετών.
Για μικρότερες ηλικίες δεν μπορεί να γίνει συζήτηση καθώς το εμβόλιο της Pfizer είναι εγκεκριμένο για 12 ετών κι άνω, ενώ αντίστοιχη έγκριση αναμένεται να λάβει και το mRNA εμβόλιο της Moderna. Η Επιτροπή εξετάζει διεξοδικά τα δεδομένα και δεν βιάζεται να πάρει αποφάσεις γιατί οι παιδίατροι γνωρίζουν καλά πως το «κλειδί» για τον εμβολιασμό των παιδιών είναι η συναίνεση των γονέων και πρώτα οι γονείς πρέπει να πειστούν ότι ο covid εμβολιασμός θα βοηθήσει να μην κλείσουν τα σχολεία και να μη στερηθούν (ξανά) τα παιδιά τις τάξεις τους και τις αγαπημένες (κι απαραίτητες στην ψυχοσωματική τους ανάπτυξη) κοινωνικές κι αθλητικές δραστηριότητες.
Ένα πρόβλημα που απασχολεί την Εθνική Επιτροπή Εμβολιασμών είναι ο περιορισμένος αριθμός παιδιών που συμπεριλαμβάνει η μελέτη στην οποία στηρίχθηκε η έγκριση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων (ΕΜΑ) για τη χορήγηση του mRNA εμβολίου στα παιδιά. Εξαιτίας αυτού του περιορισμένου αριθμού (που κυμαίνεται λίγο πιο ψηλά από τα 2000 παιδιά), δεν θα μπορούσε να ανιχνεύσει σπάνιες ανεπιθύμητες ενέργειες.
Η μελέτη έδειξε ότι οι οποίες ανεπιθύμητες ενέργειες μετά τον εμβολιασμό των παιδιών ήταν συνήθεις και ήπιες, όπως ξέρουμε από τα παιδικά λεγόμενα εμβόλια, όπως τονίζει η καθηγήτρια παιδιατρικής-λοιμώξεων Μαρία Θεοδωρίδου, πρόεδρος της Επιτροπής.
Ο εμβολιασμός των παιδιών δεν θα έχει υποχρεωτικό χαρακτήρα και οι παράγοντες που θα συνεκτιμηθούν από τους επιστήμονες της Επιτροπής είναι η βαρύτητα της νόσου στα παιδιά, η συμμετοχή των παιδιών στη διασπορά του ιού στην κοινότητα, τα πλεονεκτήματα από τον εμβολιασμό σε σχέση με την εκπαίδευση και τις εξωσχολικές δραστηριότητες των παιδιών, η ασφάλεια του εμβολίου, η αποτελεσματικότητά του και η αποδοχή του από τους γονείς με τη συναίνεση των οποίων θα γίνει ο εμβολιασμός.
Έως τώρα η νόσος στα παιδιά εξακολουθεί να αποδεικνύεται ήπια, με τρεις λιλιπούτειους ασθενείς να χρειάζονται διασωλήνωση κατά το 4ο κύμα της πανδημίας και μόνο ένα ποσοστό 2% των παιδιών να νοσεί σοβαρά και να χρειάζεται νοσηλεία. Η μετάλλαξη Δέλτα βέβαια έχει αλλάξει το πρόσωπο της πανδημίας και δείχνει να χτυπά ιδιαίτερα τους νέους, ωστόσο ακόμα δεν βλέπουμε σημαντική αύξηση στις βαριές νοσήσεις ούτε διογκούμενη πίεση στο ΕΣΥ.
Από την άλλη όμως, το στέλεχος Δέλτα διασπείρεται τόσο γρήγορα στον νεανικό πληθυσμό, που πολλοί ειδικοί θεωρούν ότι όταν ανοίξουν τα σχολεία μοιραία όλα τα παιδιά που δεν θα έχουν εμβολιαστεί θα κολλήσουν. Ωστόσο, τα ευρήματα μέχρι τώρα δείχνουν ότι οι έφηβοι μεταδίδουν πιο εύκολα τον κορωνοϊό, λόγω και του τρόπου ζωής τους -που δεν διαφέρει σημαντικά από αυτόν των ενηλίκων- όπως θυμίζει ο καθηγητής επιδημιολογίας Γκίκας Μαγιορκίνης.
Η Εθνική Επιτροπή Εμβολιασμών πάντως δεν βιάζεται να πάρει αποφάσεις-γνωρίζοντας πολύ καλά πως το αλαλούμ που έγινε με τα εμβόλια του ιικού φορέα στους ενήλικους οδήγησαν τον κόσμο σε σύγχυση και στην ενίσχυση των αντιεμβολιαστών, οπότε κανείς δεν θέλει να επαναληφθεί το ίδιο λάθος. Ένα σημείο αφετηρίας της συζήτησης είναι ο εμβολιασμός μόνο των ευπαθών παιδιών ηλικίας 12-15 ετών κάτι που είναι πολύ πιθανό να προκριθεί τελικά, καθώς τα παιδιά που ανήκουν σε αυτήν την ομάδα κινδυνεύουν σοβαρά εφόσον κολλήσουν covid.
Τα παιδιά που αντιμετωπίζουν υψηλό κίνδυνο είναι όσα έχουν γεννηθεί με συγγενείς καρδιοπάθειες ή διαβήτη τύπου 1, έχουν υποβληθεί σε μεταμόσχευση, νοσούν ή έχουν νοσήσει από καρκίνο, είναι παχύσαρκα ή έχουν άλλα σοβαρά υποκείμενα νοσήματα. Με τα σημερινά δεδομένα, ένα στα δέκα περιστατικά Covid που χρήζουν νοσηλεία είναι παιδί ή έφηβος κι όπως έχει δείξει η εμπειρία στην Ελλάδα, στις περισσότερες περιπτώσεις που νόσησαν σοβαρά παιδιά και χρειάστηκε να νοσηλευτούν, κινδύνεψε η ζωή τους ή έχασαν τη μάχη, είχαν υποκείμενα νοσήματα.
Η πανδημία Covid πάντως εξακολουθεί να παραμένει ένα νόμισμα με δύο εντελώς αντιφατικές όψεις καθώς την ώρα που μιλάμε για τον εμβολιασμό των παιδιών (ηλικίας 12 ετών κι άνω) για τον κορονοϊό, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας κρούει τον κώδωνα του κινδύνου ότι 34 εκατομμύρια παιδιά διεθνώς δεν θα κάνουν τα γνωστά παιδιατρικά εμβόλια που όλοι γνωρίζουμε και που γίνονταν τόσο χρόνια, γιατί δεν έχουν πλέον πρόσβαση στο σύστημα υγείας. Αυτό συμβαίνει κυρίως στις αναπτυσσόμενες χώρες και αποτελεί μια από τις σοβαρότερες παράπλευρες απώλειες της πανδημίας, με τον ΠΟΥ να στέλνει το μήνυμα πως τα παιδιά δεν πρέπει να χάσουν άλλες δόσεις από τα «κλασικά» παιδιατρικά εμβόλια.
Στη θωράκιση της υγείας των παιδιών μέσω του εμβολιασμού πρωταγωνιστικό ρόλο διαδραματίζουν οι παιδίατροι, οι οποίοι επιφορτίζονται τώρα με το δύσκολο έργο να πείσουν τους γονείς πως ο covid εμβολιασμός είναι πολύτιμος για τη διατήρηση της κανονικότητας της παιδικής ζωής, σε ένα κόσμο διόλου αγγελικά πλασμένο όπως βλέπουμε (δυστυχώς).