Για μια διάταξη αντισυνταγματική έκανε λόγο ο πρώην αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, Ευάγγελος Βενιζέλος, περιγράφοντας τη διαδικασία του αυτοφώρου που πέρασαν το βράδυ του Σαββάτου οι τρεις δημοσιογράφοι της εφημερίδας “Φιλελεύθερος”.
Όπως σημείωσε, αναφερόμενος στη μήνυση του Πάνου Καμμένου κατά επτά δημοσιογράφων της εφημερίδας και τη σύλληψη των δημοσιογράφων, «ο έλεγχος της συνταγματικότητας δεν αφορά μόνο ζητήματα αποδοχών, μισθών, συντάξεων, αφορά πρωτίστως την προσωπική ασφάλεια και ελευθερία. Εν πάση περιπτώσει, μέχρι το 2001 υπήρχε ρητή διάταξη στο Σύνταγμα, άρθρο 14 παράγραφος 7, που καθόριζε ότι τα αδικήματα του Τύπου είναι αυτόφωρα. Αυτό καταργήθηκε ενσυνειδήτως και ρητώς το 2001. Τώρα, η νέα διάταξη λέει ότι με νόμο ρυθμίζονται τα σχετικά με την αστική και ποινική ευθύνη και με την ταχεία εκδίκαση των υποθέσεων, αλλά εισάγονται νέοι θεσμοί, το δικαίωμα απάντησης και η υποχρέωση επανόρθωσης. Δεν μπορεί να έχεις αυτόφωρο έγκλημα για συκοφαντική δυσφήμιση, όταν είναι αμφίβολο εάν υπάρχει αυτή. Μπορεί να δοθούν διευκρινίσεις, μπορεί να γίνει επανόρθωση, να μη συντελεσθεί κανένα αδίκημα. Ένα έγκλημα είναι αυτόφωρο όταν είναι προφανές, όταν δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι τελείται έγκλημα. Εδώ είδατε ότι ο Εισαγγελέας χθες είπε για τους δημοσιογράφους του «Φιλελεύθερου», «δεν ξέρω εάν υπάρχει έγκλημα, θα κάνουμε μία προκαταρτική εξέταση». Άρα, πώς υπάρχει αυτόφωρο όταν δεν ξέρουμε εάν υπάρχει καν έγκλημα; Αυτή είναι η μεγάλη αντίφαση».
Επίσης, μιλώντας στον ΣΚΑΪ, ανέφερε πως ο Εισαγγελέας αντέδρασε λογικά, ωστόσο κακώς κρατήθηκαν οι δημοσιογράφοι έστω και ένα βράδυ στο κρατητήριο.
Σχετικά με το περιστατικό που έλαβε χώρα στην Ομόνοια και οδήγησε στον τραγικό θάνατο τον 33χρονο ακτιβιστή Ζακ Κωστόπουλο, ο Ευάγγελος Βενιζέλος μίλησε για μια «εικόνα ανομίας» στο κέντρο της Αθήνας, όπου υπάρχει «απουσία εμφανών κανόνων που διέπουν την κανονική ζωή».
Σημείωσε πως παρατηρείται μια «αποδοχή και ανεκτικότητα απέναντι στη βία που έχει καλλιεργηθεί τα τελευταία 10 χρόνια» και συγκεκριμένα μια «ροπή στην πολιτική βία και ανοχή στην κοινωνική βία».
Σύμφωνα με τον Ευ. Βενιζέλο, έχει καλλιεργηθεί ένα κλίμα δημαγωγίας και λαϊκισμού, όπου κυριαρχούν οι διφορούμενες συμπεριφορές.
Για παράδειγμα, αναφέρει, διφορούμενη συμπεριφορά έχει το κυβερνών κόμμα, καθώς μία εμφανίζεται συστημικό μία αντισυστημικό, μνημονιακό και αντιμνημονιακό κτλ. Ωστόσο, όπως σημειώνει, στην πράξη ο ΣΥΡΙΖΑ είναι απόλυτα υποταγμένος, αν και την ίδια στιγμή ο λόγος του είναι διαφορετικός.
Σχετικά με τη Συμφωνία των Πρεσπών, ο Ευ. Βενιζέλος σημείωσε πως «όλος ο διεθνής κόσμος, η διεθνής κοινότητα, η Ευρώπη, οι Ηνωμένες Πολιτείες, θέλουν μία λύση σε σχέση με το όνομα, γιατί θέλουν η γειτονική μας χώρα να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ και να έχει μία σταθερή Ευρωαντλαντική πορεία. Οι συσχετισμοί στα δυτικά Βαλκάνια είναι πάρα πολύ άσχημοι, βρισκόμαστε στα πρόθυρα ενός πιθανού αναδασμού, δηλαδή μίας μετατόπισης εδαφών».
Και συνέχισε «Η Ελλάδα είναι, προφανώς, ένας παράγοντας σταθερότητας που βρίσκεται δίπλα σε όλα αυτά, αλλά ήταν πάντα μία δυτική χώρα, έχει μία άλλη αντίληψη, είναι μία παλιά χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και παμπάλαιη χώρα του ΝΑΤΟ. Και, βεβαίως, τα μείζονα προβλήματά μας δεν είναι προς τα δυτικά Βαλκάνια, είναι προς την ανατολική Μεσόγειο, είναι οι ελληνοτουρκικές σχέσεις, είναι ζητήματα πραγματικής ασφάλειας, στρατιωτικής ασφάλειας. Εγώ, λοιπόν, ανήκω σε αυτούς που θέλουν μία συμφωνία για το όνομα, αλλά μία συμφωνία στο πλαίσιο της εθνικής γραμμής. Συμφωνώ, λοιπόν, με μία συμφωνία για ένα σύνθετο όνομα, για κάθε χρήση. Αυτό, πράγματι, προβλέπεται στη συμφωνία, προβλέπεται ένα σύνθετο όνομα με γεωγραφικό προσδιορισμό, erga omnes. Αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό, όμως φαίνεται από όλον τον περίγυρο ότι η θέση μας ήταν πάρα πολύ ισχυρή, ότι θα μπορούσαμε να κερδίσουμε και αυτά τα οποία δημιουργούν τώρα αυτήν την αμφισβήτηση, η οποία είναι στην πραγματικότητα ένα παιχνίδι εθνικής ή εθνικιστικής ιδεολογίας».
Τέλος, ανέφερε πως «φάνηκε λοιπόν στη διαπραγμάτευση ότι αν η Κυβέρνηση ήθελε μία εθνική πολιτική, αν ήθελε να ενώσει τη δράση της με την αντιπολίτευση, θα μπορούσε να έχει εξαιρετικά αποτελέσματα, αλλά δυστυχώς ο κ. Τσίπρας με τον κ. Καμμένο θέλησαν να χρησιμοποιήσουν όλη αυτή την υπόθεση για να προκαλέσουν εσωτερικά προβλήματα στη Νέα Δημοκρατία και στο ΚΙΝΑΛ, να διασπάσουν την αντιπολίτευση, μικροκομματικά».
«Εάν σεβόντουσαν την αντιπολίτευση και την εθνική ενότητα θα είχαμε καταφέρει μία πλήρη συμφωνία χωρίς αυτά τα προβλήματα. Ας θυμηθούμε: έχει συμβάλλει η αντιπολίτευση, η ελληνική, στη βελτίωση της συμφωνίας; Θυμηθείτε, εάν δεν αντιδρούσαμε –και αντέδρασα πρώτος– θα είχε δεχτεί ο κ. Τσίπρας τη «Δημοκρατία του Ίλιντεν», που είναι η επιτομή του αλυτρωτισμού», τόνισε.