Τα σοβαρά προβλήματα που επιφέρουν οι προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ, για τη συνταγματική αναθεώρηση, στο θέμα της εκλογής του προέδρου της Δημοκρατίας και το εκλογικό σύστημα, αναδεικνύει ο Ευάγγελος Βενιζέλος, επισημαίνοντας πως επιχειρούνται μικροκομματικά παιχνίδια λίγο πριν τη λήξη της τελευταίας κοινοβουλευτικής περιόδου της παρούσας κυβέρνησης.
Με άρθρο του στα Νέα αναδεικνύει τα κενά και τα δεδομένα που θα προκύψουν στην περίπτωση που οι προτάσεις που έχουν κατατεθεί τύχουν αποδοχής, ενώ ταυτόχρονα επιβεβαιώνει την προχειρότητα με την οποία η πλειοψηφία της Βουλής επιχειρεί να θέσει σε συζήτηση την κορυφαία διαδικασία της Δημοκρατίας.
Αναλυτικότερα, στο άρθρο του ο κ. Βενιζέλος αναφέρει τα εξής:
Το άρθρο 110 παρ. 1 εντάσσει στον σκληρό πυρήνα των μη αναθεωρούμενων στοιχείων, τη βάση και τη μορφή του πολιτεύματος ως Προεδρευόμενης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας. Κατά την πρώτη περίοδο της εφαρμογής του Συντάγματος (1975-1986) κυριαρχούσε στη συζήτηση η δυνατότητα της διπλής ανάγνωσης του Συντάγματος, μιας καθαρότερα κοινοβουλευτικής και μιας εν δυνάμει ημιπροεδρικής ή μάλλον «δικεφαλικής» στην κορυφή της εκτελεστικής εξουσίας, λόγω των αρμοδιοτήτων που διέθετε τότε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας.
Επρόκειτο για αρμοδιότητες σχετικές κυρίως με τον διορισμό του πρωθυπουργού και τη διάλυση της Βουλής, η άσκηση ή η απειλή άσκησης των οποίων έφερνε τον ΠτΔ εν δυνάμει σε αντίθεση με την κοινοβουλευτική πλειοψηφία, όχι για λόγους συνταγματικότητας αλλά αμιγώς πολιτικούς.
Το κοινοβουλευτικό πολίτευμα λειτουργεί μετά την αναθεώρηση του 1986 και την κατάργηση των λεγόμενων ενισχυμένων αρμοδιοτήτων του ΠτΔ, επί τριάντα δύο χρόνια, με ομαλό τρόπο, χωρίς πρόσθετες εντάσεις που οφείλονται σε συνταγματικές ρυθμίσεις. Ανταπεξήλθε στις συνθήκες της περιόδου 1989-1993 και κυρίως στη δεκαετία της οικονομικής κρίσης. Βεβαίως ο θεσμός του ΠτΔ δεν λειτουργεί ως πολιτικό αντίβαρο της κυβέρνησης. Δεν ασκήθηκαν στην πράξη ούτε υφιστάμενες αρμοδιότητες σχετικές με τον έλεγχο της συνταγματικότητας διαδικαστικών προϋποθέσεων π.χ. για την προκήρυξη δημοψηφίσματος.
Αυτό που αναδείχθηκε ως βασικό πρόβλημα σε σχέση με τον ΠτΔ είναι η διαδικασία της εκλογής του και κυρίως η αναγκαστική διάλυση της Βουλής σε περίπτωση που δεν συγκεντρωθεί στην τρίτη ψηφοφορία αυξημένη πλειοψηφία 3/5 του όλου αριθμού των βουλευτών (180/300). Η επόμενη Βουλή εκλεγεί όμως τελικά τον ΠτΔ ακόμη και με σχετική πλειοψηφία, ενώ το ζήτημα αυτό είναι παρεμπίπτον διακύβευμα των βουλευτικών εκλογών που μεσολαβούν.
Η ρύθμιση αυτή έπρεπε να τροποποιηθεί ήδη από το 1986 ως παρακολούθημα των αλλαγών που επήλθαν στις αρμοδιότητες του ΠτΔ. Αυτό δεν έγινε προφανώς λόγω της έντασης που είχε δημιουργηθεί ως προς τη διαδικασία εκλογής ΠτΔ το 1985 και προκειμένου να μη μειωθεί, έστω έμμεσα, η νομιμοποίησή του. Το 1995 όμως το θέμα τέθηκε και το 2001, όταν ολοκληρώθηκε η αναθεωρητική διαδικασία, θα μπορούσε να έχει λυθεί. Δυστυχώς η τότε αξιωματική αντιπολίτευση της ΝΔ δεν συνέπραξε και το άρθρο 32 παρέμεινε στην αρχική του μορφή. Αυτό οδήγησε τη χώρα σε αναγκαστικές εκλογές που επέφεραν και αλλαγή του συσχετισμού των κοινοβουλευτικών δυνάμεων, δυο φορές: το 2009 και τον Ιανουάριο του 2015.
Το 1995-2001 προτάθηκαν όλες οι πιθανές λύσεις, αλλεπάλληλες ψηφοφορίες, παράταση θητείας του απερχόμενου ΠτΔ, διευρυμένο εκλεκτορικό σώμα, μικρότερη πλειοψηφία. Η πιο προβληματική από όλες είναι η μετατροπή μιας διαδικασίας έμμεσης εκλογής από το Κοινοβούλιο σε άμεση εκλογή. Ενώ αναζητείται επίμονα αυξημένη πλειοψηφία και άρα συναίνεση, ξαφνικά, με την προσφυγή σε άμεση εκλογή, αναζητείται εκλογική σύγκρουση και ισχυρή άμεση νομιμοποίηση όχι λόγω συναίνεσης αλλά λόγω εκλογικής νίκης και άρα ήττας των αντιπάλων.
Μεταβάλλεται πλήρως η νομιμοποιητική βάση και η θεσμική αντίληψη περί αρχηγού του κράτους. Υπάρχουν πολλά κοινοβουλευτικά συστήματα διακυβέρνησης στην Ευρώπη στους κόλπους των οποίων ο ΠτΔ εκλέγεται εξαρχής άμεσα. Για διάφορους ιστορικούς λόγους. Για να ενισχύεται η πολιτειακή υπόσταση του συγκεκριμένου κράτους (π.χ. Αυστρία) ή γιατί αυτό έμεινε ως κατάλοιπο ενός προγενέστερου ημιπροεδρικού συστήματος (π.χ. Πορτογαλία, Φινλανδία). Σε πολλές όμως χώρες με κοινοβουλευτικό σύστημα οι εντάσεις μεταξύ κυβέρνησης και άμεσα εκλεγμένου προέδρου είναι συχνό φαινόμενο (π.χ. Ρουμανία, Τσεχία) και η πίεση προς μια ημιπροεδρική προσέγγιση παρούσα.
Ο ΣΥΡΙΖΑ προτείνει, σε πρώτη φάση, μια μακρόσυρτη, εξαμηνιαία, σχεδόν απαξιωτική διαδικασία αναζήτησης συναίνεσης μέσω πολλών ψηφοφοριών για την έμμεση εκλογή ΠτΔ με αυξημένη κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Η Νέα Δημοκρατία προτείνει μόνο δυο ψηφοφορίες. Μετά και τα δυο κόμματα προτείνουν ριζική αλλαγή σκηνικού και θεσμικής λογικής, με άμεση εκλογή του ΠτΔ, υπό την απειλή της οποίας μπορεί να επιτευχθεί αυξημένη πλειοψηφία στη Βουλή, δεν παύει όμως να ανοίγει ο δρόμος της εκλογικής αντιπαράθεσης μεταξύ κομμάτων που υποστηρίζουν διαφορετικούς υποψήφιους προέδρους.
Μια κυβέρνηση που αποφεύγει τις βουλευτικές εκλογές, αλλά ο δικός της υποψήφιος χάνει στις άμεσες προεδρικές εκλογές που διεξάγονται, είναι μια κυβέρνηση με πρόβλημα νομιμοποίησης που επιπλέον καλείται να συνεργαστεί με έναν ΠτΔ που ήταν πολιτικός της αντίπαλος.
Πρόσθετο «τεχνικό» ερώτημα: αν όσο διαρκεί το εξάμηνο των αλλεπάλληλων κοινοβουλευτικών ψηφοφοριών σε αναζήτηση 180 ψήφων που προτείνει ο ΣΥΡΙΖΑ, διαλυθεί η Βουλή ή λήξει η βουλευτική περίοδος και διεξαχθούν εκλογές, η νέα Βουλή θα συνεχίσει να αναζητά πλειοψηφία 180, ενώ με την ισχύουσα ρύθμιση μπορεί να εκλέξει ΠτΔ ακόμη και με σχετική πλειοψηφία στην τρίτη ψηφοφορία;
Αξίζει να αναρωτηθούμε, εφόσον σύμφωνα με την ισχύουσα ρύθμιση τελικά ο ΠτΔ εκλέγεται στη δεύτερη Βουλή από τη σχετική πλειοψηφία, και στις βουλευτικές εκλογές που μεσολαβούν το ζήτημα του ΠτΔ είναι τελείως δευτερεύον, γιατί να μην εκλέγεται ήδη από την πρώτη Βουλή ο ΠτΔ με σχετική πλειοψηφία; Άλλη απλή λύση είναι η συγκρότηση διευρυμένου εκλεκτορικού σώματος με τη συμμετοχή των βουλευτών, των περιφερειαρχών και των δημάρχων.
Σε κάθε πάντως περίπτωση ο συνδυασμός άμεσης εκλογής και αύξησης αρμοδιοτήτων του ΠτΔ σε πεδία όπως ο διορισμός της κυβέρνησης, η διάλυση της Βουλής και η προκήρυξη δημοψηφίσματος, θα προσέκρουε στο άρθρο 110 παρ. 1, γιατί θα έθετε υπό αμφισβήτηση την μη υποκείμενη σε αναθεώρηση κοινοβουλευτική μορφή του πολιτεύματος.
Οι προτάσεις που διατυπώθηκαν παρεμβαίνουν όμως και στις διαδικασίες διορισμού και παύσης του πρωθυπουργού. Στο ελληνικό Σύνταγμα υπάρχει πλήρης κατοχύρωση της κοινοβουλευτικής αρχής (εξάρτηση της κυβέρνησης από την εμπιστοσύνη της Βουλής) και της αρχής της δεδηλωμένης (υποχρεωτικός διορισμός ως πρωθυπουργού αυτού που διαθέτει την εμπιστοσύνη της Βουλής).
Η λεγόμενη δημιουργική ψήφος δυσπιστίας, δηλαδή η άρση της εμπιστοσύνης της Βουλής προς την κυβέρνηση μόνο με ταυτόχρονη εκλογή νέου πρωθυπουργού, έχει νόημα σε κοινοβουλευτικά συστήματα που δεν διαθέτουν τις αναλυτικές ρυθμίσεις και τις σύντομες προθεσμίες του άρθρου 37 του ελληνικού Συντάγματος. Στη Γερμανία και την Ισπανία υπάρχει δημιουργική ψήφος δυσπιστίας γιατί δεν υπάρχει αυστηρή τυποποίηση της διαδικασίας διορισμού κυβέρνησης αντίστοιχη της ελληνικής. Και τα δυο μαζί είναι υπερβολική αγκύλωση της πολιτικής διαδικασίας. Δεν χρειάζεται καν να σχολιάσω την πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ να είναι υποχρεωτικά βουλευτής ο πρωθυπουργός, ενώ ισχύει αυστηρά η κοινοβουλευτική αρχή και η αρχή της δεδηλωμένης. Άρα απλώς αποκλείονται αναδρομικά πρόσωπα όπως ο Ξ. Ζολώτας και ο Λ. Παπαδήμος παρά τη βούληση της συντριπτικής κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας!
Προβλήματα δημιουργεί όμως και η πρόταση της ΝΔ για σταθερό εκλογικό κύκλο, δηλαδή για ένα κοινοβουλευτικό σύστημα χωρίς τις ιστορικά διαμορφωμένες στο βρετανικό κοινοβουλευτικό πολίτευμα ισορροπίες: η κυβέρνηση εξαρτάται από την εμπιστοσύνη της Βουλής, έχει όμως σε αντιστάθμισμα τη δυνατότητα διάλυσης της Βουλής. Ελπίζω πως θα γίνει αντιληπτό ότι όταν η απόλυτη κοινοβουλευτική πλειοψηφία θέλει διάλυση της Βουλής, αυτό δεν μπορεί να αποτραπεί σε ένα κοινοβουλευτικό σύστημα. Μπορεί απλώς να επιβληθεί ως «ποινή» ο διορισμός «υπηρεσιακής» κυβέρνησης για τη διεξαγωγή των εκλογών.
Η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ συμπληρώνεται με την πρόβλεψη για πάγιο εκλογικό σύστημα πολύ «ελαφρά» ενισχυμένης αναλογικής με απόκλιση μεταξύ ψήφων και εδρών κάθε κόμματος όχι μεγαλύτερη του 10%. Άρα με 40% των ψήφων το πρώτο κόμμα δικαιούται 120 έδρες στις οποίες μπορούν να προστεθούν το πολύ 12, ο συνολικός συνεπώς αριθμός των εδρών του δεν μπορεί να ξεπερνά τις 132. Και σε αλλά ευρωπαϊκά Συντάγματα, όπως το γερμανικό, περιορίζονται οι επιλογές του εκλογικού νομοθέτη και πριμοδοτούνται ουσιαστικά οι κυβερνήσεις συνεργασίας. Ποιος μπορεί να πιστέψει όμως ότι αυτό γίνεται με αγαθή θεσμική πρόθεση από τον πρώτο εταίρο της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, τώρα που έχουν μεταβληθεί οι πολιτικοί συσχετισμοί και βρισκόμαστε στην τελευταία σύνοδο της παρούσας Βουλής; Το Σύνταγμα και η αναθεώρησή του υποτάσσονται συνεπώς σε μικροκομματικά συγκυριακά παίγνια.
Τέλος, προτείνεται από τον ΣΥΡΙΖΑ η παράδοξη απαγόρευση περισσότερων των τριών συνεχόμενων βουλευτικών θητειών. Ο βουλευτής πρέπει να διακόψει την κοινοβουλευτική του παρουσία, αλλά μπορεί να επανέλθει στις επόμενες εκλογές. Εκτός και αν είναι αρχηγός κόμματος ή πρώην πρωθυπουργός ( υποθέτω και ο πρωθυπουργός που διενεργεί τις εκλογές)! Σε όσες χώρες υπάρχουν περιορισμένες θητείες, αυτό αφορά συνήθως τα μονοπρόσωπα όργανα που ασκούν την κυβερνητική εξουσία, όπως ο αμερικανός ή ο γάλλος πρόεδρος. Ρύθμιση που να θέτει όριο στους απλούς βουλευτές ή έστω στους υπουργούς, αλλά εξαιρεί αυτούς που άσκησαν ή ασκούν την κορυφαία κυβερνητική εξουσία (πρωθυπουργούς και αρχηγούς κομμάτων), μόνο ως εκδήλωση προκλητικής πολιτικής υποκρισίας μπορεί να εκληφθεί. -