Μια ακόμη δημοσκόπηση, αυτή της ALCO χθες για τον Alpha, επιβεβαιώνει τις προηγούμενες. Δίνει προβάδισμα 7,7 ποσοστιαίων μονάδων στη ΝΔ έναντι του ΣΥΡΙΖΑ, με το ΠΑΣΟΚ αγκιστρωμένο στα χαμηλά (30,6% - 22,9% – 11,6% αντίστοιχα). Παράλληλα και σε αυτή τη δημοσκόπηση ο Μητσοτάκης υπερτερεί της πρωθυπουργικής ακαταλληλότητας έναντι του Τσίπρα κατά 9 μονάδες (29% - 20% , με τον «Κανένα» να βρίσκεται στο 27%!).
Όλες οι δημοσκοπήσεις του Φθινοπώρου, με μικρές αυξομειώσεις δίνουν περίπου τα ίδια ποσοστά. Εάν είναι… χειραγωγημένες από την κυβέρνηση (όπως πιστεύουν στον ΣΥΡΙΖΑ και ισχυρίζονται οι οπαδοί του στο διαδίκτυο), τότε πρόκειται για μια υπερ-κυβέρνηση έναντι της οποίας δεν θα είχε νόημα η αντιπολίτευση. Φυσικά, ο ισχυρισμός χρησιμοποιείται ως διάτρητη ασπίδα από την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, και για να δικαιολογήσει το τριετές «βάδην σημειωτόν» της λαϊκής απήχησης.
Ο Τσίπρας στη ΔΕΘ κράτησε τα προσχήματα, δεν απέδωσε δόλο στην πλειοψηφία των δημοσκόπων, αλλά μίλησε για «συστημικό πρόβλημα» και «πλαστογραφία της στιγμής» από κάποιες. Ως επιχείρημα ανέφερε τις εκλογές του 2019 όπου του έδιναν 25-26% και πήρε 32%. Δίκιο έχει αλλά υπάρχει εξήγηση. Την τελευταία προεκλογική εβδομάδα είχε υπάρξει «έντρομη» κινητοποίηση. Διάσπαρτοι χώροι της ανέστιας Αριστεράς συσπειρώθηκαν και ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ για να μην έλθει «η νεοφιλελεύθερη ακροδεξιά ΝΔ».
Μπορεί το ίδιο ποσοστό να λάβει και στις επόμενες, καθώς η ιδεολογική τοποθέτηση προέχει της ρεαλιστικής παραδοχής για τα αποτελέσματα εκάστης κυβέρνησης. Είναι φυσικό αφού στην εκλογική συμπεριφορά των αριστερών προτάσσεται η ιδεολογία. Αντιθέτως, η λαϊκίστικη πτέρυγα του ΠΑΣΟΚ που προσχώρησε στον ΣΥΡΙΖΑ, καθοδηγείται από το αντιδεξιό της σύνδρομο και την «κυτταρική» απόρριψη του ονόματος Μητσοτάκη.
(Το πρόβλημα των χαμηλών ποσοστών εντοπίζεται και στο ΠΑΣΟΚ. Η άφρων παρακολούθηση του τηλεφώνου του Ανδρουλάκη τον έφερε στον αφρό. Λουσμένος στο φως των προβολέων της δημοσιότητας, δεν κατόρθωσε να αποκομίσει το αντίστοιχο δημοσκοπικό πλεονέκτημα. Ήταν η χρυσή του ευκαιρία να μεταδώσει το ευρύτερο πλαίσιο των σοσιαλδημοκρατικών αρχών του, αλλά «κλειδώθηκε» στην μονοθεματική καταγγελία της παρακολούθησής του, την οποία εκ θέσεως εκμεταλλεύτηκε περισσότερο ο ΣΥΡΙΖΑ).
Η αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ να πείσει τον κόσμο και να αρθεί υπεράνω ποσοστών της κυβέρνησης, τον ωθεί έμφοβο να εργαλειοποιήσει τη νίκη Μελόνι, και να μεταφέρει άτσαλα την ιταλική εικόνα στα καθ΄ ημάς. Και δεν κατανοούν ότι έτσι χάνουν σε σοβαρότητα και πειθώ.
Στο κομματικό ραδιόφωνο του ΣΥΡΙΖΑ έβγαλαν τον γνωστό Μαρατζίδη. Με αφορμή την Ιταλία περιέγραψε την ελληνική κυβέρνηση ως «μετα-δημοκρατία με μαφιοκρατικά χαρακτηριστικά», ενώ τόνισε με άλλες λέξεις ότι υπάρχουν «κριτήρια μαφίας στην κυβέρνηση Μητσοτάκη». Μα αν ισχύουν αυτά είναι μεγαλύτερη η αποτυχία τους. Ένα ηθικό, άσπιλο αριστερό κόμμα, να μη μπορεί πείσει τον λαό να παλέψει μια μαφιοκρατική κυβέρνηση…
Απλώς εν τη αγωνία τους δημιουργούν ένα φοβικό είδωλο, και καλούν όπως λένε «τις προοδευτικές πολιτικές δυνάμεις να βγάλουν χρήσιμα συμπεράσματα» (από το γεγονός ότι δεν συνασπίστηκαν στην Ιταλία η Αριστερά με την Κεντροαριστερά ενόψει της επέλασης Μελόνι). Αλλά κατά ΣΥΡΙΖΑ το φοβικό είδωλο δεν συμπεριλαμβάνει μόνο τη «μαφιοκρατική κυβέρνηση» Μητσοτάκη.
Όπως γράφει στην ανακοίνωσή του «οι προοδευτικές δυνάμεις να βγάλουν χρήσιμα συμπεράσματα από την γειτονική Ιταλία, προκειμένου ο ακροδεξιός λαϊκισμός των δυνάμεων που πορεύτηκαν χέρι-χέρι στα συλλαλητήρια ενάντια στη συμφωνία των Πρεσπών, να μην αποτελέσουν εναλλακτική λύση διακυβέρνησης μετά τις επόμενες εκλογές στη χώρα μας».
Δεν είναι προσπάθεια αιτιολόγησης ενός λάθους. Είναι πίστη τους! Δεν έχει νόημα με τον σεχταρισμό που τους διέπει, να τους υπενθυμίσεις ότι όλοι αυτοί που πρωτοστάτησαν στο Μακεδονικό, που πορεύτηκαν «χέρι-χέρι», δεν ήταν εντεταλμένοι οργανωμένων πολιτικών δυνάμεων. Ήταν οι απλοί πολίτες – ομάδες της κοινωνίας των πολιτών (που λέει ο ΣΥΡΙΖΑ σε άλλες περιπτώσεις ), που δεν αποδέχονταν την παραχώρηση εθνότητας και γλώσσας στους Σκοπιανούς. Αλλά αυτός ο αγνός λαϊκός πατριωτισμός, είναι νεοφασιστικός, εν δυνάμει οπαδικός μιας Μελόνι, ή μάλλον του χειρότερου της Μελόνι, του Μητσοτάκη. Γιατί όπως είπε ο Μαρατζίδης «Το πρόβλημα δεν είναι μη γίνουμε Ιταλία, αλλά μην γίνει Ιταλία σαν εμάς».
Και όλα αυτά τα λένε σοβαρά, νομίζοντας ότι με τέτοια επιχειρήματα θα ελκύσουν τις ψήφους των πολιτών του Κέντρου, αυτών που ως ποσοστό τους λείπει για να υπερκεράσουν τη ΝΔ. Τους φανατικούς τους έχουν! Αλλά με αυτά απομακρύνουν περεταίρω τους κεντρώους και τους μένει προς αυτοεπιβεβαίωση η τόνωση των φανατικών.