Το τελευταίο διάστημα σημειώθηκε μια κάποια κινητικότητα σε σχέση με την αντιμετώπιση των κρίσεων και καταστροφών στη χώρα μας. Αρχής γενομένης από τη διερεύνηση του δυστυχήματος των Τεμπών που κυριάρχησε το δίλημμα εάν είναι προσφορότερη η προανακριτική η εξεταστική των πραγμάτων επιτροπή της Βουλής, ακολούθησε η ενημέρωση-συζήτηση περί των καταστροφών της Θεσσαλίας στην οποία αντηλλάγησαν απόψεις μεταξύ των κομμμάτων και δόθηκε σε προκοινοβουλευτικη διαβούλευση ένας «νέος» νόμος για την Πολιτική Προστασία (που συμπληρώνει και διορθώνει μερικά άρθρα ενός νόμου της ίδιας κυβέρνησης, του 4662/20 που έμεινε ανεφάρμοστος).
Κοινός παρονομαστής και στις τρεις συζητήσεις ήταν ότι αποσιωπήθηκαν οι διοικητικές και οργανωτικές ευθύνες του κρατικού μηχανισμού και μάλιστα, εκείνες που έχουν συστημικό χαρακτήρα και εμπλέκουν όλα τα κόμματα που άσκησαν τη διακυβέρνηση κατά τις τελευταίες δεκαετίες.
Στη χώρα μας υπάρχει μια δυσκολία κατανόησης των ευθυνών που συνδέονται με πράξεις ή παραλείψεις οργανώσεων, θεσμών και συστημάτων. Για πράξεις ή παραλείψεις ελέγχονται, συνήθως, φυσικά πρόσωπα. Με τον τρόπο, όμως, αυτόν χάνεται η ικανότητα αντίληψης μεγεθών μεγαλύτερων από το συγκεκριμένο φυσικό πρόσωπο. Mαζί της χάνεται και η ικανότητα κοινωνικής ανάλυσης, στρατηγικής σκέψης και κατανόησης των (παγκοσμιοποιημένων) προβλημάτων.
Εάν, δηλαδή, στην υπόθεση των Τεμπών δεν περιοριστούμε στις διοικητικές ευθύνες του σταθμάρχη της βάρδιας και στην καταστροφή της Θεσσαλίας αναζητήσουμε ευθύνες πέραν εκείνων που μπορεί να έχουν εκείνοι που έδωσαν (καλώς ή κακώς) την εντολή να σπάσουν κάποια αναχώματα και αναζητήσουμε παραλείψεις και λάθη στην ακολουθούμενη πολιτική ανθρώπινου δυναμικού και στη σχέση πολιτικής ηγεσίας και διοίκησης, τότε θα οδηγηθούμε σε ευρύτερες διοικητικές και οργανωτικές παραλείψεις και ανορθολογισμούς που προκαλούν, διαχρονικά, τέτοιου τύπου προβλήματα.
Η πολιτική προσωπικού που δεν επικεντρώνεται στην αξιότητα του προσώπου αλλά στην πελατειακή σχέση του με τον πάτρωνα πολιτικό, οι ανοίκειες παρεμβάσεις της πολιτικής ηγεσίας στο διοικητικό έργο, η εμμονή στα «τυπικά προσόντα» των υπαλλήλων κι όχι στις δεξιότητές τους, όλα αυτά δημιουργούν έναν στρατό ανευθυνο-υπεύθυνων που εναλλάσσονται με αποτέλεσμα την πολιτικοποίηση της γραφειοκρατίας και τη γραφειοκρατικοποίηση της πολιτικής. Ακόμη κι αν αποδοθούν ευθύνες σε συγκεκριμένα πρόσωπα, το σύστημα που λειτουργεί βάσει αυτών των αρχών και πρακτικών θα συνεχίσει να προετοιμάζει το επόμενο λάθος του.
Το ίδιο θα συμβεί εάν δεν περιοριστούμε στη σύμβαση 715 η στα αντιπλημμυρικά που δεν ολοκληρώθηκαν στην ώρα τους αλλά επεκταθούμε στο σύνολο των ρυθμίσεων, διαδικασιών και δομών που έχουν ως αποτέλεσμα την εκτεταμένη διαφθορά και κακοδιοίκηση στις δημόσιες συμβάσεις. Παρ’ όλον ότι το πρόβλημα εντοπίζεται από όργανα και θεσμούς, όπως το Ελεγκτικό Συνέδριο, η έκταση των συμβάσεων που ελέγχονται ως προς την ουσιαστική νομιμότητα, την αποτελεσματικότητα, την αποδοτικότητα και την οικονομικότητά τους, αυξάνεται γεωμετρικά σε περίοδο κρίσεων.
Αλλά και η αναζήτηση των δομικών προβλημάτων πίσω από την αδυναμία συγκεκριμένων οργανισμών, όπως του ΟΣΕ η της Περιφέρειας Θεσσαλίας, μπορεί να οδηγήσουν στην αποκάλυψη μιας σειράς αιτιών που ευθύνονται για την πολυδιάσπαση των δομών, την αδυναμία συντονισμού και την κακοδιοίκηση.
Εάν αναζητήσουμε τις αιτίες γιατί δεν εφαρμόστηκαν όσα έλεγε το σχέδιο δράσης του Υπουργείου Μεταφορών ή ο «Δάρδανος 2» (το επιχειρησιακό σχέδιο για τις πλημμύρες) μπορεί να καταλάβουμε γιατί, μετά από πολλές προσπάθειες, αδυνατούμε να μετακινηθούμε από ένα σύστημα γενικών και επικαλυπτόμενων αρμοδιοτήτων σ’ ένα σύστημα ορθολογικά οργανωμένων στόχων και δεικτών απόδοσης των δημοσίων υπηρεσιών. Θα κατανοήσουμε ότι ο πελατειακός τρόπος οργάνωσης και λειτουργίας των δημοσίων υπηρεσιών εμποδίζει την επιτυχία της πολυεπίπεδης διακυβέρνησης με αποτέλεσμα το κράτος μας να παραμένει υπερσυγκεντρωτικό και η αυτοδιοίκηση αδύναμη και περιθωριοποιημένη.
Αλλά και το σύστημα λήψης αποφάσεων στο δημόσιο παρουσιάζει σοβαρές παθολογίες που, επίσης, οφείλονται στον πελατειασμό. Αρκεί να παρακολουθήσουμε τη νομοθετική παραγωγή και την έκπτωση της ποιότητάς της, όπως συμβαίνει στο υπό συζήτηση σχέδιο νόμου για την Πολιτική Προστασία.
Η καλή νομοθέτηση είναι μια δημόσια πολιτική που παραμένει στα χαρτιά. Κείμενα ακατάληπτα που παραβιάζουν ακόμη και τους κανόνες του συντακτικού και της γραμματικής, απολύτως εσωστρεφή και προδήλως μη εφαρμόσιμα «ρυθμίζουν» σοβαρότατα ζητήματα. Η προ-κοινοβουλευτική διαβούλευση ουσιαστικά ακυρώνεται όταν το ένα τρίτο των ρυθμίσεων προστίθεται από την κυβέρνηση άνευ διαβουλεύσεως κατά την κοινοβουλευτική διαδικασία.
Υποθέτω ότι ο κομματικός αντίλογος στις διοικητικές - οργανωτικές παθολογίες και τις συνακόλουθες ευθύνες για την ύπαρξη και τη διαιώνισή τους είναι ότι αυτές δεν είναι παρά πολιτικές (διάβαζε, κομματικές). Μια τέτοια, όμως, μυωπική ανάγνωση της κακοδιοίκησης παραγνωρίζει ότι οι δημόσιες διοικήσεις αποτελούν το κοινό υπόστρωμα της διακυβέρνησης. Υπό την έννοια αυτή, η κομματική πολιτική για τη διοικητική μεταρρύθμιση θα πρέπει να αντικατασταθεί από μια συναινετική διαδικασία όσον αφορά, τουλάχιστον, τις μείζονες αλλαγές που προαναφέραμε.
Χρειάζεται, γι αυτό, όμως, τόλμη, τόσο προσωπική όσο και κομματική. Οι διοικητικές μεταρρυθμίσεις είναι δύσκολες και έχουν σημαντικό πολιτικό κόστος. Πλην όμως αποτελούν αναγκαία προϋπόθεση όχι μόνον για την πορεία προς τα εμπρός αλλά και για τον εντοπισμό δυστυχημάτων και λοιπών τραγωδιών που πυκνώνουν ολοένα και περισσότερο. Οι τραγωδίες των Τεμπών, της Θεσσαλίας κι όσων άλλων προηγήθηκαν θα μπορούσαν να αποτελέσουν ένα αφετηριακό σημείο για τη δρομολόγησή τους.
*Το τελευταίο του βιβλίο «Διοίκηση κρίσεων και καταστροφών στο παράδειγμα της Πολιτικής Προτασίας» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ελληνοεκδοτική
* Ο Παναγιώτης Καρκατσούλης είναι εμπειρογνώμονας δημόσιας διοίκησης, Σύμβουλος ΑΣΕΠ, π. βουλευτής