Τα ερωτήματα, που τίθενται από πολλούς αναλυτές, είναι: «γιατί ο Μητσοτάκης παραμένει μονίμως πρώτος και ο Τσίπρας τρίτος σε καταλληλότητα για την πρωθυπουργία της χώρας», «γιατί η Νέα Δημοκρατία υπό τον Κυριάκο Μητσοτάκη είναι πρώτη σε προτιμήσεις από το 2016 έως σήμερα, παρά το ότι κυβερνά υπό αντίξοες συνθήκες την χώρα» και, τέλος, «γιατί ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει την προτίμηση της μεγάλης πλειοψηφίας των ψηφοφόρων του προοδευτικού κέντρου».
Μάλιστα, ο Αλέξης Τσίπρας φέρεται τρίτος σε καταλληλότητα με δεύτερο τον Κανένα. Και όλα αυτά, παρά τις μεγάλες αντιξοότητες, προκλήσεις και εμπόδια, που βρήκε στο δρόμο της η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη, και παρά τις αστοχίες, τις παραλήψεις και τα λάθη, που έγιναν στα 3,5 χρόνια που κυβερνά.
Η απάντηση δεν είναι απλή. Όμως, μία ανάλυση, η οποία θα βασίζεται τόσο στα θετικά όσο και στα αρνητικά σημεία, που χαρακτηρίζουν την προσωπικότητα, τη μόρφωση, τον χαρακτήρα και τη μεθοδικότητα αντιμετώπισης κρίσεων των δύο πολιτικών προσώπων, είναι δυνατή.
Πρέπει να τονίσουμε ότι ναι μεν ο Α. Τσίπρας είχε να αντιμετωπίσει τους κακούς έως επικίνδυνους ερασιτεχνισμούς της κυβέρνησης της πρώτης περιόδου (Φεβρουάριος – Αύγουστος 2015) και τις δογματικές ιδεολογικές αγκυλώσεις των στελεχών του, αλλά και ο Κ. Μητσοτάκης, με την ανάληψη της κυβέρνησης, είχε να αντιμετωπίσει μία παραπαίουσα οικονομία με υψηλούς φόρους για την μεσαία τάξη, την έλλειψη παραγωγικών επενδύσεων, την υψηλή ανεργία, τη διεθνώς κακή εικόνα της χώρας και την έλλειψη αξιοπιστίας, την ασύμμετρη απειλή εκ μέρους της Τουρκίας με τα μεταναστευτικά κύματα, την απρόσμενη διετή πανδημία, που είχε ως συνέπεια την αναστολή των παραγωγικών διαδικασιών, τις απειλές για εισβολή στα νησιά μας εκ μέρους της Τουρκίας, την παγκόσμια ενεργειακή κρίση, την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και την μηδενιστική, δημαγωγική και πολωτική αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ.
Ο πρωθυπουργός είχε, επιπροσθέτως, να αντιμετωπίσει την εκ μέρους του ΣΥΡΙΖΑ οπισθοδρόμηση, αντί για εκσυγχρονισμό, στους τομείς της παιδείας, της υγείας, των επενδύσεων και της αμυντικής θωράκισης της χώρας. Ιδιαιτέρως στον τομέα της εκπαίδευσης, ο απολογισμός της κυβέρνησης του Α. Τσίπρα είναι όχι μόνον αρνητικός και καταστροφικός, αλλά όπως απεδείχθη, και δύσκολα αναστρέψιμος. Αναφέρομαι στο μείζον νομοθέτημα της κατάργησης της Τεχνολογικής Εκπαίδευσης και της ένταξης όλων των ΤΕΙ στα πανεπιστήμια.
Το πρόβλημα, που αντιμετωπίζει τόσο ο Αλέξης Τσίπρας όσο και ο Νίκος Ανδρουλάκης, είναι ότι η μεγάλη και διαρκής διείσδυση του πολιτικού αντιπάλου τους στο χώρο των προοδευτικών ψηφοφόρων και της μεσαίας τάξης οφείλεται εν πολλοίς στην επιτυχή αντιμετώπιση των προκλήσεων από την Τουρκία, την πανδημία και την ενεργειακή κρίση, καθώς και στη μέριμνα για το κοινωνικό κράτος για το οποίο έχουν διατεθεί μεγάλα ποσά. Δεν είναι ήσσονος σημασίας και το γεγονός ότι η Ελλάδα αντιμετώπισε με επιτυχία τη μετάβαση από τα ορυκτά καύσιμα στις ΑΠΕ.
Σημειωτέον, ότι στο πρώτο δεκάμηνο του 2022, σε επίπεδο ΕΕ, η συνεισφορά του λιγνίτη στην ηλεκτροπαραγωγή αυξήθηκε σε σχέση με το 2021 κατά 11% και αυτή του φυσικού αερίου κατά 7%. Στο ίδιο χρονικό διάστημα, η Ελλάδα αύξησε την προσφορά των ΑΠΕ (αέρας, ήλιος, νερό), καλύπτοντας το 47% της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας, ξεπερνώντας για πρώτη φορά τη συνεισφορά των ορυκτών καυσίμων (δείτε εδώ).
Επίσης, η άμεση επέμβαση της κυβέρνησης με επιδότηση της κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας ήταν μία πρωτοβουλία, που δεν επιβάρυνε τον κρατικό προϋπολογισμό, αλλά χρηματοδοτήθηκε από την πρόσθετη φορολόγηση των υπερκερδών των παρόχων και των παραγωγών ενέργειας (σε περίπου 3 δις ευρώ ανέρχεται η επιπλέον φορολόγηση, η οποία έχει κατευθυνθεί στους καταναλωτές).
Επιπλέον, προ ημερών το Eurogroup έλαβε απόφαση ελάφρυνσης του δημόσιου χρέους κατά 6 δισεκατομμύρια ευρώ, ενώ διαπίστωσε ότι αυτό μειώνεται με τον ταχύτερο ρυθμό παγκοσμίως και στο τέλος του 2023 προβλέπεται να είναι στο 160% του ΑΕΠ, όταν το 2020, λόγω πανδημίας και στήριξης της κοινωνίας, ξεπερνούσε το 200%. Η αύξηση των επενδύσεων σε παραγωγικούς τομείς έχει μειώσει την ανεργία από 17,2% το 2019 σε 11,6% στο τέλος του 2022, ενώ το ΑΕΠ αναμένεται να αυξηθεί κατά 6% το 2022.
Συγχρόνως, οι μεταρρυθμίσεις στην Παιδεία, αν και ατελείς, υλοποιούνται και έχουν απολύτως θετικό πρόσημο. Η για πρώτη φορά υλοποίηση αποφάσεων για την ενίσχυση της Επαγγελματικής Εκπαίδευσης & Κατάρτισης (το 2011 είχε σχεδιαστεί από την τότε υπουργό Παιδείας, αλλά δεν υλοποιήθηκε λόγω άρνησης του Α. Σαμαρά να εισαχθεί στη Βουλή επί πρωθυπουργίας Λουκά Παπαδήμου. Επίσης, δείτε «Παιδεία - Επαγγελματική Εκπαίδευση: Το παρόν και το μέλλον») σε συνδυασμό με την εφαρμογή της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής στα Πανεπιστήμια, έχει αλλάξει το τοπίο στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση και στην αντιμετώπιση του τεράστιου προβλήματος έλλειψης εξειδικευμένου προσωπικού για την υλοποίηση των τεχνικών έργων, που χρηματοδοτούνται από το Ταμείο Ανάκαμψης και το νέο ΕΣΠΑ. Η πρόσληψη 14.000 μονίμων εκπαιδευτικών ήταν ένα μέτρο, που απάλλαξε από την αβεβαιότητα αντίστοιχο αριθμό συμβασιούχων διδασκόντων στην Πρωτοβάθμια και στην Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση.
Ακόμη και το μέτρο «καλάθι του νοικοκυριού» προσπάθησε να υποτιμήσει και ισοπεδώσει ο ΣΥΡΙΖΑ. Κι' όμως, αυτό είναι ένα μέτρο ανακούφισης της κοινωνίας και λειτουργεί αποτελεσματικά.
Έχουμε κατ' επανάληψη εκφράσει την αγωνία μας και τη δυσαρέσκειά μας για την αναβλητικότητα της κυβέρνησης στην επίλυση ζωτικής σημασίας θεμάτων, όπως είναι η χωροταξική αναδιάρθρωση του ΕΣΥ, βασισμένη στην εξέλιξη της επιστήμης και της τεχνολογίας (δες «Δύο μάχες που θα κριθούν στην κάλπη») καθώς και στη χωροταξική αναδιάρθρωση της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης με την επαναφορά της Τεχνολογικής βαθμίδας (ΤΕΙ) και την κατάργηση και συγχώνευση σχολών και πανεπιστημίων. Όμως, αυτά δεν είναι υπόθεση αποκλειστικά και μόνον ενός κόμματος. Και τα τρία κόμματα (ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ) οφείλουν να αφήσουν στην άκρη τις πολιτικές διαφωνίες τους και να αντιληφθούν ότι το μέγεθος της καταστροφής στην οικονομία, στην υγεία, στην παιδεία και στην κοινωνική γαλήνη, που προκαλείται από την έλλειψη βούλησης στην επίλυση αυτών των θεμάτων.
Για τον ΣΥΡΙΖΑ ισχύει το αξίωμα «Μεγάλη αναστάτωση, ωραία κατάσταση» ή με άλλα λόγια «Η κανονικότητα ουδέποτε ωφέλησε την Αριστερά». Όμως, από το ΠΑΣΟΚ, το οποίο κυβέρνησε είκοσι χρόνια μόνο του και επιπλέον τρία, συγκυβερνώντας με τη ΝΔ, θα περίμενα μεγαλύτερη ωριμότητα. Η χρήση και επίκληση από τον αρχηγό του συνθημάτων της δεκαετίας του 1980 δεν πείθουν τους προοδευτικούς πολίτες. Ακούγονται αναχρονιστικά και μερικά εξ αυτών οπισθοδρομικά.
Όλα αυτά συνηγορούν υπέρ της διαπίστωσης ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει μεγαλύτερη διείσδυση στους προοδευτικούς πολίτες του μεσαίου χώρου (κάποιοι επινόησαν τον αδόκιμο χαρακτηρισμό «ακροκεντρώοι») για δύο λόγους: (1) λόγω των προοδευτικών μεταρρυθμίσεων, που έχει επιτύχει και οι οποίες έχουν διευκολύνει την καθημερινότητα των πολιτών, έχουν δώσει προοπτική για ένα καλύτερο μέλλον και έχουν ενισχύσει το κοινωνικό κράτος και (2) οι πολιτικοί αντίπαλοί του και ιδιαιτέρως ο Α. Τσίπρας και ο Ν. Ανδρουλάκης έχουν επιδείξει εμμονή ο μεν πρώτος σε μία λασπολογία και ισοπέδωση κάθε θετικής ενέργειας, ο δε δεύτερος σε μία μονοθεματική αντιπολίτευση (υποκλοπές τηλεφώνων), ενώ σε μία προσπάθεια να κρατήσει ίσες αποστάσεις από τα δύο μεγάλα κόμματα αρνείται να υπερψηφίσει ακόμη και τα αυτονόητα: την εξυγίανση των ναυπηγείων Ελευσίνας και την αποδοχή της δωρεάς της συλλογής Leonard Stern.
Όσο ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ τηρούν πιστά τις ανωτέρω τακτικές, ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα βρίσκεται πρώτος με μεγάλη διαφορά από τους άλλους δύο πολιτικούς αντιπάλους του, ο Αλεξης Τσίπρας θα συσπειρώνει μεν το κοινό του, αλλά δεν θα έχει προοπτικές να ξαναδεί την κυβερνητική εξουσία, και ο δε Νίκος Ανδρουλάκης θα κινδυνεύει να δει τον ρυθμό μεταβολής της επιρροής του κόμματός του μειούμενο.
Οι προοδευτικοί πολίτες προσβλέπουν σε μία σταθερή κυβέρνηση για την επόμενη τετραετία, η οποία θα αντιμετωπίσει με επιτυχία τις προκλήσεις και θα προβεί σε γενναίες μεταρρυθμίσεις εκεί που δίστασε ή εμποδίστηκε να τις πραγματοποιήσει την τετραετία που διανύουμε. Θα επιθυμούσαμε μία συγκυβέρνηση ΝΔ - ΠΑΣΟΚ από την πρώτη εκλογική διαδικασία. Όμως, η άρνηση εκ μέρους του Νίκου Ανδρουλάκη να αποδεχθεί τη δημοσκοπική (από το 2016 έως σήμερα) υπεροχή του Κυριάκου Μητσοτάκη για την ανάληψη της θέσης του πρωθυπουργού και την επόμενη τετραετία δεν είναι ανεκτή από την πλειοψηφία των προοδευτικών πολιτών.
Γι’ αυτό και η δημοσκοπική στασιμότητα του ΠΑΣΟΚ στο 11% είναι δικαιολογημένη. Για το διάστημα, που απομένει έως τις εκλογές, ο ΣΥΡΙΖΑ θα προσπαθεί να στρέφει καθημερινά την προσοχή μας στα αστήρικτα (όπως παραδέχθηκε και ο τομεάρχης δικαιοσύνης του ΣΥΡΙΖΑ) δημοσιεύματα του Documento, ενώ κάποιοι άλλοι θα ξυπνούν κάθε πρωί και θα αναρωτιούνται «γιατί δεν παραιτήθηκε ακόμη ο πρωθυπουργός» και κάποιοι άλλοι θα σχεδιάζουν τη μετεκλογική συνεργασία ΣΥΡΙΖΑ-ΠΑΣΟΚ. Εμείς τους προσπερνάμε. Η περιφρόνησή μας θα είναι η καλύτερη απάντηση στη χυδαιότητα και στη βρωμιά, με την οποία προσπαθούν να μολύνουν τη ζωή μας.
Διαβάστε επίσης: Ο Δούρειος Ίππος και ο βιασμός της λογικής μας από το ΠΑΣΟΚ