Πολλοί προσπαθούν να ερμηνεύσουν το φαινόμενο της ενίσχυσης κομμάτων όπως εκείνο της Κωνσταντοπούλου και του Κυριάκου Βελόπουλου με αποκλειστικό κλειδί το φαινόμενο των Τεμπών και την ενίσχυση του «λαϊκισμού» από έναν μηχανισμό εξαπάτησης και αυτοεξαπάτησης. Και μάλιστα, η αποκλειστική ερμηνεία που δίνουν στο φαινόμενο, που συνοδεύεται με την παράλληλη πτώση του ΠΑΣΟΚ και του ΣΥΡΙΖΑ, αν όχι και του ΚΚΕ, έχει να κάνει απλώς με τον εξτρεμιστικό λόγο των κομμάτων διαμαρτυρίας σε αντίθεση με τα συστημικά κόμματα. Σύμφωνα με αυτή την εκδοχή, αυτή είναι η μοναδική αιτία του φαινομένου.
Ωστόσο, πρέπει να δοθεί μία κάποια ερμηνεία στο γιατί μετακινήθηκαν τόσες μεγάλες μάζες ανθρώπων. Διότι η ανάλυση που παραπέμπει αποκλειστικά στον λαϊκισμό ως πολιτικό φαινόμενο ξεχνάει να διερευνήσει τους οικονομικούς και κοινωνικούς όρους της εμφάνισής του. Ο λαϊκισμός, σε ολόκληρη τη Δύση, συνιστά ένα οικονομικό και κοινωνικό φαινόμενο βάθους που συνδέεται άρρηκτα με την παγκοσμιοποίηση. Πράγματι, η αποσύνθεση του παλιού φορντιστικού-κρατικού μοντέλου και ταυτόχρονα του κοινωνικού κράτους και η μετάβαση σε μία παγκοσμιοποιημένη οικονομία οδήγησε στην αποδυνάμωση των παλαιών εργατικών τάξεων, και γενικά των σταθερών κοινωνικοοικονομικών κατηγοριών, και την αντικατάστασή τους από ένα μοντέλο ρευστών ταξικών υποκειμένων.
Έτσι τείνει να συγκροτείται μια κοινωνία τριών κατηγοριών. Οι δύο πρώτες αφορούν μία διεθνοποιημένη ελίτ βιομηχάνων, διανοουμένων και κάθε είδους διασκεδαστών, καθώς και μια μεσαία τάξη σταθερά εργαζόμενων, ιδιαίτερα στους τομείς της νέας τεχνολογίας και των υπηρεσιών υψηλού κύρους. Η τρίτη αποτελείται από ένα μάγμα απασχολήσιμων και απασχολούμενων στη βιομηχανία, την οικοδομή, την αγροτική οικονομία, τις υπηρεσίες χαμηλού standing και των παραδοσιακών τομέων. Αυτή, που είναι και η μεγαλύτερη, βλέπει το εισόδημά της να συρρικνώνεται και την κοινωνική της θέση να υποβαθμίζεται, στον βαθμό μάλιστα που αντιμετωπίζει τον έντονο ανταγωνισμό της μεταναστευτικής φτηνής εργασίας.
Η κρίση που ξέσπασε στην ελληνική οικονομία μετά το 2010 όχι μόνο φτωχοποίησε τα λαϊκά στρώματα αλλά έπληξε σαρωτικά, και κάποτε καίρια, και ένα μεγάλο κομμάτι των μεσαίων στρωμάτων – αρκεί να συνειδητοποιήσουμε ότι, στη διάρκεια της κρίσης, το εισόδημα των νοικοκυριών έπεσε κατά 35% κατά μέσον όρο.
Το πολιτικό αποτέλεσμα αυτής της κρίσης, που οδήγησε στην κοινωνική καταστροφή και την εκπτώχευση εκατομμύρια ανθρώπους, υπήρξε ο λεγόμενος λαϊκισμός της μνημονιακής περιόδου, με αποκορύφωμα την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, τον Βαρουφάκη, τη Ζωή Κωνσταντοπούλου και ούτω καθεξής.
Χαρακτηριστικό του λαϊκισμού, ή τουλάχιστον του ελληνικού λαϊκισμού, είναι ότι δεν προτείνει, ίσως ούτε ενδιαφέρεται να προτείνει, οικονομικά και πολιτικά βιώσιμες λύσεις αλλά καταφεύγει κατ’ εξοχήν σε μη εκπληρώσιμες προτάσεις που έχουν ως θεμελιακό στοιχείο τον αντισυστημισμό.
Κατά βάθος, οι περισσότεροι οπαδοί του Τσίπρα ή του Βαρουφάκη δεν πίστευαν στα παραμύθια της κατάργησης των μνημονίων με ένα νόμο και ένα άρθρο, ωστόσο τους φαινόταν ένα ελκυστικό όνειρο απέναντι στη ζοφερή πραγματικότητα που βίωναν και κυρίως ως μια τιμωρία των ελίτ, έστω και εάν θα συμπαρέσυρε και τους ίδιους στην αυτοκαταστροφή. Γι’ αυτό και στις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015 θα στηρίξουν και πάλι Τσίπρα, παρά την κωλοτούμπα, ή ίσως ακριβώς γι’ αυτή, και όχι τον Λαφαζάνη που επέμενε στην εκπλήρωση του ονείρου, ακριβώς διότι γνώριζαν ότι ήταν ανέφικτο.
Δηλαδή, θα ορίζαμε τον λαϊκισμό, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την Ευρώπη αλλά κατ’ εξοχήν την Ελλάδα, ως κίνημα διαμαρτυρίας των πληβειακών και πληβειοποιούμενων στρωμάτων που πλήττονται από την παγκοσμιοποίηση. Κύριο χαρακτηριστικό του δεν είναι η πρόταση μιας εναλλακτικής τάξης πραγμάτων, όπως έκανε άλλοτε το κομμουνιστικό κίνημα, αλλά η τρομοκράτηση και η αμφισβήτηση της καθεστηκυίας τάξης.
Και αυτό διότι, στα πλαίσια της παγκοσμιοποίησης, οι λαϊκές τάξεις δεν έχουν τη δυνατότητα να αντισταθούν μετωπικά και με αποτελεσματικότητα στις διεθνοποιημένες ελίτ. Καθώς μεγάλο μέρος της κατανάλωσης, ιδιαίτερα βιομηχανικών καταναλωτικών προϊόντων, προέρχεται από το εξωτερικό, και όχι από την εσωτερική παραγωγή, καθίσταται σχεδόν αδύνατος ο έλεγχος αυτής της παραγωγής, με αποτέλεσμα οι διεθνείς ροπές να επικαθορίζουν αποφασιστικά την εσωτερική οικονομική και κοινωνική δομή. Έτσι, η Ελλάδα θα τείνει να ειδικευτεί σε έναν διεθνοποιημένο τομέα της οικονομίας, όπως ο τουρισμός, γεγονός που αυξάνει πολλαπλασιαστικά την εξάρτηση από τις διεθνείς αγορές και πιέζει, τουλάχιστον για την ώρα, τα μέσα εισοδήματα προς τα κάτω.
Τελικώς, οι διεθνείς αγορές τείνουν σε μεγάλο βαθμό να καθορίζουν το εισοδηματικό επίπεδο των Ελλήνων. Συνεπώς, αντίδραση μεν, αδιέξοδη δε.
Πώς και γιατί όμως, ενώ είχαμε μία υποχώρηση του λαϊκισμού ως μορφή αντίδρασης προς τις ελίτ από το 2019 έως το 2023, σήμερα αυτός μοιάζει να γιγαντώνεται και πάλι; Προφανώς, υπάρχουν και οι πολιτικοί παράγοντες, υπάρχει ο νόμος για τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών, υπάρχει η επίταση της ρωσικής προπαγάνδας μετά την εισβολή στην Ουκρανία, υπάρχουν τα Τέμπη και ούτω καθεξής.
Όμως αυτά τα πολιτικά και γεωπολιτικά φαινόμενα δεν θα αρκούσαν για να ερμηνεύσουν τη νέα έξαρση ενός ακραίου συνωμοσιολογικού λαϊκισμού, εάν δεν δούλευε στο κοινωνικό υπόστρωμα μια αυξανόμενη δυσαρέσκεια των λαϊκών στρωμάτων. Άλλωστε, και η υποχώρηση του λαϊκισμού στην περίοδο 2019-2023 δεν θα πρέπει να αναζητηθεί απλώς και μόνο στην πικρή εμπειρία της μνημονιακής δεκαετίας και του τσιπροβαρουφακισμού, αλλά και στη βελτίωση του εισοδήματος, κυρίως με τα επιδόματα και τις διευκολύνσεις της πανδημίας, αλλά και στο ψηφιακό κράτος, στην αντιμετώπιση των μεταναστευτικών ροών και της τουρκικής επιθετικότητας.
Αξίζει λοιπόν να ρίξουμε μια ματιά στην εξέλιξη του πραγματικού εισοδήματος των Ελλήνων όπως αποδίδεται με στοιχεία της Eurostat:
Πίνακας Ι Πραγματικό Εισόδημα ανά απασχολούμενο και ανά ώρα εργασίας (1995-2003)
Βλέπουμε πως το πραγματικό εισόδημα ανά απασχολούμενο, καθώς και ανά εργάσιμη ώρα, μετά μια ελάχιστη ανάκαμψη το 2021, μάλλον υποχωρεί. Και τις αιτίες θα τις δούμε στη σχέση εισοδήματος-πληθωρισμού:
Πίνακας ΙΙ Εισόδημα ανά απασχολούμενο σε σχέση με τον πληθωρισμό (2000-2024)
Τα συμπεράσματα είναι προφανή. Το εισόδημα ανά απασχολούμενο μετά το 2022 υπολείπεται σε σχέση με τον πληθωρισμό.
Και ας μη μένουμε στον κατώτερο μισθό, που πράγματι αυξήθηκε πάνω από τον πληθωρισμό, αλλά, αν πάμε στο μέσο εισόδημα των εργαζόμενων –και όχι μόνο των μισθωτών–, εκεί οι όποιες αυξήσεις των εισοδημάτων φαγώθηκαν από τον πληθωρισμό. Και εάν λάβουμε υπόψη μας πως οι καλοπληρωμένοι μισθοί και τα κέρδη των επιχειρήσεων αυξήθηκαν σε πραγματικούς όρους, τότε είναι προφανές ότι πίσω από τους μέσους όρους κρύβεται η σημαντική μείωση των εισοδημάτων σημαντικής μερίδας του πληθυσμού.
Αυτή ακριβώς εκτρέφει και τον «λαϊκισμό» που αγκιστρώνεται πότε στα εμβόλια, πότε στον φιλορωσισμό, πότε στα Τέμπη. Και προφανώς δεν κατευθύνεται σε κόμματα που θέλουν (τρομάρα τους!) να κυβερνήσουν, όπως το ΠΑΣΟΚ και ο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά σε κόμματα που, ανορθολογικά και ακραία, μπορούν να εκφράσουν την αγανάκτησή τους, άσχετα με το οποιοδήποτε αποτέλεσμα.
Αν λοιπόν οι πρίγκιπες του Κολεγίου, του Χάρβαρντ και του LSE που μας κυβερνούν θέλουν να ασχοληθούν σοβαρά με τον «λαϊκισμό», θα πρέπει να εγκύψουν σε εκείνες τις αιτίες –που δεν είναι μόνο οικονομικές, αλλά και πολιτισμικές, και γεωπολιτικές– που εκτρέφουν τη Ζωή και τον Βελόπουλο. Διαφορετικά, θα οδηγήσουν την ελληνική κοινωνία μπροστά σε νέες εκπλήξεις. Και, επιτέλους, είναι καιρός, εκτός από τις αλυσίδες των σουπερμάρκετ, να ενισχύσουν μέσα από συνεταιριστικές δομές τα μικρομάγαζα, να βάλουν κάποια όρια στους ανεξέλεγκτους βαρόνους του τουρισμού, να πάρουν αποτελεσματικά μέτρα για την ενίσχυση της λαϊκής κατοικίας και των ενοικίων κ.ο.κ. Τότε ίσως θα υπήρχε μια ελπίδα ώστε η λαϊκή δυσαρέσκεια αφενός να επιβάλει κάποιες αλλαγές, πιέζοντας τους κυβερνώντες, και αφετέρου να αποκτήσει ορθολογικά χαρακτηριστικά και να μη στρέφεται σε απατεώνες και δελαπατρήδηδες.
*Πρόσφατα κυκλοφόρησε από τις Εναλλακτικές Εκδόσεις το νέο του βιβλίο, Από τη μεταβυζαντινή ζωγραφική στη γενιά του ’30. Μια πολιτική ιστορία.