Του Γιάννη Κ. Τρουπή
Υπάρχουν αποφάσεις κατά τη διάρκεια της πορείας ενός πολιτικού αρχηγού μέσα από τις οποίες δίνεται ο τόνος και αποτυπώνεται το πλαίσιο της πορείας, την οποία θέλει να προσδώσει στο κόμμα του και σε δεύτερο χρόνο στη διακυβέρνησή του.
Για τον Κυριάκο Μητσοτάκη μία τέτοια στιγμή ήταν η επιλογή του να πει «ναι» στην κατάτμηση της μεγαλύτερης εκλογικής περιφέρειας της χώρας. Η συναίνεση στην συγκεκριμένη νομοθετική πρωτοβουλία της κυβέρνησης δεν αποτέλεσε μία τυχαία κίνηση.
Αντιθέτως ήταν μία στρατηγικού χαρακτήρα επιλογή του προέδρου της ΝΔ που δείχνει πολλά, κυρίως για το μέλλον.
Ας δούμε όμως το πολιτικό πεδίο μέσα στο οποίο ο κ. Μητσοτάκης προχώρησε στην συγκεκριμένη κίνηση.
Το εύκολο πολιτικά για τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης θα ήταν να πει «όχι». Όλες οι δημοσκοπήσεις τον θέλουν να προηγείται του Αλέξη Τσίπρα και με βάση τις οποίες οι επόμενες εκλογές θα τον βρουν νικητή. Στο πλαίσιο αυτό και καθώς όλες οι ενδείξεις των τελευταίων ωρών μαρτυρούν την πρόθεση του Μεγάρου Μαξίμου να στήσει εθνικές κάλπες, η ΝΔ δε θα είχε καμία ανάγκη να «βάλει πλάτη» σε μία κυβέρνηση που τελεί υπό προθεσμία.
Σε καθαρά πολιτικό επίπεδο η κυβέρνηση είναι σαφώς εκτεθειμένη, μια και η σπουδή της για αλλαγή του εκλογικού νόμου είναι κάτι παραπάνω από ξεκάθαρη. Άρα μιλάμε για ένα περιβάλλον που δείχνει ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ ΑΝΕΛ είναι στα «σχοινιά».
Δεν ήταν τυχαία άλλωστε η αναφορά του προέδρου της ΝΔ από το βήμα της Βουλής, ο οποίος χαρακτήρισε «παρολογισμό» την κυβερνητική επιλογή να προχωρά σε δεύτερη αλλαγή του εκλογικού νόμου, εν μέσω της ίδιας θητείας και μάλιστα μερικούς μήνες πριν από την προκήρυξη εκλογών.
Ποιος λοιπόν θα κατηγορούσε τον Κυριάκο Μητσοτάκη, αν τελικά δε συναινούσε στο σπάσιμο της Β Αθήνας, όπως αυτή ήρθε στο κοινοβούλιο, στη δεδομένη χρονική στιγμή;
Η απάντηση είναι κανείς. Στη φιλοσοφία όμως του πρόεδρου της ΝΔ υπάρχει δύο έννοιες που παίζουν καταλυτικό ρόλο στο πως αντιλαμβάνεται ο ίδιος τη διακυβέρνηση, την οποία θα θελήσει να ασκήσει στη χώρα εφόσον κερδίσει τις εκλογές. Πρόκειται για τις έννοιες της συνέπειας και της υπευθυνότητας.
Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης δε θα μπορούσε να φανεί ανακόλουθος με τα όσα έχει πει και μάλιστα με ένταση ο ίδιος εδώ και πολλά χρόνια.
Είναι γνωστό ότι από την πρώτη του κιόλας κοινοβουλευτική θητεία το 2004, ο κ. Μητσοτάκης είχε θέσει θέμα κατάτμησης της περιφέρειας, της οποίας υπήρξε και πρώτος βουλευτής.
Ενδεικτική των απόψεών του ήταν η θέση που εξέφρασε ενώπιον των δημοσιογράφων, λίγη ώρα μετά την ομιλία στη Βουλή.
«Εκλέχθηκα πρώτος βουλευτής στην Β' Αθήνας με 150.000 σταυρούς και από την πρώτη στιγμή δήλωσα πως αυτή η περιφέρεια πρέπει να σπάσει. Συμφωνώ με το σπάσιμο της Β Αθήνας, έτσι όπως έχει γίνει, είναι μια χαρά. Ήταν σωστό και έγινε πράξη» είπε μεταξύ άλλων.
Η ποιότητα της δημοκρατίας, η διαφάνεια αλλά και το γεγονός ότι πρώτη η ΝΔ πριν από δύο χρόνια είχε εισηγηθεί στο κοινοβούλιο το σπάσιμο, ήταν οι βασικές αιτίες που o αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης συμφώνησε στην κυβερνητική πρόταση.
Ο κ.Μητσοτάκης δεν άλλαξε γνώμη, παρότι γνώριζε ότι η απόφασή του θα ξεβόλευε πολλά από τα μέλη της ίδιας του της κοινοβουλευτικής ομάδας, ακόμα και αρκετούς από τους λεγόμενους πρωτοκλασάτους βουλευτές.
Μήπως τελικά όμως η χρονική συγκυρία κατά την οποία πραγματοποιείται το σπάσιμο της περιφέρειας-μαμούθ είναι η πλέον ευνοϊκή για την ΝΔ; Μήπως η κατάτμηση της σε μικρότερες περιοχές οδηγήσει πιο εύκολα στους δρόμους και στα καφενεία όλους τους γαλάζιους υποψήφιους βουλευτές που θα θελήσουν να εκλεγούν, μια και η διαδικασία συλλογής του σταυρού προτίμησης γίνεται πιο προσωπική; Η απάντηση είναι πως ναι, δεδομένης και της δυσκολία που έχει ο ΣΥΡΙΖΑ αυτή την περίοδο να προσεγγίσει τα λαϊκά στρώματα.