Αποφασισμένος να παίξει μέχρι τέλους το χαρτί του ηγέτη του μουσουλμανικού κόσμου, έναν ρόλο που τον οδηγεί όλο και πιο μακριά από τη Δύση εμφανίζεται ο Τ. Ερντογάν ο οποίος ακυρώνοντας την επίσκεψη του στην Ουάσιγκτον και τη συνάντηση του με τον Τ. Μπάιντεν επιδιώκει να επιβάλει μια ειδική σχέση με τη Δύση. Όπου η Τουρκία δεν θα έχει υποχρεώσεις και δεσμεύσεις αλλά απλώς θα θέτει απαιτήσεις που η Δύση θα πρέπει να υλοποιεί και να συμβιβάζεται με την αυτονομημένη πορεία της…
Η ακύρωση της επίσκεψης η οποία φυσικά ουδέποτε ανακοινώθηκε επισήμως ήρθε μετά από ένα σκληρό παζάρι αρκετών εβδομάδων μεταξύ των δυο πλευρών, ώστε να καθορισθεί το πλαίσιο των συνομιλιών άλλα και το τυπικό μέρος, με τη δημόσια εμφάνιση και τις κοινές δηλώσεις των δυο ηγετών.
Διότι η αμερικανική πλευρά δεν επιθυμούσε να προσφερθεί το βήμα του Λευκού Οίκου για ένα ακόμη παραλήρημα του Τ. Ερντογάν εναντίον του Ισραήλ, εναντίον των ίδιων των ΗΠΑ για τη στήριξη που του προσφέρουν αλλά και για εξύμνηση της Χαμάς.
Ειδικά λίγους μήνες πριν από τις Προεδρικές εκλογές που δείχνουν αμφίρροπες και με τε ετερόκλητο κίνημα υπέρ των παλαιστίνιων που αποκτά όλο και περισσότερο αντισημιτικά χαρακτηριστικά να εξαπλώνεται στα πανεπιστήμια των ΗΠΑ, θα ήταν καταστροφικό ένα ξέσπασμα του Ερντογάν στο πλευρό του Αμερικανού προέδρου εναντίον του Ισραήλ και των υποστηρικτών του.
Αυτό ήταν ένα πλαίσιο το οποίο ο κ.Ερντογάν που ήδη πλήρωσε προεκλογικά και την κριτική που του ασκήθηκε από το ισλαμιστικό κόμμα της Ευημερίας για τη μη αποφασιστική στάση έναντι του Ισραήλ και των ΗΠΑ, δεν θα μπορούσε να αποδεχθεί. Και θα ήταν ταπεινωτικό για τον ίδιο και θα ακύρωνε όλο το αφήγημα του για τη «ανεξαρτησία» της Τουρκίας το να μην μιλήσει για τη «γενοκτονία» στη Γάζα, για τον «σφαγέα της Γάζας Νετανιάχου» για τους «ιμπεριαλιστές που κλείνουν τα μάτια στη Γενοκτονία των παλαιστινίων…».
Συγχρόνως όμως η τουρκική πλευρά στη διάρκεια των συνεννοήσεων με την αμερικανική κυβέρνηση διαπίστωσε ότι όχι μόνο δεν θα κέρδιζε ο Τούρκος ηγέτης να εξασφαλίσει την αποκήρυξη των Κούρδων στη Β.Συρία, αλλά εάν έθιγε το θέμα θα βρισκόταν στη δυσάρεστη θέση να ακούσει κατά πρόσωπο από τον Αμερικανό πρόεδρο να επαναλαμβάνει τη στήριξη του στο YPG στη Συρία και να θέτει ουσιαστικά απαγορευτικό σε κάθε ιδέα για στρατιωτική επιχείρηση του τουρκικού Στρατού εναντίον των Κουρδικών δυνάμεων στη Βορειοανατολική Συρία.
Σε ότι αφορά στο άλλο μεγάλο θέμα που απασχολεί την Άγκυρα την επιστροφή στο πρόγραμμα των F-35 η τουλάχιστον στην επιστροφή του 1 δισεκατομμυρίου δολαρίων που έχει καταβάλει στο πρόγραμμα πριν αποκλεισθεί βάσει των κυρώσεων από τη νομοθεσία CAATSA λόγω της αγοράς των S400 η Τουρκία δεν έχει μπορέσει να αποσπάσει κάποιο θετικό μήνυμα. Και παρά το γεγονός ότι μετά από το ξεμπλοκάρισμα της πώλησης των F-16 στην Τουρκία η καχυποψία παραμένει ενώ από τουρκικής πλευράς έχουν εκτοξευθεί κατηγορίες εναντίον των ΗΠΑ για πολιτική δυο μέτρων και σταθμών, με αιχμή και την έγκριση πώλησης των F-35 στην Ελλάδα.
Οι σχέσεις της Τουρκίας με τη Ρωσία και προσωπικά του προέδρου Ερντογάν με τον πρόεδρο Πούτιν είναι από τα θέματα που σκιάζουν την αμερικανοτουρκική ατζέντα, καθώς παρά το γεγονός ότι η Τουρκία έχει προσφέρει οπλισμό στην Ουκρανία (έναντι φυσικά ανταλλαγμάτων) έχει αποδυναμωθεί ο υποτιθέμενος «μεσολαβητικός» ρόλος της με αιχμή τη Συμφωνία για τα σιτηρά ενώ αντιθέτως έχει καταγραφεί η συνέχιση των στενών οικονομικών σχέσεων αλλά και η ενεργειακή εξάρτηση της Τουρκίας από τη Ρωσία όχι μόνο στο φυσικό αέριο αλλά και με την κατασκευή του πυρηνικού σταθμού Ακούγιου.
Τα τελευταία χρόνια λόγω της τυχοδιωκτικής πολιτικής του Τ. Ερντογάν έχει πληγεί η αξιοπιστία της Τουρκίας στον ρόλο που διατηρούσε και μετά τον Ψυχρό Πόλεμο ως «προχωρημένο φυλάκιο» της Δύσης άλλα και ως σταθεροποιητικός παράγοντας στην κρίσιμη περιοχή της Μαύρης Θάλασσας, του Καυκάσου και της Μ.Ανατολής.
Το επεισόδιο του στυγνού εκβιασμού των ΗΠΑ από τον Τ. Ερντογάν για την ένταξη της Φινλανδίας και της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ οδήγησε σε βραχυκύκλωμα τη Συμμαχία στην πιο κρίσιμη στιγμή της ιστορίας του πλήττοντας ακόμη περισσότερο την αξιοπιστία της Τουρκίας ως συμμάχου.
Το γεγονός πάντως ότι η αμερικανική κυβέρνηση δεν υπέκυψε στους εκβιασμούς και στις απαιτήσεις του Ερντογάν δείχνει ότι πλέον αμφισβητείται και η κυρίαρχη αντίληψη της γραφειοκρατίας του Στέιτ Ντιπάρτμεντ ότι θα πρέπει πάση θυσία, ακόμη και με αποδοχή των «ιδιαιτεροτήτων» της Άγκυρας, να επιδιωχθεί η παραμονή της Τουρκίας σε φιλοδυτική τροχιά.
Το ερώτημα πλέον είναι εάν η ματαίωση της επίσκεψης Ερντογάν στις ΗΠΑ θα σηματοδοτήσει και μια συνολική αναπροσαρμογή της εξωτερικής πολιτικής του κάτι που απασχολεί έντονα την Αθήνα ενόψει και της επίσκεψης του πρωθυπουργού Κυρ. Μητσοτάκη στην Άγκυρα στις 13 Μαΐου για τη συνάντηση του με τον Τ.Ερντογάν.
Η Αθήνα εκτιμούσε ότι μια συνάντηση Μπάϊντεν - Ερντογάν θα είχε θετική αντανάκλαση στη διαδικασία της ελληνοτουρκικής προσέγγισης η οποία θα εντάσσονταν σε έναν γενικότερο αναπροσανατολισμό της Τουρκίας προς τη Δύση. Με τις αμερικανοτουρκικές σχέσεις σε οριακό σημείο είναι προφανές ότι και οι δυνατότητες παρέμβασης της Ουάσιγκτον προς την Άγκυρα, που πολλές φορές λειτούργησαν πυροσβεστικά είναι περιορισμένες.
Βεβαίως, ο Τ. Ερντογάν πιθανότατα να θελήσει να αντισταθμίσει αυτή την «κρίση» στις σχέσεις με τις ΗΠΑ με κινήσεις κατευναστικές προς την ΕΕ όπου βεβαίως ενδεχόμενη επιστροφή της έντασης στις ελληνοτουρκικές σχέσεις θα αποθάρρυνε όσους στην ΕΕ υποστηρίζουν την πολιτική ανοιγμάτων και ανταλλαγμάτων προς την Τουρκία.
Και η Αθήνα θα πήρε πάντως μια πρώτη «γεύση» των προθέσεων της Τουρκίας στη συνάντηση Γεραπετρίτη - Φιντάν που έγινε εν κρυπτώ στο Λονδίνο το Σάββατο και έγινε γνωστή με ταυτόχρονη και ταυτόσημη ανακοίνωση των δυο πλευρών αφού είχε ολοκληρωθεί.