Η μετωπική σύγκρουση των δύο τραίνων στα Τέμπη την τελευταία ημέρα του Φλεβάρη με τους 57 νεκρούς, πολλοί εκ των οποίων νέοι άνθρωποι, και άλλους τραυματίες αποκάλυψε ένα κοινό μυστικό – ότι το κράτος μας είναι «κούφιο» στον τομέα της ασφάλειας των υπεραστικών σιδηροδρομικών συγκοινωνιών (ίσως και αλλού υποπτεύονται κάποιοι).
Έκτοτε ένα βαρύ πέπλο πένθους, απόγνωσης και απελπισίας έχει απλωθεί πάνω στη Χώρα. Ένα «άλαστον πένθος» που δεν σκοτεινιάζει μόνο τις καρδιές των συγγενών και φίλων των αθώων θυμάτων, μα και άλλους ευαίσθητους πολίτες που διαμαρτύρονται σε δρόμους και πλατείες, όσο και με τρόπους πιο οικείους και μοναχικούς.
Το κλίμα των ημερών, ένα κλίμα και πνεύμα «Μεγάλης Παρασκευής», που ήρθε φέτος πρώιμα, δεν μπορεί να αποδοθεί καλύτερα από τα λόγια του ποιητή (Friedrich Hölderlin) στη συλλογή Αρχιπέλαγος: «Πες μας, πού είναι η Αθήνα;/ Μήπως πάνω από τις τεφροδόχους/ Βούλιαξε ολόκληρη μέσα στις στάχτες;/ Η πόλη μας η αγαπημένη/ Ω! περίλυπε θεέ, εδώ στις ιερές όχθες!/ Ή μήπως υπάρχει ακόμη/ Κάποιο σημάδι από αυτήν;». Ευχόμενοι και ευελπιστώντας ότι «υπάρχει κάποιο σημάδι» θ’ αποτολμήσουμε στη συνέχεια ορισμένες προκαταρκτικές σκέψεις, αναμένοντας φυσικά ακριβέστερα στοιχεία και αξιόπιστα συμπεράσματα από τις αρμόδιες αρχές (δικαστικές και άλλες) το αμέσως επόμενο διάστημα.
Όπως διδάσκει το αρχαίο δράμα, που γεννήθηκε προ αιώνων στον τόπο αυτό, η «κάθαρση» σε μια τραγωδία δεν μπορεί να επέλθει παρά μόνο με την πλήρη διαλεύκανση των πραγμάτων και την ανάληψη των ευθυνών από μέρους των υπαιτίων. «Δι’ ελέου και φόβου περαίνουσα την τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν», θα πει ο Αριστοτέλης στην Ποιητική του στον περίφημο ορισμό της τραγωδίας. Το «έλεος» αφορά στα παρελθόντα ή παρόντα παθήματα, ενώ ο «φόβος» στα μελλοντικά ή ενδεχόμενα βάσανα, που μπορεί να μας επιφυλάσσει η μοίρα, ιδίως αν δεν ληφθούν έγκαιρα και έγκυρα μέτρα για την αποσόβησή τους.
Το ανθρώπινο σφάλμα, η κακή οργάνωση των υπηρεσιών, η διοικητική μας κακοδαιμονία και ο κλονισμός της εμπιστοσύνης των πολιτών φαίνεται να συνθέτουν τώρα το πλέγμα ή τον «γόρδιο δεσμό» των αλληλένδετων παραγόντων και συνθηκών, που επείγει να αναδιευθετηθούν.
ΙΙ.
Το ανθρώπινο σφάλμα είναι κάτι το αναπόφευκτο στις υποθέσεις και τη συμπεριφορά των θνητών. Δεν γνωρίζουμε πότε και πώς θα πεθάνουμε, προβληματιζόμαστε για τον τρόπο που επιτυγχάνεται μια καλή ζωή, το ευ ζην, απορούμε για την πραγματική φύση του αγαθού, της ωραιότητας, κλπ. Επ’ αυτών των ζητημάτων οι άνθρωποι μπορεί να διαφωνούν, να σφάλλουν και να λαθεύουν συχνά στη ζωή τους, πληρώνοντας το ανάλογο κόστος για τις συνέπειες των επιλογών τους.
Όμως εδώ δεν πρόκειται περί τέτοιου είδους «σφάλματος», αναπόφευκτης άγνοιας και απορίας περί το πρακτέον, αλλά για πελώρια αβλεψία, βαρύτατη αμέλεια και έλλειψη της απολύτως αναγκαίας προσήλωσης και προσοχής κατά τη διεκπεραίωση ξεκάθαρων καθηκόντων και επιβεβλημένων ενεργειών στο πλαίσιο σαφώς οριοθετημένων αρμοδιοτήτων. Τα ως άνω αφορούν, πιθανώς, όχι μόνο έναν αλλά περισσότερα πρόσωπα που διαθέτουν την υπαλληλική ιδιότητα. Τούτο θα προσδιοριστεί επακριβώς από τα αρμόδια όργανα και τις αρχές της πολιτείας.
Τα βαθύτερα, ωστόσο, αίτια αυτού του είδους της επαγγελματικής ακαταλληλότητας και αβελτηρίας, που αρκεί να επιδειχθεί για μια μόνο στιγμή και να αποβεί καταστροφική, οφείλουν να αναζητηθούν στο «παλαιόν της αναρμοστίας πάθος», όπως το αποκαλούσε ο Πλάτων. Αυτό δεν είναι άλλο από την χαλάρωση ή και την παντελή απουσία της αξιότητας και αξιοκρατίας στη στελέχωση των δημοσίων υπηρεσιών και οργανισμών του κράτους και της πολιτείας μας.
Ως γνωστόν, το λεγόμενο ‘πελατειακό σύστημα’ της εύνοιας και της κομματοκρατίας έχει διαμορφώσει την ‘πεπατημένη’ επί της οποίας πορεύεται κατά κανόνα ο εθνικός μας βίος από την Απελευθέρωση και μετά. Αρκεί να ρίξει κανείς μια ματιά στους «Χαλασοχώρηδες» του Παπαδιαμάντη για να βρει μιαν αξιόπιστη καταγραφή αυτού του φαινομένου, αν δεν έχει το χρόνο να ανατρέξει σε άλλα πιο ειδικά συγγράμματα.
Ατυχώς, δεν έχουμε καταφέρει έως τώρα να απαλλαγούμε εντελώς από αυτόν τον βραχνά που εμποδίζει τον Ελληνισμό να ορθοποδήσει και να εξελιχθεί δημιουργικά στο μέλλον. Ενίοτε δε πληρώνει ο λαός βαρύτατο κόστος (σε ανθρώπινες ζωές και αίμα αθώων θυμάτων) σ’ αυτό το αδηφάγο τέρας, τον σύγχρονο «Μινώταυρο», που δυναστεύει την κοινωνική ζωή.
Ο «φαύλος κύκλος» έχει ένα σοβαρό εχθρό, λένε οι οικονομολόγοι, τον «ενάρετο κύκλο». Ώστε αν «φαύλη» και καταστροφική στις συνέπειές της είναι η συντήρηση με τον ένα ή τον άλλο τρόπο των πελατειακών σχέσεων και εξαρτήσεων, «ενάρετη» και σωτήρια είναι μόνο μια πορεία – η αξιότητα και η αξιοκρατία.
Η απόλυτη, ξεκάθαρη και ειλικρινής αξιότητα, όχι τα μισόλογα, τα ψιμύθια και η ψευδολογία. Όλοι γνωρίζουν πολύ καλά τι εννοούμε. Υπάρχουν, επιτέλους, οι Αρχές (λ.χ., το ΑΣΕΠ) και οι διαδικασίες (αξιόπιστοι διαγωνισμοί και αξιολογήσεις από ειδικούς). Το ζήτημα είναι να τηρηθούν μέχρι κεραίας οι σχετικές εγγυήσεις δίχως εκπτώσεις, εξαιρέσεις, παρεκκλίσεις και παρεκβάσεις. Διαφορετικά ένας θεός ξέρει τι άλλα δεινά μάς επιφυλάσσουν η αδράνεια και ο εφησυχασμός.
ΙΙΙ.
Όσον αφορά το έτερον μείζον ζήτημα, αυτό της οργάνωσης των υπηρεσιών που εμπλέκονται πολλαπλώς και ποικιλοτρόπως στη λειτουργία των σιδηροδρομικών συγκοινωνιών, ιδίως στα υπεραστικά δρομολόγια, γίνεται πλέον ορατό ακόμα και δια γυμνού οφθαλμού το δαιδαλώδες και υπερπερίπλοκο όχι «σύστημα», αλλά «παρασύστημα», μάλλον, των διαπλεκόμενων συμφερόντων, που καθιστούν, κατέστησαν άκρως επισφαλές το βασικό κοινωνικό αγαθό της σιδηροδρομικής επικοινωνίας από την μια πόλη στην άλλη της Χώρας. Ο σιδηρόδρομος που κάποτε συνιστούσε το καύχημα της δημόσιας, σταθερής, αξιόπιστης και ασφαλούς μεταφοράς ανθρώπων και αγαθών από τα αστικά κέντρα στην ύπαιθρο και τούμπαλιν, μετατράπηκε σ’ ένα «κουφάρι», ώστε κάποιοι ζητούν ακόμα και την πλήρη αναστολή της έστω και υποτυπώδους λειτουργίας του, μέχρι τα πράγματα να μπουν ξανά σε μια τάξη.
Η διάσπαση και ο κατακερματισμός της πάλαι ποτέ ενιαίας και καθετοποιημένης οργάνωσης του ΟΣΕ σ’ ένα δίκτυο διαφοροποιημένων υπηρεσιών (υποδομή, διακίνηση και κυκλοφορία των οχημάτων, τροφοδοσία, ηλεκτρονικός εξοπλισμός, κλπ.) με ορισμένες εξ αυτών να έχουν ήδη περιέλθει και σε διεθνή επιχειρηματικά συμφέροντα, θέτει με οξύτητα το ζήτημα του συντονισμού, της εναρμόνισης και της συμπληρωματικότητας της λειτουργίας, όσο και της εποπτείας και του ελέγχου του τελικού συγκοινωνιακού προϊόντος.
Εν προκειμένω, η ‘αόρατη χειρ’ της ελεύθερης αγοράς δεν επέφερε το προσδοκώμενο αγαθό από τη φιλελευθεροποίηση των παρεχόμενων υπηρεσιών. «Και η λύση είναι, άραγε, η επάνοδος στη καθετοποιημένη οργάνωση και τον συγκεντρωτισμό», ίσως ερωτηθεί ευλόγως κανείς. Η απάντηση είναι ‘όχι κατ’ ανάγκην’.
Αλλά το δίκτυο των διάσπαρτων έως ανταγωνιστικών επιχειρηματικών συμφερόντων που εμπλέκονται στην παροχή του συγκοινωνιακού προϊόντος θα πρέπει να ελεγχθεί και συντονιστεί από ένα μάλλον αυστηρό σύστημα εποπτείας, ρυθμιστικών κανόνων και αρχών, προκειμένου να μην αφεθεί να εκφυλιστεί σ’ έναν άγονο πόλεμο συμφερόντων χομπσιανού τύπου. Η ορχήστρα χρειάζεται πάντα τον κατάλληλο διευθυντή ή maestro για να επιτύχει το καλύτερο αποτέλεσμα.
Επείγει, λοιπόν, η ανασυγκρότηση του συνόλου των υπηρεσιών διαμόρφωσης και παροχής του σιδηροδρομικού έργου στη Χώρα πάνω σε νέες βάσεις και με γνώμονα όχι απλά την αποδοτικότητα και την οικονομία, αλλά κυρίως την επίγνωση ότι η υπεραστική σιδηροδρομική συγκοινωνία θα μπορούσε να αποτελέσει έναν άξονα αιχμής της αναπτυξιακής προοπτικής της Χώρας, πιο φιλικής στο περιβάλλον, πιο ευαίσθητης και επωφελούς από πολιτιστικής και κοινωνικής σκοπιάς.
Για τούτο γίνεται λόγος για την ουσιαστική και όχι ψευδεπίγραφη, επίπλαστη και επιφανειακή «επανίδρυση» των σιδηροδρόμων στην Ελλάδα. Τα σχετικά έργα θα μπορούσαν να αποδοθούν στη μνήμη των αδικοχαμένων συμπολιτών μας με γέφυρες και σταθμούς που θα αναζωογονηθούν και λάμψουν ξανά φέροντας ένα προς ένα τα ονόματά τους στον αιώνα. Τούτο είναι το ελάχιστο της οφειλόμενης προς αυτούς τιμής, από μέρους όλων ημών που ίσως γλιτώσαμε την τελευταία στιγμή από μια τυχαία αλλαγή ημερομηνίας.
IV.
Εν κατακλείδι, για τους ως άνω λόγους ή και άλλους σχετικούς, έχει επέλθει επί του παρόντος ένας σοβαρός κλονισμός στο αίσθημα εμπιστοσύνης των πολιτών προς τη δημόσια σιδηροδρομική συγκοινωνία. Κι όπως είναι γνωστό, η εμπιστοσύνη είναι κάτι που χτίζεται και αποκτάται δύσκολα, αλλά κατεδαφίζεται και χάνεται εύκολα. Αρκούν μια ή δυο το πολύ κακές ή αμελείς ενέργειες και το ισοζύγιο ανατρέπεται, ίσως δια παντός. Ένα τρίστιχο που είδα κάπου αναγεγραμμένο με έχει συγκλονίσει κυριολεκτικώς – «Πάρε όταν φτάσεις»/ Τρεις αθώες λέξεις/ Γιατί τις σκοτώσατε;».
Κοντολογίς, ένα κλίμα έντονης απογοήτευσης και απαισιοδοξίας πλανάται στα χείλη και τις καρδιές πολλών ανθρώπων στον τόπο μας αυτές τις ημέρες. Η συγκυρία δεν μπορούσε να είναι χειρότερη. Το ‘σκάφος’ πρέπει να ανασκευαστεί ‘εν πλω’ και υπό συνθήκες που δεν είναι ευνοϊκές. Είναι τούτο εφικτό; Ο καιρός θα δείξει.
Ο τόπος έχει περάσει και άλλοτε δύσκολες, πολύ αντίξοες περιστάσεις, χωρίς βέβαια να τα καταφέρει πάντοτε καλά. Αλλά δεν υπάρχει νομοτέλεια που οδηγεί κατ’ ανάγκην στο κακό, στη χειρότερη εκδοχή. Αξίζει να πιστέψουμε, έστω και υπ’ αυτές τις συνθήκες, σε κάτι καλύτερο. Ώστε μέσα από την περιπέτεια να ακούσουμε το φτερούγισμα από τους «καλύτερους αγγέλους της εθνικής μας παράδοσης», όπως έλεγε ο κορυφαίος Πρόεδρος στην ιστορία των ΗΠΑ, ο Abraham Lincoln. Όχι τους δαίμονες που σαν εφιάλτες κατατρύχουν τα όνειρά μας αυτό τον καιρό. Θα τα καταφέρουμε; Μπορεί κανείς να το αποκλείσει;
* Ο Αντώνης Μακρυδημήτρης είναι Ομότιμος Καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ)