Δεν είναι μόνο που δεν υπάρχουν οι παλιοί ηγέτες. Είναι που άλλαξαν οι εποχές και δεν σηκώνουν κυρίαρχα αφηγήματα που θα συνεπάρουν, θα τονώσουν οράματα, θα εκφράσουν συλλογικούς πόθους. Ένας λαός έπαθε και έμαθε ότι το κομματικό παραλήρημα και το σάλπισμα των συνθημάτων δεν έχουν αντίκρισμα στην πεζή πραγματικότητα.
Τελευταίο ενθουσιώδες παραλήρημα που συσπείρωνε με θετική αύρα μέλλοντος (ασχέτως αν ήταν ψευδής), ήταν η υπόσχεση Τσίπρα για το σκίσιμο των μνημονίων. Έκτοτε, στη δημόσια σφαίρα επικρατεί η επιφυλακτικότητα, η μαγκωμάρα , η δυσπιστία (και σε μικρό μέρος οπαδών του ΣΥΡΙΖΑ στα κοινωνικά δίκτυα οι οξείες φωνές μίσους. Επικρατεί δηλαδή η αρνητικότητα, όχι η θετική συσπείρωση. Πέραν αυτού ουδέν).
Τα κόμματα αδυνατούν να εκπέμψουν όραμα και να συνεπάρουν. Η ΝΔ έχει στο βιογραφικό της τη διαχείριση της διαρκούς πολλαπλής κρίσης (Permacrisis, λέξη της χρονιάς κατά το λεξικό Collins). Στο οπλοστάσιό της προστίθεται και το επιχείρημα «ανθ’ ημών ΣΥΡΙΖΑ». Και από ό,τι δείχνουν οι δημοσκοπήσεις επιλέγει τον Μητσοτάκη, είτε δίδοντάς του ψήφο εμπιστοσύνης, είτε θεωρώντας τον ως το μικρότερο κακό έναντι του Τσίπρα. Πάντως τα συνθήματα του «επιτελικού κράτους» και η υπόσχεση για «συνέπεια, συνέχεια, σταθερότητα», καθησυχάζουν μεν, αλλά δεν συναρπάζουν.
Σε δυσμενέστερη θέση βρίσκεται ο ΣΥΡΙΖΑ. Το μήνυμα της «προοδευτικής διακυβέρνησης» είναι καθαυτό χλωμής αντανάκλασης. Αφενός γιατί είναι πρόσφατη η «προοδευτική» του διακυβέρνηση, αφετέρου γιατί υπάρχουν πολλά προσκόμματα. Επί τριάμισι χρόνια είναι δεύτερο κόμμα, και δεν προβλέπεται σε έξι μήνες να καταστεί πρώτο. Παράλληλα έχει δηλώσει ότι στην περίπτωση που είναι δεύτερος δεν θα συγκροτήσει κυβέρνηση ηττημένων. Και να ήθελε βέβαια, με τα αναιμικά ποσοστά του και τα ακόμη αναιμικότερα του ΠΑΣΟΚ, δεν συμπληρώνονται τα κουκιά των 151. Άρα είναι ένα αφήγημα που δεν δίνει προοπτική, γιατί εξαρτάται από συνθήκες που υπερβαίνουν τη θέληση Τσίπρα.
Χειρότερα από τους δύο το ΠΑΣΟΚ. Δεν έχει μια κεντρική στόχευση που να εμπνεύσει θετικό μήνυμα. Η «αυτόνομη πορεία» που διακηρύσσει είναι μεν κατανοητή αλλά άνευ αντικρίσματος, όταν τα ποσοστά του κυμαίνονται πέριξ του 12%, ή ακόμα και του 15%. Ο Ανδρουλάκης περιέπλεξε την κατάσταση λέγοντας ότι Μητσοτάκης και Τσίπρας δεν πρόκειται να δουν πρωθυπουργία από αυτόν. Άρα δεν προσφέρει κάποια λύση σε περίπτωση κυβερνητικής εμπλοκής λόγω μη αυτοδυναμίας.
Όλοι οι ηγέτες μεταπολιτευτικά είχαν μια κυρίαρχη λέξη που συμπύκνωνε όραμα - εκτός του Κωνσταντίνου Καραμανλή, που δεν το χρειαζόταν στις συνθήκες κατάρρευσης της χούντας, και ήρθε αν όχι ως «παράκλητος», τουλάχιστον ως ο φυσικός ηγέτης εκείνων των ωρών («Καραμανλής ή τανκς» η φράση που αποδόθηκε στον Μίκη).
Ο Αντρέας εφηύρε τη μαγική λέξη «Αλλαγή». Δεν ήταν μια απλή σήμανση κυβερνητικής αλλαγής. Στους οπαδούς του συμπύκνωνε ένα πολύπτυχο ιστορικό αίτημα σκληρών δεκαετιών. Ο πατήρ Μητσοτάκης επικεντρώθηκε στην «κάθαρση», και έτσι δικαιολόγησε το «Βρώμικο 89». Ο Κώστας Σημίτη λάνσαρε τον «εκσυγχρονισμό», ώριμο αίτημα των καιρών σε μια Ελλάδα που παρά την συμμετοχή της στην ΕΟΚ, είχε (και έχει) βαλκανικές παθογένειες. Ο Κώστας Καραμανλής διακήρυξε την «Επανίδρυση του κράτους» (ότι… του έδωσε και κατάλαβε, είναι εκτός παρόντος θέματος). Ο Γιώργος Παπανδρέου ώμμοσε στη «Διαφάνεια» και διαβεβαίωνε ότι «Λεφτά υπάρχουν» (και μετά ήρθε το τσουνάμι του μνημονίου). Ο Τσίπρας προείπαμε: Θα έσχιζε τα μνημόνια (το πιο fail λαϊκό όραμα ever, αλλά τότε ενθουσίασε).
Τώρα καμία πολιτική δύναμη δεν μπορεί να εμπνεύσει συλλογικά οράματα. Ίσως καλύτερα έτσι. Ακόμη και αν δεν είμαστε πιο ώριμοι, σίγουρα είμαστε πιο δύσπιστοι. Είμαστε λιγότερο ενθουσιώδεις και πιο προσγειωμένοι.