Τα μαθηματικά της δεύτερης κάλπης των αυτοδιοικητικών εκλογών είναι απλά. Η ερμηνεία τους λίγο πιο περίπλοκη. Το αποτέλεσμα της πρώτης Κυριακής ερμηνεύτηκε από την κυβέρνηση ως ψήφος εμπιστοσύνης, το χθεσινό αποτέλεσμα προκάλεσε προβληματισμό.
Όχι γιατί ανατρέπει την αποτύπωση της πολιτικής δύναμης των κομμάτων συνολικά, γιατί αυτή εκφράστηκε την πρώτη Κυριακή, αλλά γιατί στέλνει μηνύματα προς κάθε κατεύθυνση και το ενδιαφέρον στρέφεται στο πώς τα μηνύματα αυτά θα «διαβαστούν» από κάθε πλευρά. Κι αν για την κυβέρνηση το μήνυμα είναι «σπεύσατε ταχέως», το ερώτημα είναι ποιο είναι το μήνυμα για ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ και η απάντηση δεν φαίνεται να είναι ενιαία από τα δύο κόμματα.
Δίνοντας το στίγμα της δικής του ερμηνείας των αποτελεσμάτων, ο Κυριάκος Μητσοτάκης δήλωσε ότι το πολιτικό συμπέρασμα των εκλογών εξήχθη στον πρώτο γύρο, στέλνοντας ταυτόχρονα ένα σαφές μήνυμα: «η κυβέρνηση οφείλει να πορεύεται με τα πόδια γειωμένα στη γη».
Τι σημαίνει αυτό; Στο κυβερνητικό επιτελείο εκτιμούν ότι οι πολιτικοί συσχετισμοί δεν αλλάζουν και ότι καθορίστηκαν στον πρώτο γύρο, όταν η Νέα Δημοκρατία συγκέντρωσε πανελλαδικά ποσοστά άνω του 40%, ποσοστά ανάλογα με τις εκλογικές της επιδόσεις. Κατανοούν, όμως, και ότι τα ποσοστά αυτά δεν αποτελούν «λευκή επιταγή». Ταυτόχρονα, στην κυβέρνηση αντιλαμβάνονται ότι οι πολίτες αναμένουν πλέον από την κυβέρνηση να περάσει σε πράξεις.
Με άλλα λόγια, το αποτέλεσμα της κάλπης δημιουργεί την αναγκαιότητα πλέον για την κυβέρνηση να προχωρήσει το προγραμματικό της έργο, χωρίς καθυστερήσεις. Μπροστά της έχει οκτώ μήνες μέχρι τις επόμενες κάλπες. Καλείται, λοιπόν, να αλλάξει σελίδα και να αρχίσει να «τρέχει», περνώντας στην υλοποίηση όσων έχει εξαγγείλει. Μεταρρυθμίσεις και τομές στο κράτος, σε νευραλγικά πεδία, όπως η υγεία, η παιδεία, ο ψηφιακός μετασχηματισμός και η καθημερινότητα, με πρωταρχικό ζητούμενο την αντιμετώπιση θεμάτων, όπως αυτό της ακρίβειας -κυρίως σε τρόφιμα και ενέργεια- που θα εξελιχθούν σε μείζονα μπροστά σε έναν απρόβλεπτο χειμώνα, την ώρα που στον εν εξελίξει πόλεμο της Ουκρανίας, προστίθεται η «ανάφλεξη» στη Μέση Ανατολή.
Η κυβέρνηση έδωσε στις περιφερειακές εκλογές πολιτικό πρόσημο εξαρχής, προτάσσοντας την ανάγκη να υπάρχει συναντίληψη ανάμεσα στους επικεφαλής των περιφερειών για τα επόμενα χρόνια και την κεντρική διοίκηση, ώστε να μπορεί να υλοποιηθεί ένα μεγάλο αναπτυξιακό σχέδιο τα επόμενα χρόνια.
Η ψήφος των πολιτών, που δεν ακολούθησε μέχρι τέλους το κυβερνητικό διακύβευμα, μένει να αποκωδικοποιηθεί, αν, δηλαδή, οι πολίτες επέλεξαν τελικά πρόσωπα και όχι κόμματα (για παράδειγμα η Νέα Δημοκρατία κέρδισε την περιφέρεια Αττικής, αλλά έχασε τον δήμο Αθηναίων), αν «τιμώρησαν» συγκεκριμένες πολιτικές επιλογές, αν ήταν ένα μήνυμα ότι όλοι κρίνονται, αν η αποχή στοίχισε στους υποψήφιους της Νέας Δημοκρατίας ή αν τελικά δεν κατόρθωσε να συσπειρώσει ψηφοφόρους άλλων χώρων γύρω από τους υποψήφιούς της.
Το νέο στοιχείο που οι περιφερειακές και δημοτικές εκλογές προσέθεσαν στο πολιτικό σκηνικό της χώρας, ήταν η «συμπόρευση» ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ, με πεδίο εφαρμογής τον Δήμο Αθηναίων και την Περιφέρεια Θεσσαλίας. Τα αποτελέσματα και η επικράτηση και στις δύο κάλπες, ανοίγουν μία μεγάλη συζήτηση πλέον, για το αν τελικά η «συμπόρευση» αυτή δημιουργεί μια δυναμική.
Το ερώτημα, που Κουμουνδούρου και Χαριλάου Τρικούπη καλούνται να απαντήσουν, είναι αν το εγχείρημα θα συνεχιστεί, αν δηλαδή Στέφανος Κασσελάκης και Νίκος Ανδρουλάκης «βλέπουν» προοπτικές και στην κεντρική πολιτική σκηνή.
Ο ΣΥΡΙΖΑ υπό τη νέα ηγεσία του έχει ήδη μιλήσει για την ανάγκη δημιουργίας ενός προοδευτικού μετώπου, με τον πρόεδρό του, ωστόσο, να καλείται να επιλύσει, πριν από όλα αυτά, τον γόρδιο δεσμό των σχέσεών του με την εσωκομματική του «αντιπολίτευση», που έως σήμερα αμφισβητεί ευθέως και δημοσίως κάθε του επιλογή, προφανώς και αυτή την πολιτικών συμμαχιών.
Το ΠΑΣΟΚ, από την άλλη, διαβάζει ως «ήττα Μητσοτάκη», όπως είπε ο κ.Ανδρουλάκης, διακηρύττει σε κάθε τόνο ότι στόχος του είναι να αναδειχθεί σε δύναμη αξιωματικής αντιπολίτευσης, γεγονός, που έρχεται, μάλλον, σε κόντρα με το ενδεχόμενο να ενώσει τις δυνάμεις του με έναν ΣΥΡΙΖΑ, όπου την πρωτοκαθεδρία έχουν στελέχη με τα οποία έχει έρθει σε ανοιχτή διαφωνία στο παρελθόν. Ήδη, στο εσωτερικό του ΠΑΣΟΚ καταγράφονται δύο τάσεις.
Η πρώτη εκφράστηκε από τον πρώην πρωθυπουργό, Γιώργο Παπανδρέου, ο οποίος δήλωσε ότι «όταν ενώνουμε προοδευτικές δυνάμεις μπορεί να γίνει η ανατροπή», η δεύτερη, από άλλα στελέχη του ΠΑΣΟΚ, που σπεύδουν να δηλώσουν κατηγορηματικά ότι η σύμπραξη ήταν μόνο για αυτοδιοικητικούς λόγους και δεν υπάρχει καμία συμφωνία σε επίπεδο κορυφής. Επίδικο σε κάθε περίπτωση, το αν τελικά αυτή η «σύμπόρευση» μπορεί να προσελκύσει τους πολίτες του μεσαίου χώρου, με δεδομένο ότι το κέντρο παραμένει το διακύβευμα για όλες τις πολιτικές δυνάμεις.