Ο Κασσελάκης υπήρξε η νέμεση του ΣΥΡΙΖΑ και ταυτόχρονα η αναπόφευκτη μετεξέλιξή του. Ο «Στέφανος» δεν είναι τίποτε άλλο από έναν τραμπικό Τσίπρα.
Πράγματι, η μεγάλη μετεξέλιξη του ΣΥΡΙΖΑ ξεκίνησε από την εποχή που, με την κρίση των μνημονίων, οι Έλληνες στρέφονταν αλαφιασμένοι σε οποιαδήποτε πιθανή διέξοδο. Τότε βρέθηκε μπροστά τους ένα κόμμα με στοιχειώδη οργάνωση, με σημαντική δύναμη στα ΜΜΕ και στη διανόηση, με εχέγγυα μιας κάποιας «ριζοσπαστικής αξιοπιστίας», ως προερχόμενο από την Αριστερά, για να αυτοπροταθεί ως μνηστήρας της εξουσίας.
Ο Τσίπρας, αγνοώντας την αντίθεση ανάμεσα στην πραγματικότητα και το κόμμα του, θέλησε επιτέλους να σπάσει το ταμπού της ανάληψης της αστικής εξουσίας από ένα κόμμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς.
Πράγματι, μέχρι τότε, σε ολόκληρη τη μεταπολιτευτική περίοδο, η Αριστερά, και κατ’ εξοχήν η ανανεωτική Αριστερά από την οποία προέρχεται ο ΣΥΡΙΖΑ, λειτουργούσε ως ιδεολογική δεξαμενή σκέψης της κυβερνώσας κέντρο-αριστεράς, δηλαδή του ΠΑΣΟΚ. Αυτός ο ρόλος της έδινε τη δυνατότητα να βρίσκεται διαρκώς στους προθαλάμους της εξουσίας, τόσο σε επίπεδο συνδικαλιστικό όσο και κυρίως στο πανεπιστήμιο, στην εκπαίδευση, στα μέσα επικοινωνίας, χωρίς ταυτόχρονα να «βρωμίζεται» από τη συνάφεια και τις δουλείες της εξουσίας.
Μπροστά στην κατάρρευση του τροφοδότη λογαριασμού, δηλαδή του ΠΑΣΟΚ, ο Τσίπρας τόλμησε το μεγάλο βήμα της διεκδίκησης της πολιτικής εξουσίας. Στην Ελλάδα όμως δεν εξελισσόταν κάποια κοινωνική επανάσταση· το κοινωνικό σύστημα παρέμενε ακλόνητο, οι ολιγάρχες στη θέση τους, τα κανάλια στη θέση τους, οι διεθνείς δεσμοί της χώρας ακλόνητοι.
Συναφώς, η ανάληψη της διακυβέρνησης από ένα ριζοσπαστικό αριστερό κόμμα θα σήμαινε αναπόφευκτα την εγκατάλειψη των θέσεών του. Και όλοι ζήσαμε με οδυνηρό τρόπο αυτή την «προσαρμογή», που κόστισε εκατοντάδες δισεκατομμύρια στη χώρα, επίταση της φυγής των νέων, διάλυση του εθνικού τραπεζιτικού συστήματος και ανείπωτες οδύνες για τους φτωχότερους Έλληνες.
Τελικώς, ο Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ, τον Ιούλιο του 2015, διέβησαν τον Ρουβίκωνα και μεταβλήθηκαν σε ένα κόμμα τυχάρπαστων εραστών της εξουσίας – κρατώντας από την Αριστερά μόνο το όνομα. Ο Τσίπρας δεν θα μείνει στην ιστορία μόνο ως ο μοιραίος άνθρωπος που έφερε το τρίτο αχρείαστο μνημόνιο στη χώρα αλλά και εκείνος που διέφθειρε μέχρι μυελού οστέων το ίδιο το σώμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Η οποία, σαν έτοιμη από καιρό, εθίστηκε στην εξουσία – πρόσφορη στο οτιδήποτε για να την ανακτήσει, όταν βεβαιώθηκε οριστικά, μετά τις εκλογές του 2023, πως με τον Τσίπρα δεν έχει πλέον αυτή τη δυνατότητα.
Ήταν πλέον ώριμη να καταφύγει στον οποιονδήποτε θα της αντικατόπτριζε έστω και την οφθαλμαπάτη της εξουσίας. Και τον βρήκε στον Κασσελάκη που, έχοντας βέβαια και μερικές ισχυρές πλάτες και σπρωγμένος από τον ίδιο τον Τσίπρα, πίστεψε πως, στην Ελλάδα, η πλέον επικερδής σπέκουλα είναι η πολιτική. Ένα κόμμα χωρίς πλέον κανένα ιδεολογικό άξονα μεταβλήθηκε στο όχημα ενός αετονύχη σπεκουλαδόρου. Οι «αριστεροί» του ΣΥΡΙΖΑ, αφού πρώτα είχαν καταπιεί τα πούρα του Αλέξη στα γιοτ των επιχειρηματιών, τώρα πια ήταν έτοιμοι να δεχτούν τις βίλες στην Αμερική, το διαμέρισμα των 1,8 εκατ. στο Κολωνάκι, τα αυτοκίνητα των 350 χιλιάδων δολαρίων και τη νέα «Αγία Οικογένεια», Κασσελάκης, Τάιλερ και Φάρλι. Ήταν έτοιμοι να δεχτούν έναν θεατρίνο που γυρνάει σβούρα πάνω στα πλατώ και μιλάει αποκλειστικά για τον εαυτό του, μόνο και μόνο μήπως κρατήσουν κάτι από εκείνο τον Παράδεισο που «άστραψε στα μάτια τους» από το 2015 έως το 2019 και χάθηκε οριστικά.
Χαρακτηριστική είναι η μοίρα που επιφύλαξαν σε όσους ήθελαν να διατηρήσουν, έστω στην κρεμάστρα τους, κάποια από τα παλιά κουρέλια της Αριστεράς που περιέφερε στα έργα του ο Αγγελόπουλος. Στην πρώτη περίπτωση, το 2015, ο Λαφαζάνης και η ομάδα του –θεματοφύλακες του Όχι στο δημοψήφισμα του Ιουλίου– απέτυχαν να μπουν στη Βουλή στις εκλογές του Σεπτεμβρίου. Στην πρόσφατη περίπτωση, η Νέα Αριστερά συνετρίβη στις εκλογές του 2024. Οι Συριζαίοι δεν έχουν ιδεολογίες, την Εξουσία θέλουν έστω και χωρίς καθόλου φτιασίδια. Γι’ αυτό λοιπόν και Κασσελάκης και Τάιλερ και Σπέτσες, και Τζάκρη και Πολάκης και ό,τι άλλο τύχει.
Όμως ο μπιζιμποντισμός του Στέφανου, παρά την κρίση της Νέας Δημοκρατίας και τη δυσαρέσκεια των πολιτών, δεν κατόρθωσε να αναστήσει τον ΣΥΡΙΖΑ· αντίθετα, ο λαϊκός κόσμος ενίσχυσε τον Βελόπουλο και τη Λατινοπούλου. Το εκλογικό αποτέλεσμα της 9ης Ιουνίου κατέδειξε τα όρια του κασσελακισμού και του υπαρκτού ΣΥΡΙΖΑ.
Καθώς η Ελλάδα απειλείται με ιστορική έκλειψη –και οι μόνοι που δεν το καταλαβαίνουν είναι οι πολιτικοί μας–, δεν είναι δυνατό να υπάρξει ανανεωμένη αριστερή ή κεντρο-αριστερή πρόταση με αξιώσεις εξουσίας εάν δεν προτάσσει έναν ισχυρό δημοκρατικό πατριωτισμό με όλα όσα συνεπάγεται αυτός: Επικέντρωση στο δημογραφικό, στην αποκέντρωση, στην παραγωγική ανασυγκρότηση, στην αμυντική θωράκιση, στην αντιμετώπιση των μεταναστευτικών ρευμάτων, στην απόρριψη του δικαιωματισμού και του woke. Αυτά είναι τα ζητήματα που καίνε τα λαϊκά στρώματα.
Και στα μόνα ζητήματα που θα μπορούσε μια πατριωτική κεντρο-αριστερά να διαφέρει ουσιωδώς από την κέντρο-δεξιά θα ήταν η μεγαλύτερη επιμονή στα κοινωνικά ζητήματα. Αλλά, ως προς την επιλογή ενός πατριωτικού εκσυγχρονισμού, όλα τα κόμματα εξουσίας της χώρας, στο προσεχές μέλλον, είναι υποχρεωμένα να ακολουθούν ανάλογη κατεύθυνση, επί ποινή θανάτου.
Καθώς, όμως, ο Κασσελάκης και η Αγία Οικογένεια προσωποποιούν τις αξίες του woke, που ήλθαν να κολλήσουν με τον παραδοσιακό εθνομηδενισμό της Αριστεράς, πώς είναι δυνατό να εκφράσουν μια νέα ισχυρή κεντρο-αριστερά; Ο ΣΥΡΙΖΑ, αναπόφευκτα, θα παραμένει ένα μικρό κόμμα πλίνθων και κεράμων ατάκτως ερριμένων, αναμένοντας τη νέα διάσπαση που αναπόφευκτα θα έρθει. Και προφανώς δεν είναι ο απαξιωμένος Αλέξης Τσίπρας που θα βγάλει έναν θαυματουργό λαγό από το φθαρμένο καπέλο του ταχυδακτυλουργού.
Και γι’ αυτό, όπως συνέβη και στη Γαλλία ή στην Ιταλία, οι δυνάμεις της αλλαγής του πολιτικού σκηνικού έρχονται από τα δεξιά, όπως στη μεταπολίτευση έρχονταν από τα αριστερά. Και αν στην Ελλάδα το κύμα αυτό δεν έχει ακόμα ενισχυθεί, αυτό συμβαίνει εν πολλοίς διότι δεν διαθέτει αξιόπιστες ηγεσίες, έχει περιθωριακά χαρακτηριστικά, και είναι συνδεδεμένο με τον Πούτιν, γεγονός που στην πράξη αναιρεί τον όποιο πατριωτισμό.
Όσο και αν δεν αρέσει σε όσους –όπως ο υποφαινόμενος– έχουν αριστερή καταγωγή, το μόνο που μπορούν να κάνουν(με) είναι να προσπαθούν να επιταχύνουν τη στροφή της ελληνικής κοινωνίας προς έναν πατριωτισμό που θα έχει υψηλότερο πολιτιστικό επίπεδο και δεν θα είναι περιθωριακός, φιλορωσικός και απομονωτιστικός. Και αυτό σήμερα δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να πράξει ο ΣΥΡΙΖΑ, ο Τσίπρας και πόσο μάλλον ο Κασσελάκης.