Αν δει κανείς την εμπαθή και χολερική κριτική του ΣΥΡΙΖΑ στις ανακοινώσεις της κυβέρνησης για τον κατώτατο μισθό, δύο πράγματα μπορεί να πιστέψει: Είτε, ότι η αύξηση που δώσαμε, καταστρέφει τους εργαζόμενους. Είτε ότι, αντί αύξησης, δώσαμε μείωση. Δεν εξηγείται διαφορετικά, πώς είναι δυνατόν να μιλούν για «δραματική μείωση εισοδημάτων»!
Προτού δούμε, ωστόσο, γιατί η κριτική αυτή είναι «τσακωμένη» με την πραγματικότητα, ας δούμε ποια είναι η αξιοπιστία αυτών που την ασκούν: Διότι, είναι ο ΣΥΡΙΖΑ και ο κ. Τσίπρας, οι οποίοι, αφού πρώτα υποσχέθηκαν στους εργαζόμενους κατώτατο μισθό στα 751€, τελικά τους έδωσαν 650€, και αυτό με 4 χρόνια καθυστέρηση και λίγο πριν τις εκλογές του 2019.
Είναι, επίσης, ο ΣΥΡΙΖΑ και ο κ. Τσίπρας, οι οποίοι μέχρι το περασμένο φθινόπωρο πρότειναν κατώτατο μισθό στα 800€, και τώρα, που η ΓΣΕΕ πρότεινε 826€, την υπερακοντίζουν προτείνοντας 880€. Δεν έχω καμία αμφιβολία ότι, αν η κυβέρνηση πρότεινε κατώτατο μισθό στα 880€, τότε αυτοί θα έλεγαν: «συγγνώμη, τυπογραφικό λάθος, εννοούσαμε 980€»!
Δεν νομίζω ότι αξίζει σε κανέναν πολίτη να τον αντιμετωπίζουμε με αυτόν τον τρόπο. Σε αντίθεση λοιπόν με τον κ. Τσίπρα - και τις γνωστές σε όλους αντιπολιτευτικές του πρακτικές - εμείς προχωρήσαμε στην τρίτη κατά σειρά αύξηση του κατώτατου μισθού.
Τον είχαμε παραλάβει στα 650€ το 2019, με τη διπλή αύξηση του 2022 πήγε στα 713€, και τώρα τον αυξήσαμε στα 780€. Μία αύξηση που είναι στην πραγματικότητα ακόμη μεγαλύτερη αν συνυπολογιστεί και η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών κατά 4,4 μονάδες μέχρι σήμερα.
Δεν πανηγυρίζουμε. Άλλωστε τα χρήματα αυτά είναι του ιδιωτικού τομέα. Είναι, πάντως, μία αύξηση που επιβάλλεται από την οικονομική πραγματικότητα. Μία αύξηση σημαντική και δίκαια, που λαμβάνει υπόψη τόσο τις αυξημένες ανάγκες των εργαζόμενων - εν μέσω εισαγόμενου πληθωρισμού - όσο και τις αντοχές των επιχειρήσεων.
Λέει η αντιπολίτευση, ότι η αύξηση που αποφασίστηκε είναι ανεπαρκής. Παρότι δεν ισχυριζόμαστε ότι η αύξηση λύνει όλα τα προβλήματα των εργαζομένων, η πραγματικότητα είναι ότι οι εργαζόμενοι με κατώτατο μισθό θα δουν τρεις επιπλέον καθαρούς μισθούς στην τσέπη τους, σε σχέση με το 2019. Και αυτό διότι οι ετήσιες καθαρές αποδοχές αυξάνονται από 7.667€ το 2019 σε 9.336€ το 2023. Δηλαδή, επιπλέον 1669€ καθαρά σε ετήσια βάση και συνολική αύξηση κατά 21,8% το 2022 σε σχέση με το 2019!
Λένε ότι οι αυξήσεις δεν ισοσταθμίζουν τις απώλειες λόγω πληθωρισμού. Η πραγματικότητα είναι ότι οι τρεις αυξήσεις υπερκαλύπτουν την αύξηση του πληθωρισμού: Από το 2019 μέχρι και το 2023 ο δείκτης τιμών καταναλωτή αυξάνεται κατά 15,1%, ενώ η αύξηση του κατώτατου μισθού στο ίδιο διάστημα είναι 20%. Δηλαδή, 5 ποσοστιαίες μονάδες παραπάνω.
Λένε, ότι οι αυξήσεις δεν αναιρούν τη χαμηλή αγοραστική δύναμη των εργαζομένων. Η πραγματικότητα είναι ότι, σε επίπεδο ΕΕ, η πατρίδα μας ανεβαίνει από τη 13η στην 10η θέση στον κατώτατο μισθό και από τη 18η στην 13η θέση θέση στην αγοραστική δύναμη (ανάμεσα στις 22 χώρες που έχουν κατώτατο μισθό).
Και, ακόμη χειρότερα για την μηδενιστική αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ:
Σύμφωνα, με τα στοιχεία του ΠΣ ΕΡΓΑΝΗ, το 2022, με τον κατώτατο μισθό αμείβονταν 585.000 εργαζόμενοι – 60.000 λιγότεροι σε σχέση με το 2021. Αυτό είναι αξιοσημείωτο διότι, οι αυξήσεις του κατώτατου μισθού κατά κανόνα συνοδεύονται με αύξηση του αριθμού των εργαζομένων που αμείβονται με αυτόν. Το γεγονός ότι αυτό δεν συνέβη, δείχνει την δυναμική της οικονομίας. Και συμβαδίζει με τα στοιχεία που δείχνουν ότι το 2022 σε σχέση με το 2019 έχουμε μία αύξηση των μέσων μηνιαίων αποδοχών των μισθωτών κατά 12,4%. Πάνω δηλαδή από τον ρυθμό αύξησης του πληθωρισμού. Για παράδειγμα, οι εργαζόμενοι που αμείβονται με 1.000€ και πανω, ήταν 23% περισσότεροι το 2022 σε σχέση με το 2019! Προφανώς, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι οι μισθοί πρέπει να αυξηθούν παραπάνω στην Ελλάδα. Αλλά τα στοιχεία αυτά αποδεικνύουν ότι σε αυτή ακριβώς την κατεύθυνση κινείται η προσπάθειά μας.
Ταυτόχρονα, οι μισθοί στην Ελλάδα αυξάνονται, ενώ παράλληλα μειώνεται η ανεργία: από το 17,5% το καλοκαίρι του 2019 στο 10,8% τον περασμένο Ιανουάριο. Το σημειώνω για δύο λόγους:
Πρώτον, διότι για τον άνεργο, δεν υπάρχει ουσιαστικότερη στήριξη του εισοδήματός του, από το να βρει μία δουλειά. Και, δεύτερον, διότι οι τριετίες θα ξεπαγώσουν, όταν μειωθεί η ανεργία κάτω από το 10%. Και η μείωση της ανεργίας κάτω από το 10% με τη σειρά της θα εξαρτηθεί από την από εδώ και πέρα πορεία της χώρας: από την πολιτική σταθερότητα και τα μηνύματα που θα σταλούν στην οικονομία.
Πώς καταφέραμε να φτάσουμε μέχρι εδώ; Τα καταφέραμε πολύ απλά διότι, οι αυξήσεις που έγιναν από το 2019 και μετά ανταποκρίνονται στην καλή πορεία της οικονομίας: Η ανταγωνιστικότητά της έχει βελτιωθεί κι η ανάκαμψή της αναμένεται να συνεχιστεί και φέτος. Η ανεργία έχει πέσει. Μειώθηκαν ο φόροι και οι ασφαλιστικές εισφορές. Απλουστεύθηκε το αδειοδοτικό περιβάλλον και έχει σταλεί μήνυμα σοβαρότητας και εμπιστοσύνης στους επενδυτές. Είμαστε αποφασισμένοι λοιπόν να συνδυάζουμε την ανάπτυξη με την κοινωνική συνοχή, το αναπτυξιακό με το κοινωνικό μέρισμα.
Δεν κομπάζουμε. Γνωρίζουμε ότι πρέπει να γίνουν περισσότερα για τους εργαζομένους. Τόσο στο επίπεδο ανάσχεσης του πληθωρισμού (όπου ηδη επιδοτούμε τους λογαριασμούς ρεύματος, εισαγάγαμε την κάρτα καυσίμων και την κάρτα αγορών, αυξήσαμε το επίδομα θέρμανσης κτλ.) όσο και στο επίπεδο ενίσχυσης των δικαιωμάτων των εργαζομένων (ήδη εφαρμόζουμε την Ψηφιακή Κάρτα Εργασίας, προγράμματα στήριξης των εργαζόμενων γονέων όπως τα vouchers βρεφονηπιακών σταθμών, προγράμματα κατάρτισης σε ψηφιακές και πράσινες δεξιότητες κτλ.).
Γι’αυτό δεν εφησυχάζουμε. Θα ήταν εύκολο να προχωρήσουμε σε ακόμη μεγαλύτερες αυξήσεις, ιδίως ενόψει εκλογών. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν θα ήταν υπεύθυνο καθώς θα υπονόμευε τις βάσεις στις οποίες στηρίζεται η ανάπτυξη της οικονομίας και τελικά η μείωση της ανεργίας και οι υψηλότεροι μισθοί. Άλλωστε, οι εργαζόμενοι και οι άνεργοι ζητούν μία σοβαρή οικονομική πολιτική. Διότι μόνο μία τέτοια πολιτική μπορεί να γίνει βάση μίας κοινωνικής πολιτικής με αποτέλεσμα!