Του Γιώργου Φιντικάκη
Γόνιμο έδαφος φαίνεται ότι βρίσκει στις Βρυξέλλες η πρόταση του Κυριάκου Μητσοτάκη για τα πλεονάσματα, με τη προϋπόθεση, σύμφωνα με πηγές της Κομισιόν, ότι μέσα στους πρώτες μήνες μετά τις εκλογές, η νέα ελληνική κυβέρνηση θα κερδίσει το στοίχημα να ανακτήσει τη χαμένη αξιοπιστία της χώρας.
Στην πράξη, το μήνυμα που στέλνουν από το φόρουμ των Δελφών οι Βρυξέλλες είναι ότι όλα αυτά τα προνομοθετημένα μέτρα, θα μπορούσαν σε βάθος χρόνου να τα ξαναδούν, αρκεί ο στόχος να εξυπηρετείται από τη γενικότερη πορεία της ελληνικής οικονομίας, και να μην κλονίζει το αφήγημα επιστροφής στην κανονικότητα.
Κλειδιά προς αυτή την κατεύθυνση, όπως εξηγούν οι ίδιοι κύκλοι, είναι οι μεταρρυθμίσεις, το ξεμπλοκάρισμα εμβληματικών επενδύσεων, η δημιουργία ενός πιο παραγωγικού κράτους, βήματα δηλαδή προκειμένου να πεισθούν ότι η χώρα μπορεί να ζήσει και έξω από το μεταμνημονιακό «θερμοκήπιο» στο οποίο βρίσκεται.
Σχολιάζοντας τα όσα είπε προχθές από το ίδιο φόρουμ ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ότι σχεδιάζει να προτείνει στους εταίρους μια νέα οικονομική συμφωνία, υψηλόβαθμο στέλεχος της Κομισιόν ανέφερε ότι η επανεξέταση των πλεονασμάτων, μπορεί να γίνει, αλλά με «μια λογική προορισμού, όχι αφετηρίας». Δηλαδή, να δούμε το θέμα, εφόσον όμως προηγηθεί ένα εύλογο διάστημα στη διάρκεια του οποίου η «όποια ελληνική κυβέρνηση προκύψει από τις εκλογές, θα έχει δείξει ότι εννοεί όλα όσα λέει, αποδεικνύοντας με έργα τη σοβαρότητά της».
Στην ουσία, οι Βρυξέλλες φαίνεται να λένε για τα πλεονάσματα ό,τι πάνω- κάτω και ο αρχηγός της ΝΔ. «Δεν θα έθετα το θέμα των πλεονασμάτων αμέσως, πρώτα θα έφερνα αποτελέσματα, θα εξασφαλίσω καλύτερους όρους δανεισμού, προσέλκυση επενδύσεων και μετά θα το θέσω», είχε πει προχθές ο κ. Μητσοτάκης, συνομιλώντας με τον διευθυντή των Financial Times, Πίτερ Σπίγκελ. «Δώστε μου 6 με 12 μήνες για να αποδείξω τη σοβαρότητά μου, αν θέλετε να εφαρμόσω και τον προϋπολογισμό του 2020, έπειτα όμως θα πρέπει να ξανασυζητήσουμε τα πλεονάσματα», είχε δηλώσει ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Ζητούν αξιοπιστία
Σε αυτή την κατεύθυνσή φαίνεται ότι κινούνται και οι Βρυξέλλες, όπως προκύπτει από τις απαντήσεις υψηλόβαθμων κοινοτικών κύκλων σε χθεσινά ερωτήματα δημοσιογράφων για το κατά πόσο μπορεί να ανοίξει μία τέτοια συζήτηση για τη μελλοντική επανεξέταση του θέματος.
Στην πράξη οι πηγές αυτές, στέλνουν το μήνυμα ότι οι Βρυξέλλες δεν απορρίπτουν μια συζήτηση για τη μελλοντική επαναξιολόγηση του στόχου 3,5% του ΑΕΠ, αρκεί αυτή να μην γίνει πρωθύστερα, δηλαδή πριν από βασικές μεταρρυθμίσεις, και παρεμβάσεις που χρειάζεται η οικονομία, αφού διαφορετικά δεν θα γίνει δεκτή, υπό το φόβο ότι θα κλονισθεί το αφήγημα επαναφοράς της Ελλάδας στην κανονικότητα.
Οι παραπάνω δηλώσεις κοινοτικού στελέχους έρχονται στον απόηχο των όσων είπε προχθές από τους Δελφούς ο ίδιος ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης για ένα θέμα που κυριαρχεί στη πολιτική συζήτηση.
Απαντώντας σε ερώτηση ότι "η επαναδιαπραγμάτευση είναι απαγορευμένη στις Βρυξέλλες και όταν το έθεσαν οι προηγούμενοι πρωθυπουργοί απέτυχαν", ο Κυριάκος Μητσοτάκης είχε δηλώσει ότι το δικό του σχέδιο είναι διαφορετικό. «Ξεχάστε τη λέξη επαναδιαπραγμάτευση, δεν είναι για εμάς, δεν θέλω να κάνω κάτι τέτοιο από την πρώτη ημέρα», είχε πει, προσθέτοντας «αυτό που θα προτείνω στους εταίρους θα είναι μία διαφορετική συμφωνία, δηλαδή συγκεκριμένες μεταρρυθμίσεις με αντάλλαγμα τη μείωση των πλεονασμάτων, μία συμφωνία win-win που θα έχει όφελος και για τους εταίρους».
Σύμφωνα μάλιστα με το κ. Μητσοτάκη, η πρότασή του ήδη συναντά ευήκοα ώτα. «Το συζητούν ο κ. Βέμπερ και ο κ. Μοσχοβισί, ο μόνος που δεν το θέτει είναι ο ίδιος ο Πρωθυπουργός, όμως η προσφορά μου προς την παρούσα κυβέρνηση ισχύει, ελάτε να συζητήσουμε πώς μπορούμε να διαπραγματευθούμε χαμηλότερα πλεονάσματα», είχε χαρακτηριστικά αναφέρει.
Θυμίζουμε ότι προ ημερών ο κ. Τσακαλώτος είχε δηλώσει ότι αν εκλεγεί κυβέρνηση Ν.Δ. και προσπαθήσει να επαναδιαπραγματευθεί το ύψος των υποχρεωτικών πλεονασμάτων με τους πιστωτές, τότε ο ΣΥΡΙΖΑ θα την υποστηρίξει από τα έδρανα της αντιπολίτευσης.
Το γεγονός είχε σχολιαστεί αρνητικά, αφού ο ίδιος άνθρωπος που υπηρέτησε πιστά τη συμφωνία στο Eurοgroup για πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ ως το 2022 και για 2,2 % από εκεί και μετά, φροντίζοντας να το υπερβεί με υπερφορολόγηση της μεσαίας τάξης για να ασκήσει προεκλογική πολιτική επιδομάτων ο ΣΥΡΙΖΑ, είπε ότι θα στηρίξει την επόμενη κυβέρνηση για να το κατεβάσει.
Στο μεταξύ τα πάντα ανοικτά, αφήνουν πηγές της Κομισιόν ως προς το αν θα καταφέρει η Ελλάδα να έχει ολοκληρώσει τις εκκρεμότητες με τα προαπαιτούμενα ως την Καθαρά Δευτέρα, προκειμένου να καταστεί δυνατή η έγκριση από τις κεντρικές ευρωπαϊκές τράπεζες για την εκταμίευση του 1 δισ ευρώ.
Στο θέμα προστασίας της πρώτης κατοικίας, η συζήτηση με την ελληνική πλευρά δεν έχει ακόμη κλείσει, ανέφερε χθες κοινοτική πηγή, ενώ για το θέμα του κατώτερου μισθού έκανε παραπομπή στα όσα αναφέρονται στην έκθεση.
Ερωτηθείς πάντως το συγκεκριμένο στέλεχος, κατά πόσο υπάρχει περίπτωση να εκταμιευτεί η δόση με πολιτικά κριτήρια, ενόψει Ευρωεκλογών, ακόμη και αν η Ελλάδα δεν προλάβει να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις, εξέφρασε τη κατηγορηματική του διαφωνία με όσους λένε πως η Επιτροπή παίζει εκλογικά παιχνίδια – «μετά από τόσα χρόνια εμπλοκής στο ελληνικό πρόγραμμα η Κομισιόν δεν μπορεί να παίζει παιχνίδια», απάντησε χαρακτηριστικά.