Κυβέρνηση που δεν εφθάρη;
ΒΑΣΙΛΗΣ ΡΕΜΠΑΠΗΣ/EUROKINISSI
ΒΑΣΙΛΗΣ ΡΕΜΠΑΠΗΣ/EUROKINISSI

Κυβέρνηση που δεν εφθάρη;

Τα εκλογικά αποτελέσματα της 21ης Μαΐου 2023 δείχνουν το εξής παράδοξο: η κυβερνητική παράταξη ενισχύει ελαφρά τις δυνάμεις της παρά το ότι η αποχή είναι συγκρίσιμη (και ίσως μικρότερη) από τις προηγούμενες εκλογές. Εξαιρετικά ασυνήθιστο φαινόμενο μετά από ~4 χρόνια διακυβέρνησης καθώς η άσκηση εξουσίας είναι σχεδόν αδύνατο να μην διαψεύδει τις προσδοκίες κάποιων υποστηρικτών και συνεπώς να προκαλεί φθορά.

Ωστόσο φαίνεται πως ο χρόνος διακυβέρνησης, αυτός ο αυτονόητος φθοροποιός παράγοντας για κάθε ηγεσία, είχε εδώ ασθενέστερη επίδραση από κάποιους άλλους που ενίσχυσαν, παραδόξως ίσως, την κυβέρνηση της ΝΔ. 

Οι παράγοντες αυτοί ίσως είναι οι παρακάτω:

Η απλή αναλογική: συνήθως οδηγεί σε διασπορά ψήφων σε μικρότερα κόμματα, αλλά στον χώρο της ΝΔ με τον ένα ή τον άλλο τρόπο δεν υπήρξε εναλλακτική πολιτική πρόταση με σχετικά καθαρό μήνυμα και χωρίς σαφή βαρίδια ή γραφικότητες, συνεπώς αντί να χάσει η κυβέρνηση από αυτό το σύστημα έχασε η αντιπολίτευση, που το είχε εμπνευστεί για να εμποδίσει τη μακροημέρευσή της στην αντιπολίτευση!

Ο φόβος για σχηματισμό κυβέρνησης ηττημένων: καθώς οι εκλογείς αντιλαμβάνονταν ότι η κυβερνητική παράταξη αν και θα είχε καθαρό προβάδισμα δεν θα μπορούσε να σχηματίσει κυβέρνηση ούτε μέσω αυτοδυναμίας (λόγω εκλογικού συστήματος) ούτε μέσω συνεργασιών (λόγω μη ύπαρξης εκλόγιμων παρατάξεων που να άφηναν ανοιχτό αυτό το ενδεχόμενο), μοιραία κινήθηκαν υπό τον φόβο της κυβέρνησης της αξιωματικής αντιπολίτευσης δια της πλαγίας οδού. Ο τρόμος μπροστά σε νέα περιπέτεια ΣΥΡΙΖΑ και παρδαλών συνεργατών από τον αριστεροδέξιο χώρο, έδωσε μια απρόσμενη επιπρόσθετη ώθηση στη ΝΔ. 

Η παράδοξη συνέπεια του ΣΥΡΙΖΑ στο να τρομάζει τον κεντρώο χώρο: η πολιτική στην Ελλάδα έχει συνδεθεί με αναδιπλώσεις και ανακολουθίες ακόμα και στα πιο κεντρικά πολιτικά αφηγήματα, διαχρονικά και διακομματικά. Ωστόσο υπάρχει ένα κόμμα που έχει καταφέρει να ξεπεράσει κάθε προηγούμενη ανάλογη επίδοση στη λεγόμενη πολιτική κυβίστηση. Είναι ο ΣΥΡΙΖΑ που αποτελεί την αδιαμφισβήτητη επιτομή της πολιτικής ανακολουθίας και ασυνέπειας.

Παρόλα αυτά ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να «περηφανεύεται» για συστηματική συνέπεια μέχρι και την παραμονή αυτών των εκλογών σε έναν μοναδικό τομέα: αυτόν της ακραίας επιθετικότητάς του απέναντι στις μεσαίες τάξεις και των φιλήσυχων πολιτών χωρίς κομματικές δεσμεύσεις, αυτών που αποτελούν το 80% των αναποφάσιστων, ρυθμιστών των εκλογικών αποτελεσμάτων διαχρονικά. Μόνο μπράβο στον ΣΥΡΙΖΑ για τη μοναδική του συνέπεια σε αυτόν τον τομέα. 

Η πολιτική της μη ρήξης: η κυβέρνηση της ΝΔ είχε δημιουργήσει τις προσδοκίες πως θα αναλάμβανε την ευθύνη να επαναφέρει την ηρεμία στην ελληνική κοινωνία διαφυλάσσοντας την τάξη και την ευνομία σε χώρους που υποφέρουν όλο και περισσότερο τα τελευταία χρόνια, όπως τα πανεπιστήμια (που παραμένουν ορμητήρια ανομίας), τα κέντρα των μεγάλων πόλεων (που παραμένουν παλαίστρες ντόπιων και εισαγόμενων μπαχαλάκηδων) αλλά και γενικότερα οι κάθε λογής δημόσιοι και ιδιωτικοί χώροι (στους οποίους δεν αποτρέπεται ούτε τιμωρείται αποτελεσματικά η μικρή και η μεγάλη παραβατικότητα).

Δυστυχώς, σε όλα αυτά τα θέματα η κυβέρνηση έμεινε σε εξαγγελίες ή έστω νομοθετικές παρεμβάσεις, χωρίς όμως να προχωρήσει σε ουσιώδη εφαρμογή, με αποτέλεσμα η αταξία να συνεχίσει να βασιλεύει, με αντάλλαγμα την αποφυγή ακραίων ανοιχτών συγκρούσεων με αντιεξουσιαστές και άλλους άτυπους κι όχι στρατούς κατοχής της χώρας, μια σύγκρουση που θα δημιουργούσε παροδικά μεγαλύτερες εντάσεις.

Παρά την απογοήτευση των δυνάμεων που στήριξαν την ΝΔ στις προηγούμενες εκλογές από τις επιδόσεις της σε αυτόν τον τομέα, φαίνεται πως και πάλι προτίμησαν να στηρίξουν το κόμμα που τουλάχιστον διατείνεται ότι κάτι τρέχει με αυτά τα θέματα, ακόμα κι αν δεν έχει την τόλμη να τα αντιμετωπίσει, σε σχέση με τα κόμματα που είτε ανοιχτά επικροτούν ή υποθάλπουν την ανωμαλία, είτε απλώς δεν τολμούν ούτε καν διαλεκτικά να την στηλιτεύσουν.

Οι διεθνείς συμμαχίες και η ενίσχυση της αποτρεπτικής ισχύος: ύστερα από μια περίοδο απομονωτισμού με παλινωδίες που είχαν καταστήσει την Ελλάδα κράτος ανέκδοτο, η κυβέρνηση κατάφερε σχετικά σύντομα να αποκαταστήσει το όνομα της χώρας στον κόσμο και να βελτιώσει την αποτρεπτική ισχύ της. Παράλληλα εκμεταλλευόμενη λάθη και κρίσεις σε γειτονικές χώρες διαμόρφωσε την ταυτότητα του αξιόπιστου περιφερειακού εταίρου ως παράγοντα σταθερότητας κι αξιοπιστίας. Όσο κι αν αυτό δεν αλλάζει την εσωτερική καθημερινότητα, δημιούργησε μια αίσθηση ασφάλειας από τον απειλητικό γείτονα, αλλά και αποκατάστασης του κύρους, που έκανε τον φιλήσυχο κόσμο να αισθάνεται μια διαφορά και να ανησυχεί για ενδεχόμενο πισωγύρισμα. 

Τέλος, η ακραία επιδοματική πολιτική σε μια περίοδο έντονης ανάπτυξης: είναι σαφές πως παρά την ελεγχόμενη πτώχευση του 2009-2010 αλλά και του 2015, οι εκλογείς δεν έχουν ακόμα αποκτήσει επιφυλακτικότητα και σκεπτικισμό έναντι του μοιράσματος παροχών από μη διαθέσιμους πόρους (δηλαδή από δανεικά). Αντίθετα βλέπουν με εκτίμηση τους «φιλεύσπλαχνους» ηγέτες που «στηρίζουν» την κοινωνία μοιράζοντας αυξήσεις κι επιδόματα, ακόμα κι αν αυτά έρχονται από το «πουθενά».

Αν μάλιστα αυτό συμβαίνει σε μια περίοδο έντονου πληθωρισμού και ονομαστικής οικονομικής ανάπτυξης (καθώς η χώρα βγαίνει από περίοδο αναβολής επενδύσεων και καταναλώσεων εξαιτίας δυο έντονα υφεσιογενών επιδημιών, μια αυτής του Covid19 και μια της ένδοξης διαπραγμάτευσης της «ΠΦΑ» που προηγήθηκε) τότε οι παροχές αξιολογούνται από τον κόσμο ως «δίκαιες» και «επιβεβλημένες». Αυτό οφείλεται στη βαθιά έλλειψη στοιχειώδους γνώσης του πώς λειτουργεί η οικονομία (το σχολείο συστηματικά απέχει από την εκπαίδευση σε αυτόν τον τομέα), αλλά και το πολύ μεγάλο ποσοστό των εκλογέων των οποίων τα βασικά εισοδήματά είναι άμεσα συνδεδεμένα με κυβερνητικές αποφάσεις αναδιανομής (δανεικών και φορολογικών) πόρων.

Οι 4,5 εκ μισθοδοτούμενοι από τα δημόσια ταμεία (3,5 εκ συνταξιούχοι, και 1 εκ υπάλληλοι του δημοσίου), συγκρινόμενοι με τα 5,6 εκ που συνήθως προσέρχονται στις κάλπες, αποτελούν συντριπτική πλειοψηφία. Η ομάδα αυτή είναι δύσκολο να αποδεχθεί ότι ή όποια βελτίωση της προοπτικής της χώρας περνά και μέσα από την συγκράτηση ή ακόμα κι έντονη εκλογίκευση των απολαβών τους σε επίπεδο που να μπορεί να στηριχθεί από το μειοψηφικό τμήμα της παραγωγικής οικονομίας μας, χωρίς η τελευταία να έχει ασύγκριτο μειονέκτημα σε σχέση με όλα τα γειτονικά κράτη. Είναι πολύ δύσκολο να αλλάξει αυτή η πεποίθηση χωρίς νέα (χειρότερη) χρεοκοπία, οπότε μοιραία δρα ενισχυτικά της εκάστοτε κυβέρνησης που έχει την ευκαιρία να μοιράζει. Η ΝΔ δεν αντιστάθηκε καθόλου σε αυτόν τον πειρασμό και έπαιξε το χαρτί αυτό χωρίς αύριο, τόσο κυβερνητικά όσο και προεκλογικά.

Όλα τα παραπάνω μας προσφέρουν ένα μοναδικό φαινόμενο: η κυβέρνηση ολοκληρώνει περίπου 4 χρόνια διακυβέρνησης και βγαίνει ενισχυμένη, σαν να υπερέβη τις προσδοκίες των εκλογέων, οι οποίες ούτως ή άλλως κατά τη μετά την «ΠΦΑ» εποχή έχουν παγιωθεί σε πολύ χαμηλά επίπεδα. 

Όμως δεν τελειώσαμε εδώ. Με ή χωρίς δεύτερες εκλογές (με μάλλον βέβαιο το πρώτο), η επόμενη περίοδος διακυβέρνησης είναι σημαντικά πιο απαιτητική και θα υποχρεώσει την κυβέρνηση σε κάποιες δύσκολες αποφάσεις, αν δεν θέλει να επιφυλάξει στη χώρα και στον εαυτό της την κατάληξη της κυβέρνησης του Κωνσταντίνου Καραμανλή, του νεότερου. Και μπορεί πολιτικά να μην απειλείται άμεσα η ΝΔ, όσο η κατακερματισμένη και αποδυναμωμένη αντιπολίτευση θα αναδομείται, όμως η χώρα απειλείται από σοβαρότατα εσωτερικά αδιέξοδα, καθώς ήδη δεκάδες χώρες ακόμα μας ξεπέρασαν κι έρχονται περισσότερες. Θα προτιμηθεί για αλλαγή η φθορά της κυβέρνησης υπέρ της χώρας ή εκ νέου η φθορά της χώρας παρατείνοντας την πρόσκαιρη ηγεμονία του κόμματος; Ιδού το μεγάλο διακύβευμα. 

* O Σεραφείμ Αθ. Κοτρώτσος είναι ανώτατο στέλεχος πολυεθνικού παρόχου τηλεπικοινωνιών και συνιδρυτής StartUp στον τομέα της τεχνητής νοημοσύνης και των μεγάλων δεδομένων