Του Αλέξανδρου Διαμάντη
Πόρισμα, το οποίο αποκαλύπτει τη λειτουργία παρακυκλώματος στο Πρόγραμμα Προμηθέας του ΚΕΘΕΑ στα Διαβατά Θεσσαλονίκης, παρουσίασε στη Βουλή ο υπουργός Υγείας, Βασίλη Κικίλιας. Σύμφωνα με όσα καταγράφονται, το κύκλωμα επιδιδόταν σε παράνομες αποφυλακίσεις εμπόρων ναρκωτικών, βαφτίζοντάς τους χρήστες ουσιών. Παράλληλα, καταγγέλλονται οικονομικές ατασθαλίες, χρήση ουσιών και υποκλοπή στοιχείων.
Ο υπουργός Υγείας εξαπέλυσε δριμύ κατηγορώ προς την απερχόμενη διοίκηση, κατηγορώντας ότι δεν διαβίβασε το πόρισμα στην Εισαγγελέα.
«Υπάρχουν υπόνοιες για παρακύκλωμα αξιοποίησης των ευεργετημάτων που προβλέπει ο νόμος. Αυτό μπορεί να συνδεόταν με δικηγόρους, σωφρονιστικούς υπαλλήλους και δεν μπορούν να αποκλειστούν και εργαζόμενοι του οργανισμού. Όταν η ηγεσία του Υπουργείου Υγείας και η κυβέρνηση μίλησε για έλεγχο σε ότι έχει να κάνει με τη χρηστή διοίκηση του ΚΕΘΕΑ και την οικονομική διαχείριση κάποιοι βιάστηκαν να μας κατακεραυνώσουνε», είπε ο κ. Κικίλιας.
«Η κατάχρηση εξουσίας, το κλίμα ανασφάλειας, η αδιαφάνεια και τα υποσυστήματα που λειτουργούσαν ήταν απολύτως εμφανή και εύκολα εντοπίσιμα, και είναι το κρίσιμο στοιχείο της συνολικής απαξίωσης των θεσμών. Η χαλαρότητα στο ΚΕΘΕΑ Θεσσαλονίκης για το πρόγραμμα Θησέας αντικατοπτρίζει και τη διοικητική ανεπάρκεια», τόνισε ο κ. Κικίλιας και συμπλήρωσε: «Εμείς στηρίζουμε το δημόσιο χαρακτήρα του ΚΕΘΕΑ και τον ενισχύουμε. Οι καταγγελίες αυτές απαξιώνουν τον Οργανισμό».
Από την πλευρά του ο πρώην υπουργός Ανδρέας Ξανθός ισχυρίστηκε ότι δεν ήταν σε γνώση του το πόρισμα, αμφισβητώντας το περιεχόμενό του. Προσέθεσε, πάντως, ότι η αλλαγή του μοντέλου διοίκησης του ΚΕΘΕΑ ήταν αυθαίρετη και πραξικοπηματικού χαρακτήρα.
Αναλυτικά, στην έκθεση της ομάδας εργασίας του ΚΕΘΕΑ για τη Θεραπευτική Κοινότητα Διαβατών, που παραδόθηκε στον Γενικό Διευθυντή του οργανισμού, αποκαλύπτονται μια σειρά από παράνομες δραστηριότητες, όπως:
1. Υπήρξε εκτεταμένη και συστηματική χρήση παράνομων ουσιών από προσωπικό και μέλη για μεγάλο χρονικό διάστημα. Όπως αναφέρεται στην έκθεση, “ στο διάστημα αυτό, ζητήματα που ανέκυπταν σχετικά με οικονομικές ατασθαλίες, διοικητικές υπερβάσεις, και αστοχίες κλινικού σχεδιασμού, αντιμετωπίστηκαν ως θέματα δευτερεύουσας προτεραιότητας”.
- Έμποροι ναρκωτικών “βαφτίζονταν” χρήστες προκειμένου να τυγχάνουν των νομικών ευεργετημάτων της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ και να αποφυλακίζονται. Πιο συγκεκριμένα, όπως αναφέρεται στην έκθεση ως σημαντικό ζήτημα αναδείχθηκε “η έκδοση βεβαιώσεων σε μέλη που παράτυπα εντάχθηκαν στο Πρόγραμμα (γιατί προφασιζόμενα πρόβλημα εξάρτησης εντάσσονταν στη θεραπευτική διαδικασία) αλλά και κυρίως η χρήση νομικών ευεργετημάτων σε μέλη του Προγράμματος και απόφοιτους που χρησιμοποιούσαν το Πρόγραμμα χωρίς να έχουν κανένα πρόβλημα με τη χρήση ουσιών”. Μάλιστα όπως αναφέρεται στην έκθεση, έφτασε να αμφισβητείται δημόσια η αξία των βεβαιώσεων που εκδίδει το ΚΕΘΕΑ, ενώ γίνεται λόγος και “παρακύκλωμα” που μπορεί να συνδεόταν με δικηγόρους, σωφρονιστικούς υπαλλήλους και στελέχη του οργανισμού. “Η αίσθηση έλλειψης προστασίας από το προσωπικό, οι ασαφείς διαδικασίες και τα κριτήρια για τις προϋποθέσεις ένταξης στη ΘΚ στα Διαβατά, είναι προφανές ότι διακυβεύουν τους θεραπευτικούς στόχους του προγράμματος και συμβάλλουν στην αλλοιώση του κύρους του Οργανισμού” αναφέρουν τα μέλη της ομάδας εργασίας στην ίδια παράγραφο.
- Στην έκθεση επισημαίνεται επίσης ότι υπήρξε προσπάθεια συγκάλυψης των παρανομιών και ατασθαλιών που καταγράφονται από την ομάδα εργασίας, καθώς όπως σημειώνουν: “έχουν με βεβαιότητα τεκμηριωθεί : η απώλεια υπολογιστών με στοιχεία μελών, απώλεια υπολογιστών που χρησιμοποιούνταν από πρόσωπα-κλειδιά, απώλεια δίσκων αποθήκευσης, έλλειψη παραστατικών από συναλλαγές, αλλά και ασυνήθιστες προσφορές προς το Πρόγραμμα στη φυλακή”.
- Στο πόρισμα γίνεται επίσης λόγος για κατάχρηση εξουσίας, κλίμα ανασφάλειας, αποφάσεις που δεν προκύπτουν ως αποτέλεσμα των θεσμοθετημένων διαδικασιών, αδιαφάνεια στις συνεργασίες και υποσυστήματα μεταξύ των εργαζομένων που ανέπτυσσαν γενικευμένα συναισθήματα φόβου και καχυποψίας. Επίσης αναφέρεται “ότι δεν υπάρχει κανενός είδους εμπιστοσύνη στο σύστημα σε κάθε εκδοχή δραστηριότητας. Το σύνολο σχεδόν των εμπλεκομένων δε πιστεύει ότι υπάρχει διέξοδος και διαφορετική προοπτική”.
- Τέλος στην έκθεση γίνεται ειδική αναφορά στην προσπάθεια συγκάλυψης, καθώς αναφέρεται “διαδικασία που διατυπωνόταν από στοιχεία ιδιότυπου εφησυχασμού που κατέληγε στο ότι “ότι συνέβη τελείωσε…τώρα μπορούμε να συνεχίσουμε τη δουλειά μας, χωρίς να εκλαμβάνονται ως σημαντικά και κρίσιμα ανασταλτικά σημεία, οι ερωτικές σχέσεις ανάμεσα στους εργαζόμενους, μεταξύ μελών του προσωπικού και μελών, η χρήση παράνομων ουσιών από εργαζόμενους στο Πρόγραμμα.”