Ό,τι και να πούμε δεν μας ακούνε, έλεγε ο Ευάγγελος Βενιζέλος στον καιρό των αφηνιασμένων πλατειών του αντιμνημονίου. Και δεν τους άκουγαν παρότι είχαν τη σωστή ρότα για τον πλουν της χώρας.
Ο αγανακτισμένος λαός ζητούσε τα «δίκια» του και δεν έβλεπε ότι οι μελλοντικοί τιμονιέρηδες για τους οποίους πίστευε ότι τους οδηγούσε σε απάνεμο λιμάνι, οδηγούσαν το πλοίο στα βράχια.
Σε παρόμοια φάση βρίσκεται η κυβέρνηση. Η ευαισθησία μεγάλου μέρους του λαού, που δεν παρακολουθεί επισταμένως την επικαιρότητα, το καθιστά ευάλωτο και πεπεισμένο στην προπαγάνδα της αντιπολίτευσης ότι στα Τέμπη υπάρχει συγκάλυψη.
Το ποσοστό ανέρχεται στο 71,9% με ένα αναιμικό 21,7% να πιστεύει ότι η κυβέρνηση προσπαθεί να φωτίσει την υπόθεση, σύμφωνα με την έρευνα της GPO. Την ίδια στιγμή, ο ίδιος λαός, σε λεόντειο ποσοστό 82,4% πιστεύει ότι η αντιπολίτευση, της οποίας την προπαγάνδα αποδέχεται, προσπαθεί να εκμεταλλευθεί πολιτικά την υπόθεση, και μόνο ένα γλίσχρο 15,8% έχει αντίθεση άποψη.
Η «συγκάλυψη» έχει γίνει πεποίθηση και δεν διυλίζεται μέσα από την κρίση της λογικής. Η ευαισθητοποιημένη μάζα έχει επίσης αποδεχθεί και την άποψη της αντιπολίτευσης ότι η κυβέρνηση έχει χάσει τη λαϊκή νομιμοποίηση. Το επιχείρημα ότι η λαϊκή νομιμοποίηση χάνεται μόνο στις εκλογές ή στις ψηφοφορίες των προτάσεων μομφής (όπως καλή ώρα τώρα), ούτε απασχολεί. Ίσως, η πλειοψηφία και να μην το ξέρει...
Παρόλα αυτά στην «απονομιμοποιημένη» κυβέρνηση δίνει 23,1% ενώ στους καταγγέλλοντες: ΠΑΣΟΚ 14,8%, ΣΥΡΙΖΑ 6%, Νέα Αριστερά 1,7%, και το μόνο κόμμα που ανεβαίνει είναι η Πλεύση Ελευθερίας με τη διαρκώς φωνασκούσα εν εξάλλω, πρόεδρο Ζωή, που από 3,8% στην προηγούμενη μέτρηση φτάνει στο 6,9%.
Και όσο για τον «απονομιμοποιημένο» πρωθυπουργό, το 24,9% εξακολουθεί να τον θεωρεί καταλληλότερο, ενώ τον Ανδρουλάκη θεωρεί καταλληλότερο μόνο κάτι λίγο παραπάνω από το μισό των ψηφοφόρων του (8,8%). Τον Φάμελλο πάλι σχεδόν το μισό των ψηφοφόρων του (3,7%), τον Χαρίτση της ΝεΑρ το 1,7%, και μόνο η Ζωή ανεβαίνει στο 5,3%. Και αυτή ωστόσο υπολείπεται του ποσοστού των ψηφοφόρων της.
Και με αυτούς τους παράξενους αριθμούς, το εκλογικό σώμα για πρώτη φορά από όσο θυμόμαστε, ζητάει στην πλειοψηφία του πρόωρες εκλογές (52,5%).
Εκλογές σημαίνουν να φύγουν οι κρατούντες. Όμως οι ίδιοι ψηφοφόροι εξακολουθούν να επιλέγουν ως πρώτο το κυβερνών κόμμα έστω και ψαλιδισμένο, και τον Μητσοτάκη μακράν καταλληλότερο ων αντιπάλων του. Τόσο μακράν ώστε του αναγνωρίζουν τριπλάσια ποσοστά καταλληλότητας σε σχέση με τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Ο πρωθυπουργός από τον οποίο ζητούν εκλογές για να φύγει! Μέγιστη παραζάλη…
Και η παραζάλη φέρνει δυνητικά πολιτική αστάθεια, απογοήτευση, οργή ή κυνισμό. Η παραζάλη έχει χτυπήσει και τις ηγεσίες της αντιπολίτευσης. Ζητούν να φύγει η κυβέρνηση αλλά δεν ζητούν εκλογές. Κατέθεσε πρόταση δυσπιστίας το ΠΑΣΟΚ αλλά δεν ζητούσε εκλογές.
Και χθες, αφού έγινε βούκινο και πηγή ειρωνείας στα σόσιαλ αυτή η αστεία στάση, ο Ανδρουλάκης εδέησε να εκστομίσει τη λέξη εκλογές: «Πήραμε πρωτοβουλία για να γίνει πρόταση δυσπιστίας για να γίνουν εκλογές και να φύγετε το γρηγορότερο δυνατό. Απλά δεν έχουμε τον παλαιοκομματισμό κάποιων να βγαίνουμε κάθε μέρα στα κανάλια και να λέμε ότι ζητάμε εκλογές».
Φυσικά, είναι οξύμωρο με τα ποσοστά κυβερνησιμότητας του ΠΑΣΟΚ και του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και της δικής του πρωθυπουργικής καταλληλότητας, να ζητάει εκλογές. Η βασική τους στόχευση είναι να φύγει ο Μητσοτάκης όχι η ΝΔ. Αλλά αυτό προϋποθέτει αυτοχειριαστική τάση των βουλευτών της, οι οποίοι δεν έχουν δείξει τέτοια διάθεση.
Ωστόσο, συν τω χρόνω το εκλογικό κοινό δεν θα μείνει ανάερο, να μη θέλει ούτε την κυβέρνηση ούτε την αντιπολίτευση. Να ζητάει εκλογές ενώ θεωρεί την αντιπολίτευση περισσότερο ακατάλληλη να κυβερνήσει από την κυβέρνηση. Δηλαδή δεν μας κάνουν αυτοί που είναι πάνω αλλά δεν έχουμε και κανέναν άλλο να μας κυβερνήσει! Γαία πυρί μειχθήτω.
Στο τέλος βέβαια το κοινό αυτό κάπου θα κλίνει. Το αν θα επικρατήσει η στοιχειώδης λογική ή το παρορμητικό συναίσθημα είναι νωρίς ακόμη να αποτυπωθεί. Η νέα κοινωνική συνθήκη απαιτεί στάδιο επώασης και ωρίμανσης.
Νομίζουμε πάντως ότι η ΝΔ μπορεί να ελπίζει. Σε μια πυρετώδη στιγμή, ανάμεσα σε πρωτοφανή στη μαζικότητά τους συλλαλητήρια, εξακολουθεί υποχωρώντας να προηγείται, ενώ οι ωρυόμενοι άμεσοι αντίπαλοί της, υποχωρούν μη έλκοντας την ελπίδα του κόσμου.