Στην οδυνηρή υπενθύμιση που επιβάλλει η τραγωδία των Τεμπών για τις καθαρές και αδιαπραγμάτευτες συντεταγμένες που πρέπει να έχει η πυξίδα της εκάστοτε διακυβέρνησης δίνει έμφαση μέσω της ανάλυσης του στο Liberal.gr, ο πολιτικός επιστήμονας Λευτέρης Κουσούλης.
Συνέντευξη στον Γιώργο Παπακωνσταντίνου
«Μια από τις ευθύνες που έχει μια κυβέρνηση είναι η επεξήγηση των συνθηκών του παρόντος. Αυτό είναι στον πυρήνα της πολιτικής. Η πολιτική ομάδα που βρίσκεται στην πρώτη γραμμή της μάχης οφείλει να επεξηγεί ποια είναι η συνθήκη. Ποια είναι η πρόταση της και να δίνει τη μάχη για την υλοποίηση της. Εάν δεν κάνει τίποτα από αυτά είναι μια διαχειριστική ομάδα, η οποία τι κάνει; Περιμένει να φύγει ο χρόνος, προστατεύοντας τον εαυτό της, ευχόμενη να μην της συμβεί κάτι, ώστε να επανεκλεγεί. Δεν μπορούμε να ζούμε έτσι».
Ο Λευτέρης Κουσούλης υπενθυμίζει μια αρχή ότι: «Η προσέλευση στην πολιτική είναι η εκούσια προσέλευση στην τραγωδία. Η συμμετοχή στην πολιτική και η άσκηση του ρόλου της διακυβέρνησης δεν είναι περίπατος σε ανθισμένο κάμπο. Όποιος προσέρχεται στην πολιτική για να θαυμάσει τον εαυτό του, να απολαύσει τα αγαθά της εξουσίας, πλανάται πλάνην οικτράν. Να κάνει άλλη δουλειά».
Συμπληρώνει δε: «Γιατί κάποια στιγμή θα συναντηθεί με τα τραγικά γεγονότα της ζωής. Κι αυτά θα ορίσουν την πορεία του. Είτε για το καλό του, για την εκλογή του, είτε για την πολιτική του ήττα. Αλλά αυτή είναι η φύση της πολιτικής λειτουργίας. Κανείς δεν είναι αιώνιος, γι’αυτό υπάρχει θητεία. Όποιος συμμετέχει στην πολιτική θα πρέπει να γνωρίζει ότι θα πρέπει να κάνει τη δουλειά του, διατρέχοντας τον κίνδυνο να μην επανεκλεγεί».
Το πρόταγμα κατά τον κ. Κουσούλη είναι η διάλυση της ατμόσφαιρας ακινησίας: «Αυτός ο συμβιβασμός που συντελείται στη διάρκεια, κάνει το κράτος μια δύναμη πάνω από την εκλεγμένη κυβέρνηση κατά κάποιο τρόπο. Αφού η εκλεγμένη δεν είναι σε θέση να επιταχύνει τις διαδικασίες και κρατικοί μηχανισμοί, παράγοντες συντελεστές, καθυστερούν την εξέλιξη των πραγμάτων, εάν δεν τους συμφέρει, εάν μέσα σε αυτήν την εξέλιξη δεν βρίσκουν κάποιο δικό τους ατομικό, συνδικαλιστικό τύπου συμφέρον. Έτσι διαμορφώνεται μια αποδεκτή ατμόσφαιρα ακινησίας. Έτσι ζήσαμε όλες αυτές τις δεκαετίες. Το έγκλημα στα Τέμπη είναι αποτέλεσμα αυτής της φιλοσοφίας διακυβέρνησης».
Εξηγώντας την προέκταση αυτής της κατάστασης ο έμπειρος αναλυτής σημειώνει: «Το βάθος του προβλήματος είναι απερίγραπτο. Δεν είναι συμβιβασμός, είναι μια ήττα μπροστά στην ιδέα (σ.σ. να μην επανεκλεγεί). Δεν είναι απλώς ένας συμβιβασμός, είναι εγκατάλειψη του ρόλου. Είναι άρνηση της λαϊκής εντολής. Η λαϊκή εντολή, επειδή ζούμε σε ένα δημοκρατικό πλαίσιο, έχει στον πυρήνα της μια θητεία. Δηλαδή η κυβέρνηση, έχει μια αρχή και ένα τέλος. Καθώς παίρνει μια εντολή ξεκινάει μια νέα περίοδος. Αν κάθε νέα κυβέρνηση ψάχνει στο παρελθόν άλλοθι, αν συμβιβάζεται με την κρατική κατάσταση και δεν ενεργεί, προκειμένου να επανεκλεγεί, προστατεύοντας δηλαδή τον εαυτό της, διότι περί αυτού δεν πρόκειται; «Δεν θα πειράξω κάτι γιατί θα με ζημιώσει πολιτικά». Δεν είναι άρνηση του ρόλου;».
Όπως διερωτάται ο κ. Κουσούλης: «Η κυβέρνηση που εκλέγεται, με ισχυρή λαϊκή εντολή, και συμβιβάζεται με αυτήν την έννοια του κράτους αδράνειας που έχει δουλοκτητικά χαρακτηριστικά, δεν παραιτείται από τη λαϊκή εντολή;» Προσθέτει δε εμφατικά: «Η δουλειά του, δεν είναι ο στόχος να επανεκλεγεί. Δεν ζητάει την λαϊκή εντολή λέγοντας «ψηφίστε με και εγώ θα μεριμνήσω, ώστε να επανεκλεγώ μην κάνοντας τίποτα». Κατά το παρελθόν έχουμε ακούσει διακηρύξεις για εκσυγχρονισμό για επανίδρυση του κράτους, άρα λοιπόν η εντολή λέει να υλοποιηθεί ένα πρόγραμμα. Στο βαθμό που υπάρχει αυτός ο συμβιβασμός, υπάρχει απεμπόληση του ρόλου».
Σύμφωνα με τον κ. Κουσούλη το πολιτικό προσωπικό όπως αναδείχθηκε και όπως διαπαιδαγωγήθηκε: «δεν διαθέτει στον μεγάλο του αριθμό, το ψυχικό σθένος της σύγκρουσης. Δηλαδή δεν είναι σε θέση να αναλάβει τον κίνδυνο της σύγκρουσης που μπορεί να το οδηγήσει στην ήττα του». Όπως αναφέρει στην ανάλυση του ο Λευτέρης Κουσούλης, υπάρχει πολιτικό προσωπικό που δεν αναδείχθηκε γιατί: «τα φεουδαρχικά στοιχεία αυτού του πολιτικού συστήματος, εκδίωξαν αξιόλογους ανθρώπους, ικανούς να σηκώσουν το βάρος της ευθύνης. Να δώσει τη μάχη, να αναλάβει το κόστος της σύγκρουσης».
Αναδεικνύει δε, ως μια από τις αιτίες, το γεγονός ότι υπάρχει: «…μια πολιτική διαδικασία η οποία υπηρετεί τη στασιμότητα. Τα κόμματα αντί να είναι μηχανισμοί επεξεργασίας λύσεων και νοήματος κατάντησαν γραφειοκρατικοί μηχανισμοί εξουσίας. Αυτοί οι γραφειοκρατικοί μηχανισμοί εξουσίας, αγαπούν την αδράνεια. Δεν είναι απλώς συμβιβασμένοι με την αδράνεια. Υπάρχουν επειδή είναι αδρανή».
Σύμφωνα με τον κ. Κουσούλη: «Η χώρα χρειάζεται, είναι εύκολο να το πούμε, είναι δύσκολο να γίνει, χρειάζεται μια πολιτική επανάσταση. Τα κόμματα πρέπει να ξαναδούν τον εαυτό τους. Ο λαός πρέπει να ξαναζυγίσει τα πρόσωπα. Να σκεφτεί πως δίνει και σε ποιους δίνει την εντολή, ώστε όλα να ξαναζυγιστούν και σιγά-σιγά ενδεχομένως να κάνουμε ένα βήμα».
Όπως υποστηρίζει ο πολιτικός επιστήμονας: «Δεν μπορεί να γίνει από τη μια ημέρα στην άλλη, αλλαγή στη χώρα, όπως ενδεχομένως ένας θα την ευχόταν. Όπως για παράδειγμα ένα καλύτερο κράτος που θα εργαζόταν υπερ της αξιοπρέπειας των ανθρώπων και υπέρ των δικαιωμάτων. Αυτό όμως μπορούμε, με κάποιο τρόπο, σιγά-σιγά να το κάνουμε».
Ως ένα από τα βήματα περιγράφεται από τον Λευτέρη Κουσούλη, η αναγκαιότητα για: «ένα καλό δημόσιο σχολείο. Χωρίς ένα καλό δημόσιο σχολείο η χώρα δεν μπορεί να προχωρήσει. Η χώρα χάνει το πνευματικό της κεφάλαιο. Δηλαδή νέοι επιστήμονες εγκαθίστανται στο εξωτερικό. Μπορεί μια χώρα να προχωρήσει χωρίς το πνευματικό της κεφάλαιο;», διερωτάται.
Τμήμα της ίδιας ανάλυσης αποτελεί και η θέση ότι: « Οι υπουργοί στην πραγματικότητα είναι υπηρέτες του λαού.Αυτή είναι η έννοια της λέξης. Υπηρέτης του λαού σημαίνει δίνω τα πάντα, κάποια στιγμή αναλώνομαι, επειδή έχω θητεία κάποια στιγμή θα αποχωρήσω». Κατά τον ίδιο αυτή η έννοια της αποχώρησης απουσιάζει. «Διότι ο συμβιβασμός με την πραγματικότητα, είναι πάρα πολύ βαθύς» τονίζει εμφατικά.